«Οι νεκροί», του Τζέιμς Τζόις

Το δέρμα ρίγησε, το βλέμμα αφέθηκε, η ψυχή ένιωσε

| 22/03/2025

«Οι νεκροί» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) ήρθαν αθόρυβα στην πόρτα μου. Αηχα, μα αποφασιστικά, εισέβαλλαν στη σκέψη και στην καρδιά μου. Η μανία για τον κόσμο τους συνάντησε την τυχαιότητα του «τώρα». Η ανάγνωση της ιστορίας τους ολοκληρώθηκε κάτω από το έδαφος. Κυριολεκτικά! Η μπλε γραμμή του μετρό «φιλοξένησε» την άσβεστη φλόγα αυτού του κειμένου. Στον τερματικό σταθμό «Δημοτικό Θέατρο» ο δυνατός αέρας και η θαλασσινή αύρα έβαλαν τα πρώτα αποσιωπητικά. Το κρύο εκείνης της βραδιάς και το μαύρο στην επιφάνεια της θάλασσας «γέμισαν» τον απόηχο αυτής της ιστορίας που ανήκει σε όλες τις χώρες του κόσμου! Το διήγημα του Τζέιμς Τζόις συνεχιζόταν κάτω από την ανθρώπινη επιφάνεια, κάτω από τη σάρκα. Να πώς: το δέρμα ρίγησε, το βλέμμα αφέθηκε στις γυάλινες διαδρομές και η ψυχή ένιωσε τι σημαίνει εσωτερική αναταραχή. Οι λέξεις είχαν γίνει ανείπωτα συναισθήματα, καταστάσεις που σε έβρισκαν και φώτιζαν τη διαδρομή προς το τέλος και ακόμη παραπέρα. Έπειτα ήρθαν η Φανί και ο Αλέξανδρος από τη Σουηδία και ένας «εξολοθρευτής άγγελος» από το Μεξικό. Τα παιδικά μάτια που όλα τα βλέπουν και το άγνωστο που μας εγκλωβίζει. Πρωτεύουσα των «νεκρών», όμως, είναι το Δουβλίνο και φώτα της οι λέξεις του Τζόις. Και ανάμεσα στο λευκό, πορτοκαλί και γκρίζο φως οι άλλες λέξεις, η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. Ας λιώσουν τα χιόνια παρακαλώ.

Διαβάζοντας αυτό το κομψοτέχνημα του Ιρλανδού, αισθάνεσαι και αντιλαμβάνεσαι πεντακάθαρα πώς είναι να «λιώνουν» οι λέξεις και να αποκαλύπτουν τον κόσμο μέσα στον κόσμο. Αν μεταξύ ζωής και θανάτου μεσολαβεί μια ουδέτερη ζώνη, αυτή είμαστε εμείς, οι ζωντανοί. Εμείς είμαστε ο λίγος χρόνος που μας δόθηκε για να δημιουργήσουμε, να ερωτευτούμε, να αγαπήσουμε, να πονέσουμε, να γελάσουμε, να κλάψουμε. Όλα ξεκινούν από μια πρωτοχρονιάτικη συγκέντρωση και όλα τελειώνουν (;) σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Όλα εκκινούν από τα γνώριμα, καλά συστημένα, μα ουσιαστικά απονευρωμένα. Και όλα καταλήγουν στο κάψιμο του παγωμένου φωτός, στο πύρωμα των απέθαντων ψυχών…

Ο Τζόις στήνει με τέτοια μαεστρία την ιστορία που σε κάνει να συνειδητοποιείς το εξής: στην αρχή διαβάζεις, κοιτάς, τους «νεκρούς» ως εξωτερικός παρατηρητής και στη συνέχεια, προς το τέλος, βρίσκεσαι στην απέναντι όχθη, είσαι ένας απ’ αυτούς! Πώς γίνεται, όμως, αυτό; Ο μηχανισμός της μνήμης και η αποκωδικοποίησης της ανάμνησης δίνουν την απάντηση. Η εορταστική συνάθροιση στο Δουβλίνο διαλύεται από την αποκάλυψη που κάνει η σύζυγος του πρωταγωνιστή στον ίδιο. Μέσα απ’ αυτή τη γυναίκα «ακούμε» τον ήχο του χρόνου, τη μνήμη δηλαδή. Και μέσα από τη νοσταλγία και την κρυμμένη μελαγχολία της, «βλέπουμε» την πρόσκαιρη αναδίπλωση του χρόνου, την ανάμνηση δηλαδή. Μια παλιά, αγνή, άδολη, αυθεντική, αγάπη γίνεται το πέρασμα για τον κόσμο των «νεκρών». Και μέσα από την αποκάλυψη του ενός, γεννιέται η επιφοίτηση του άλλου. Ο σύζυγος «δίνει» τα μάτια του στην ψυχή του και αυτή του αποκαλύπτει τον θάνατο που κατοικεί μέσα του, του επιβεβαιώνει με συντριπτικό τρόπο τη φθορά της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα χιόνια, οι λέξεις, έχουν λιώσει κι ένα ατέλειωτο γκρίζο πεδίο φιλοξενεί τα ανθρώπινα επιτεύγματα-χαλάσματα. Τα λόγια του Ιρλανδού καθηλώνουν. Απόσπασμα λίγο πριν το φινάλε: Η ψυχή του είχε πλησιάσει εκείνη την περιοχή όπου κατοικούν τα απειράριθμα πλήθη των νεκρών. Είχε επίγνωση, αλλά δεν μπορούσε να συλλάβει την αλλοπρόσαλλη και τρέμουσα ύπαρξή τους. Η ίδια του η ταυτότητα έσβηνε μέσα σ’ έναν γκρίζο φαντασματικό κόσμο. Ο ίδιος στέρεος κόσμος τον οποίο αυτοί οι νεκροί είχαν πλάσει κάποτε και στον οποίο είχαν ζήσει, τώρα έφθινε και διαλυόταν.

Η υποβλητική ατμόσφαιρα, η στρωτή αφήγηση, η προετοιμασία για την έκπληξη, οι γεμάτες νοήματα φράσεις, η αμεσότητα και η ζωηράδα στους διαλόγους, η κρυστάλλινη αποτύπωση συμπεριφορών και μορφών, όλα αυτά δίδονται σε εμάς μέσα από τη λεπτοδουλεμένη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. Απέναντι στο κομψοτέχνημα του συγγραφέα, το λεπτούργημα του μεταφραστή. Και ξέρετε γιατί τα καταφέρνει ο Κυριακίδης; Γιατί αντιμετωπίζει τον Τζόις ως έναν κόσμο ξεχωριστό, μοναδικό, ολοκληρωτικό. Το αναφέρει στις ευχαριστίες του παραθέτοντας τα λόγια του Μπόρχες: «Όπως ο Σαίξπηρ, όπως ο Κεβέδο, όπωες ο Γκαίτε, όπως κανένας άλλος συγγραφέας, ο Τζόις δεν είναι τόσο ένας λογοτέχνης όσο μια ολόκληρη λογοτεχνία». Το να αποδώσεις μεταφραστικά «μια ολόκληρη λογοτεχνία» σημαίνει να αποδώσεις έναν κόσμο και αυτό ακριβώς έκανε ο Κυριακίδης. Σε αυτό συμβάλλουν σημαντικά και οι πάντα χρήσιμες σημειώσεις που προσφέρει. Μέσα απ’ αυτές ενισχύεται η κατανόηση και η απόλαυση του έργου.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις