«Οι δαιμονισμένοι», του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι
Απέναντι στον μηδενισμό

Η πίστη είναι το τελευταίο καταφύγιο της σκέψης κι ένα «αμήν!» η τελευταία γέφυρα του κόσμου. Και δεν είναι η ανάγκη σύνδεσης με τον Θεό, υπάρχει κι αυτή και είναι έντονη. Η αναζήτηση του ανθρώπου είναι αυτή που «καίει» την ψυχή, είναι η απουσία αυτού που κάνει το μηδέν τα πάντα και το τίποτα τη μοναδική συνθήκη ύπαρξης. Εδώ δεν υπάρχει κινητό-ακίνητο σημείο. Η ακινησία ρουφάει κάθε ολοκληρωμένη στιγμή και κάθε αξία χάνεται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Πνευματικό τέλμα, ψυχική αποθάρρυνση και το σώμα-φυλακή. Η νότα που κάποτε ηχούσε όμορφα, η ίδια γίνεται απειλή. Το βιβλίο που κάποτε δεν άφηνες από τα χέρια σου, το ίδιο πετάς με μανία στη φωτιά. Ο χορός που κάποτε σε ψυχαγωγούσε, τώρα σε οδηγεί στην πλήξη, την ανία, τη μανία. Κάποτε ήταν ο άνθρωπος πάνω απ’ όλα, τώρα είναι η καταστροφή και η τυφλή διαδρομή. Ο κλοιός σφίγγει και αυτό που κάποτε ήταν η ελπίδα, τώρα γίνεται πλάσμα δαιμονικό που όλα τα απορρίπτει. Τα δεσμά που ενώνουν λαό, εξουσία, μόρφωση, παιδεία, ομορφιά, δημιουργία, χαλαρώνουν και το σκοτάδι της απειλής απλώνεται παντού. Τα κόκκινα μάτια πυκνώνουν και το γαλάζιο που αχνοφέγγει, μετρά αντίστροφα. «Οι δαιμονισμένοι» (Εκδ. Αγρα) του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι μας βρίσκουν, ξανά και ξανά.
Ο Ντοστογέφσκι, μέσα από κάθε του έργο του, μοιάζει να μας κοιτά επίμονα. Και παίρνει τις μορφές όσων έβλεπε και βλέπει! Αυτό είναι το πιο σημαντικό στο έργο του Ρώσου. «Οι δαιμονισμένοι» δεν αποτελούν εξαίρεση. Το βλέμμα του εστίαζε στους ανθρώπους, κυρίως σε αυτούς που προκαλούσαν, σε αυτούς που ηθελημένα ή μη είχαν μπει στο περιθώριο, σε αυτούς που με πάθος, σχεδόν βίαιο, έψαχναν τις απαντήσεις, σε αυτούς που ήταν όμορφοι και αγωνίζονταν να κρατήσουν την ομορφιά (τους), σε αυτούς που πίστευαν, σε αυτούς που δεν πίστευαν και σε αυτούς που ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν για να σωθούν. Ο Ντοστογέφσκι, όμως, πίστευε στη ρωσική ψυχή, στον Ρώσο και στην αγνή του επικοινωνία με το θείο. Η πίστη του, ωστόσο, δεν τον τύφλωνε, ούτε πολιτικά, ούτε κοινωνικά. Ο ίδιος ήθελε να ενώσει εξουσία, διανοούμενους, λαό. Πίστευε στον σοσιαλισμό, όμως η επίτευξή του ήταν δύσκολη, περίπλοκη υπόθεση. Δεν μπορούσε να βρει τον δρόμο προς αυτόν. Γι’ αυτό και από τον ριζοσπαστισμό, πέρασε στην αποδοχή των μεταρρυθμίσεων. Δεν επικύρωνε τον ορθολογισμό, αλλά τη δυνατότητά του ανθρώπου να κατανοήσει τη θεωρητική και πρακτική αξία των πραγμάτων. Ο Ντοστογέφσκι έβλεπε πως η απόσταση των μελών της κοινωνίας κατέτρωγε το ίδιο το σώμα της κοινωνίας και ο μηδενισμός ήταν η μεγαλύτερη απειλή. «Οι δαιμονισμένοι» θεωρούνται το κατεξοχήν πολιτικό και προφητικό μυθιστόρημά του. Η δράση του Σεργκέι Νιετσάγεφ, της οργάνωσης «Λαϊκή Εκδίκηση» και η δολοφονία φοιτητή από πέντε μέλη της, καθρεφτίζονται στις σελίδες του βιβλίου.
Οι πονεμένοι χαρακτήρες των «Δαιμονισμένων» εκφράζουν το κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, ταξικό, χάσμα της εποχής. Ο Πιοτρ Βερχοβένσκι (ο Νιετσάγεφ) είναι στο επίκεντρο. Μαζί του ο Νικολάι Σταβρόγκιν, αινιγματική και δαιμονική φιγούρα, έχει κάτι από τον συγγραφέα. Δίπλα τους ο φιλελεύθερος-ιδεαλιστής Στεπάν Τροφίμοβιτς και οι «ιδεολόγοι» Σάτοφ, Κυρίλλοφ, Σιγκαλιόφ. Και γύρω απ’ αυτούς, τρεις γυναίκες, τραγικές φιγούρες, ερωτευμένες με τον Στραβρόγκιν.
Το αίσθημα του αβέβαιου, της απειλής και της έκπληξης, ορίζει τον ρυθμό της αφήγησης. Η οξυδέρκεια και ο γνήσιος αυθορμητισμός δυναμώνουν τις φωνές και η γεμάτη ζωντάνια διαλεκτική προσφέρει βάθος στους χαρακτήρες και στο λογοτεχνικό πεδίο. Φαινομενικά έχουμε ένα μυθιστόρημα-παζλ που κινείται άναρχα. Στην ουσία, όμως, είναι η εξωτερίκευση της εσωτερικής αναταραχής του ατόμου και της κοινωνίας. Η εικόνα που είχε τότε ο Ντοστογέφσκι για το κοινωνικό, πολιτικό, περιβάλλον, περνά στην ιστορία των «Δαιμονισμένων». Ο Ρώσος δίνει και κάτι άλλο. Συνδυάζει την ουμανιστική, φιλοσοφική και ιερή σκέψη και τη μοιράζει σε κάθε πρόσωπο και σε κάθε επεισόδιο του μυθιστορήματος. Αλλοτε το κάνει με ένταση, άλλοτε με ηρεμία, άλλοτε με σαρκαστικό, ειρωνικό ύφος. Ο μηδενισμός αναδεικνύεται και κονιορτοποιείται την ίδια στιγμή! Διαβάζουμε στη σελίδα 344:
Η επιστήμη, από τη μεριά της, έδινε χονδροειδείς λύσεις. Σ’ αυτό συντελούσε ιδίως η ημιμάθεια, η τρομερότερη μάστιγα της ανθρωπότητας, χειρότερη κι από λιμό, λοιμό και πόλεμο, άγνωστο φαινόμενο τους προηγούμενους αιώνες. Η ημιμάθεια είναι πρωτοφανής τύραννος. Τύραννος που διαθέτει τους ιερείς του και τους δούλους του, τύραννος αδιανόητος, μπροστά στον οποίο υποκλίνονται όλα, με αγάπη και προκατάληψη, ενώπιον του οποίου τραυλίζει ακόμα και η ίδια η επιστήμη και επαίσχυντα ενδίδει.
Θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι στην εν λόγω έκδοση περιλαμβάνεται το απαλειφθέν ένατο κεφάλαιο, «Στον τύχωνα». Η περίληψή του είναι σημαντική για την κατανόηση τόσο κάποιων χαρακτήρων, του Σταβρόγκιν κυρίως, όσο και της επιδίωξης του συγγραφέα. Η πολύ καλά φροντισμένη έκδοση [παράρτημα με τον «Τύχωνα» και τα εδάφια του από τη δεύτερη εκδοχή, επίμετρο] στηρίζεται στην πολύ καλά μελετημένη, με το σωστό ύφος, τον σωστό λόγο, μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου.