«Οι γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί», της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Ένα νιαούρισμα για τη ζωή και τον θάνατο

| 26/02/2022

Το τελευταίο (;) ποίημα και ένα (αποσπασμένο) κομμάτι του, αυτή είναι η αρχή γι’ αυτό το κείμενο. Θα σέρνω τις ξεχειλωμένες μνήμες/της μάνας μου και του πατέρα. Σταματήστε το βλέμμα και τη σκέψη σας στο ξεχειλωμένες και μετά αφήστε την εικόνα ελεύθερη. Τα απαλά και άγρια νύχια κάνουν την εμφάνιση τους, αθόρυβα, παιχνιδιάρικα και αποφασιστικά. Ο καλύτερος τρόπος να «ανοίξεις» τη μνήμη είναι το άγγιγμα της γάτας. Με προσοχή, ακρίβεια και τη δύναμη που χρειάζεται ξηλώνεις τις ραφές και προχωράς κάτω από το δέρμα και τότε μόνο σκοτάδι που λάμπει και τ’ αστέρια που κράτησες το μόνο φως. Η ζωή και ο θάνατος συνεχίζονται και αυτό που αντηχεί στο πέρασμα τους δεν είναι ο λυγμός, δεν είναι ένα λυτρωτικό γέλιο, αλλά ένα νιαούρισμα και μια ουρά που ανεμίζει. Οι γάτες ήταν, είναι και θα είναι εδώ για να μας θυμίζουν ότι όλα μας ανήκουν και τίποτα δεν μας ακολουθεί. Η ζωή παίρνει αυτό που θέλει και ο θάνατος δίνει αυτό που μας αναλογεί. Οι εμπειρίες γίνονται μνήμες και στην τελειότητα της σιωπής ακούγονται οι μεγάλες αλήθειες, οι εκ βαθέων εξομολογήσεις. «Οι γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί» (Εκδόσεις Κίχλη) είναι αυτό ακριβώς!

Η Αγγελική Πεχλιβάνη με τη χάρη του αιλουροειδούς και την ταπεινότητα του ανθρώπου που ξέρει πως όλα είναι μάταια, μας δίνει ποιητική συλλογή που δεν μπορεί παρά να μας αγγίξει. Το αποτύπωμα της είναι έντονο και υπάρχουν στιγμές που καίει σαν πυρωμένο σίδερο. Κεντρικό θέμα η απώλεια και η διατήρηση του σώματος αυτής. Από το πρώτο κιόλας ποίημα δείχνει πώς αντιλαμβάνεται τον νοητό και τον απτό χώρο. Διαβάζουμε λοιπόν: Πέταγε/Πέταξε [τίτλος Με τον τρόπο του Χέμινγουεϊ]. Αν σε αυτό το ποίημα-στιγμή κάνετε την ερώτηση, την τόσο απλή, «τι;» τότε θα ξεκλειδώσετε τον κόσμο αυτής της συλλογής. Εδώ, όλα πετάνε και όλα πέταξαν. Οι άνθρωποι, οι πράξεις τους και μαζί. Εσύ που μένεις ζωντανός σηκώνεις το κεφάλι και η μνήμη σκάβει βαθιά μέσα σου. Σε αυτό το πέταγμα πιάνεσαι από το ανάγλυφο περίγραμμα των μικρών και μεγάλων θραυσμάτων, εσωτερικών και εξωτερικών. Δεν μιλάς και απλώς μιμείσαι -προσπαθείς- την κίνηση της γάτας. Ένα μικρό άλμα και μια γρατζουνιά στον αέρα αρκούν για να σε οδηγήσουν σε αυτόν που άφησες και ξαναβρήκες. Στην περίπτωση της Πεχλιβάνη είναι η μητέρα και το διαβάζουμε στο «Γυαλιά σομόν, ηλίου» (σ. 19).

Η Πεχλιβάνη συνομιλεί με τους «άλλους» όπως τους προσδιορίζει μέσα από την επικοινωνία με τη μητέρα της. Πριν ξεκινήσει ο γατίσιος ελιγμός μας λέει Και που λείπεις, είσαι η φαντασμαγορία μου… Και σ’ αυτή τη φαντασμαγορία όλα είναι σίγουρα, απόλυτα ελεγχόμενα και αθόρυβα. Το λευκό του μαρμάρου στο νεκροταφείο, οι ημερομηνίες του παρελθόντος που κυματίζουν μεσίστια και οι Μεγάλες Μέρες, αυτές του Πάσχα, αυτές που υποδέχονται τον Πατέρα αέρα. Και αν η ποιητική αφήγηση είναι άμεση, λυρική, σχεδόν σπαρακτική, είναι η ισορροπία μεταξύ κραυγών-ψιθύρων που δίνει το σχήμα και το σφρίγος σε αυτή τη συλλογή. Η Αγγελική Πεχλιβάνη περνά αθόρυβα στην απέναντι όχθη και επιστρέφει με τη χάρη και τη σοφή σιωπή της γάτας. Στο βιβλίο παρεμβάλλονται φωτογραφίες της Ιωάννας Φραγκοστεφανάκη.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις