Οι Νυχτερινές Ικεσίες του Santiago Gamboa

| 05/11/2018

Είχαμε γράψει όταν παρουσιάζαμε το βιβλίο του Σαντιάγο Γκαμπόα, «Νυχτερινές ικεσίες» ( Εκδ. Πόλις), σε μετάφραση Βασιλικής Κνήτου, πως, «τρία βασικά πρόσωπα διατρέχουν το βιβλίο: ο φοιτητής φιλοσοφίας Μανουέλ Μανρίκε, η αδελφή του -φοιτήτρια, επίσης- Χουάνα και ο πρόξενος της Κολομβίας στο Νέο Δελχί. Συχνά, στην κεντρική αφήγηση, παρεμβάλλονται κεφάλαια μιας ανώνυμης «δια-δικτυακής» περσόνας εν είδη αρχαίου χορού που σχολιάζει ή προαναγγέλλει καταστάσεις. Ο Γκαμπόα διαπλέκει τους τρεις ήρωες με μικρότερης σημασίας φιγούρες αλλά είναι, όχι τόσο οι περιπλανήσεις της τριάδας, όσο οι προσωπικές εξομολογήσεις μεταξύ τους με τις διαδρομές του καθένα που δένουν οι εικόνες ενός κόσμου πέρα από την Κολομβία και την Λατινική Αμερική».

Ο Γκαμπόα που γεννήθηκε στην Μπογκοτά αλλά σπούδασε και στην Μαδρίτη και στο Παρίσι, Ισπανική και Κουβανική λογοτεχνία, είναι πολυμεταφρασμένος, θιασώτης της «σχολής» λογοτεχνών «που επιδιώκουν να υπερβούν τα στερεότυπα που θέλει την λατινοαμερικάνικης λογοτεχνία να λειτουργεί τοπικιστικά». Μαέστρος της περιπετειώδους αφήγησης γράφει για τον Μανουέλ Μανρίκε που συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στην Μπανγκόκ για κατοχή ναρκωτικών κινδυνεύοντας να καταδικαστεί ακόμη και σε θάνατο αν δεν παραδεχθεί πως είναι ένοχος. Η αδελφή του, Χουάνα, ίσως το μόνο πρόσωπο που αγαπά και εμπιστεύεται είναι εξαφανισμένη ήδη τέσσερα χρόνια, καθώς έχει εντοπιστεί στο Τόκιο μέσα σε ένα κύκλωμα πορνείας. Ο πρόξενος της Κολομβίας που τον επισκέπτεται για την υπόθεσή του γίνεται μάρτυς της βασανισμένης ιστορίας του στην μητέρα πατρίδα και της ασφυκτικής και δολοφονικής καθημερινότητας της Μπογκοτά, την τρέλα του για τον κινηματογράφο και την λογοτεχνία και την πιεστική ανάγκη του να ξεφύγει από τον κοινωνική απόρριψη που βίωνε, όπως και πολλοί άλλοι συνομήλικοι του.

Περισσότερο  ιστορία αγάπης μεταξύ δυο αδερφών παρά αστυνομικό, οι «Νυχτερινές  Ικεσίες» αναφέρονται «σε ανθρώπους που νιώθουν πως δεν μπορούν να βρίσκονται διαρκώς στην κόψη της κάθε σύγκρουσης, δίκαιας ή άδικης, γι’ αυτό και επιλέγουν, ενίοτε, συνειδητά την θέση του ηττημένου. Να σημειώσουμε, τέλος, πως ο Κολομβιανός συγγραφέας διαπλέκει στην ιστορία του πολλή λογοτεχνία και μάλιστα τσιτάρει  διάφορα αποσπάσματα όπως πχ, του Ζαν Εσνόζ, καθώς και αρκετά κινηματογραφικά φιλμ- όλα προφανώς δικά του βιώματα». Για αυτό το εξαιρετικό βιβλίο συναντήσαμε τον Σαντιάγο Γκαμπόα στα πλαίσια του φετινού λατινοαμερικάνικου και ιβηρικού Φεστιβάλ ΛΕΑ και μιλήσαμε μαζί του.

Σε κάποια στιγμή ο βασικός ήρωας, ο Μανουέλ, δηλώνει στον Πρόξενο της Κολομβίας πως  όλη αυτή η ιστορία εξαφάνισης της αδελφής του Χουάνας, δεν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά μια ιστορία αγάπης.

-«Πιστεύω πως αυτό το έργο όπως και άλλα έργα μου αποτελούνται από πολλά είδη. Μπορεί να είναι μαύρη λογοτεχνία, ρομαντικά, πολιτικά κ.α. Παίρνω τα θέματά από την ζωή. Και η ζωή έχει πολλές διαστάσεις, τον ερωτισμό, την πολιτική, την απόλαυση, τον πόνο και η αναφορά όλων αυτών είναι το μυθιστόρημα. Για εμένα, ένα είδος είναι πολύ λίγο. Είναι καλύτερο να αναμειγνύουμε όλα αυτά γιατί ένα βιβλίο είναι σαν ένα θέατρο  καθώς όλα τα ουσιαστικά πράγματα της ζωής πρέπει να είναι πάνω σε μια παράσταση».

Γιατί έχει δημιουργηθεί ένας τόσο ισχυρός δεσμός ανάμεσα στην Χουάνα και τον αδελφό της Μανουέλ;   

-«Πάντα ήθελα να έχω μια αδελφή. Είχα έναν αδελφό. Είναι μια διαφορετική σχέση, ένας σύντροφος, ένας αντίπαλος. Είναι, επίσης, ένας άλλος που συμπληρώνει την δική σου την ζωή. Έχοντας μια αδελφή είναι μια επικοινωνία με τον υπέροχο γυναικείο κόσμο. Πάντα έψαχνα φίλους που να είχαν μεγαλύτερες αδελφές. Καθώς για εμένα ο γυναικείος κόσμος είναι ένα μυστήριο. Για τούτο πάντα πίστευα πως αληθινή αγάπη είναι εκείνη μιας αδελφής που προστατεύει τον μικρότερο αδελφό της. Ήθελα να γράψω ένα κλασικό θέμα της λογοτεχνίας. Είναι δυο άτομα τα οποία αγαπιούνται και θέλουν να είναι μαζί αλλά πολλά εμπόδια μπαίνουν ανάμεσα τους. Έγραψα αυτό το θέμα με τα δικά μου λογοτεχνικά στοιχεία, με ταξίδια, με την Κολομβία, με πολιτικά προβλήματα για να αναρωτηθώ εγώ ο ίδιος για την χώρα μου».

Ο κόσμος της αληθινής τέχνης είναι και ένας κόσμος ελευθερίας;    

-« Ναι, η τέχνη για εμένα είναι μια έκφραση ελευθερίας. Η τέχνη μεταμορφώνει τα δύσκολα και τα σκληρά πράγματα της ζωής. Ο πόλεμος, ο πόνος, ο θάνατος, μετατρέπονται μέσω της τέχνης σε γνώση και  ομορφιά. Στο έργο μου, δυο άτομα που ζουν θλιμμένες ζωές θέλουν να  το σκάσουν από ένα σπίτι που είναι ασφυκτικό από μια πόλη που αισθάνονται ότι δεν τους εκπροσωπεί από μια χώρα που τους κλαδεύει την ελευθερία. Ο τρόπος για να αισθανθούν ελεύθεροι είναι η τέχνη. Ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, η μουσική».

Η σκληρή πραγματικότητα της Κολομβίας, πληγώνει βαθιά τα συναισθήματα και τα ιδανικά της Χουάνα,  του Μανουέλ και των άλλων νέων  της χώρας;

   -«Ναι. Η Κολομβία είναι μια νέα χώρα, 200 χρόνια δημοκρατίας μόνο, είναι όμως χώρα πολύ συντηρητική και αριστοκρατική. Ο νέοι που επιθυμούν να ζήσουν άλλα πράγματα δεν αισθάνονται ότι τους αντιπροσωπεύει. Αυτοί οι νέοι μπαίνουν στην πολιτική για να αλλάξουν αυτή την κατάσταση. Αλλά παραδοσιακά στη Κολομβία, η πολιτική είναι στάσιμη, χωρίς αλλαγές. Η Κολομβία δεν είχε ποτέ μια σκληρή δικτατορία ή μια επαναστατική κυβέρνηση- όλες αυτές τις δεκαετίες παραμένει ένα συντηρητικό καθεστώς. Ενάντια σε αυτό το στάτους υπάρχουν οι αντάρτες εδώ και πενήντα χρόνια και η τεράστια διακίνηση ναρκωτικών που είναι ο μόνος, δυστυχώς, τρόπος να κινηθεί η  κοινωνία. Άνθρωποι από τα  χαμηλά στρώματα, ξαφνικά, αποκτούν εξουσία. Και αυτό δημιουργεί μια κάποια αλλαγή στην κοινωνία. Φέρνοντας πολλά προβλήματα, πολλή βία και στο τέλος η κοινωνία παραμένει στατική. Είναι μια κοινωνία που ποτέ δεν έδωσε καμία ευκαιρία σε αυτόν που ανήκει στην κάτω τάξη. Γι’ αυτό και τόση βία για να σπάσει αυτή την δομή-  από μια η  πολιτική του αντάρτικου  και από την άλλη η οικονομική των ναρκωτικών. Αυτές οι εμπειρίες γέμισαν την Κολομβία με αίμα. Τούτη τη στιγμή η διακίνηση ναρκωτικών είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα σε όλη τη Κεντρική Αμερική από την Κολομβία μέχρι το Μεξικό . Είναι διεθνές. Οι ΗΠΑ είναι ο βασικός καταναλωτής. Για τις ΗΠΑ οι υπεύθυνοι είναι οι παραγωγοί και τα θύματα οι καταναλωτές. Γιατί αυτές είναι οι καταναλωτές και οι άλλοι οι παραγωγοί. Όμως για την διακίνηση όπλων είναι το αντίθετο: ο παραγωγός δεν ευθύνεται γιατί οι ΗΠΑ είναι ο παραγωγός. Υπεύθυνος είναι αυτός που τα χρησιμοποιεί. Ούτως η ηθική είναι θέμα οικονομικό».

Είναι η Λατινοαμερικάνικη Λογοτεχνία η δημιουργική έκφραση της Ευρωπαϊκής παράδοσης της αφήγησης σε ένα άλλο εντελώς διαφορετικό γεωγραφικό έδαφος συνδυασμένη με τις ιστορίες των ιθαγενών;   

-« Αποτελεί την συνέχεια μιας Ευρωπαϊκής παράδοσης. Οι προ-ισπανικές κουλτούρες δεν είχανε γραφή. Είχαν προφορική παράδοση. Όταν έφθασε η Ισπανική κουλτούρα, αυτές των ντόπιων πολιτισμών στην αρχή κρύφτηκαν. Σε κάθε χώρα οι εμπειρίες είναι διαφορετικές. Η Κολομβία, σε αντίθεση πχ με το Μεξικό δεν έχει μεγάλο προ-ισπανικό πολιτισμό. Στην αρχή η σχέση των Ισπανών με την γηγενή κουλτούρα ήταν μέσα από την καθολική θρησκεία. Οι ιερείς μάθαιναν τις τοπικές διαλέκτους για να εκχριστιανίσουν τους ιθαγενείς. Και έφτιαξαν λεξικά- μια πολύ σημαντική δουλειά θα έλεγα. Αυτή τη στιγμή στην Κολομβία υπάρχουν 65 ζωντανές γλώσσες ιθαγενών που έχουν τις δικές τους λογοτεχνικές πορείες. Η σύμμειξη των δυο πολιτισμών είχε ως αποτέλεσμα μια λογοτεχνία διαφορετική από αυτήν της Ισπανίας. Όταν τα ισπανικά έφθασαν στην Κολομβία ξεκίνησε μια διαδικασία ενοποίησης των δυο παραδόσεων με αποτέλεσμα οι συγγραφείς να χρησιμοποιήσουν το μείγμα που προέκυψε».

Θα λέγατε πως οι  «Νυχτερινές Ικεσίες» είναι μυθιστόρημα που δεν περιορίζεται στην κοινωνία της Κολομβίας καθώς ακολουθεί κατά κάποιον τρόπο την παράδοση του- παλιού- περιπετειώδους μυθιστορήματος;

-«Το έργο έχει ένα στοιχείο ταξιδιού και περιπέτειας, αλλά είναι μια εσωτερική περιπέτεια γιατί οι χαρακτήρες δεν ζουν τον εξωτερικό κόσμο αλλά αυτό που αισθάνονται μέσα τους. Η Χουάνα και ο αδελφός ο Μανουέλ πηγαίνουν στην Ασία αλλά εσωτερικά δεν βρίσκονται εκεί. Ο ένας ψάχνει τον άλλον. Ο γεωγραφικός χώρος είναι η σκηνή όπου ψάχνουν να βρούνε την προσωπικότητα τους. Γι’ αυτό και ο τίτλος, «Νυχτερινές Ικεσίες». Αισθάνονται μόνοι και η ικεσία είναι η επικοινωνία μεταξύ τους ενώ δεν βρίσκονται ποτέ μαζί. Και εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε τον τραγικό χαρακτήρα του έργου. Νυχτερινές ικεσίες διότι η νύχτα είναι το πιο βαθύ σημείο της απομόνωσης- την νύχτα είσαι μόνος σου με αυτό που έχεις μέσα σου. Ο πόνος και η λύπη είναι πιο δυνατοί. Στα νοσοκομεία δίνουν χάπια για τον πόνο. Όταν είσαι ερωτευμένος, ο έρωτας είναι πιο δυνατός το βράδυ γιατί υπάρχει μια σιωπή στον κόσμο- όταν είναι κάποιος μόνος του με αυτά που έχει μέσα του».

Τα κεφάλαια που παρεμβαίνουν στην ροή της αφήγησης με τους μονόλογους μια διαδικτυακής λειτουργούν ίσως ως χορωδία στις διάφορες φάσεις της κεντρικής ιστορίας;  

-«Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στην Ελλάδα το είδαν με αυτή την προοπτική. Η βασική ιδέα του διαδικτυακής προσωπικότητας είναι να λειτουργήσει όπως ο χορός στην αρχαία τραγωδία. Είναι σαν μια ανεξάρτητη φωνή που σχολιάζει κάποια θέματα της κεντρικής ιστορίας αλλά με τον δικό της τρόπο καθώς υπογραμμίζει μερικά κομβικά σημεία της».

Υπάρχουν πέντε πρωτεύουσες σκιαγραφούνται- Μπογκοτά, Νέο Δελχί, Τόκιο, Μπανγκόγκ, Τεχεράνη. Θα λέγατε πως οι «Νυχτερινές Ικεσίες» είναι ένα κοσμοπολίτικο λογοτεχνικό έργο, εντελώς διαφορετικό από τον συνήθη καλώς εννοούμενο τοπικισμό των λατινοαμερικάνων συγγραφέων;       

-«Στην παράδοση της νοτιοαμερικάνικης λογοτεχνίας φαίνεται πως ο συγγραφέας έχει την υποχρέωση να μιλήσει για την ιδιαίτερα πατρίδα του. Ανήκω στην λατινοαμερικάνικη παράδοση αλλά η πατρίδα μου είναι η βιβλιοθήκη μου. Και η βιβλιοθήκη είναι ο κόσμος. Η ελευθερία  να μιλήσω για οποιαδήποτε πόλη στον πλανήτη μου το δίδουν δυο πολιτιστικές εμπειρίες: η βιβλιοθήκη και το ταξίδι. Στο γραφείο μου έχω την υδρόγειο σφαίρα και εκεί έχω ζήσει πολύ βαθιά πράγματα σε μέρη τα οποία δεν γνωρίζω ή έχω πάει για τρεις ημέρες. Είναι το ίδιο σημαντικά όπως η πόλη που γεννήθηκα».

Η Χουάνα εγκαταλείπει την πατρίδα της εξ’ αιτίας της πολιτικής του Προέδρου της Κολομβίας Ουρίμπε που υποσχέθηκε- προεκλογικά- περισσότερους νεκρούς για τον τερματισμό του εμφύλιου με τους αντάρτες. Πως βλέπετε την εφαρμογή της ειρήνης με τον προηγούμενο Πρόεδρο Σάντος;        

-«Πιστεύω πως είναι το πιο σημαντικό γεγονός του τελευταίου αιώνα. Γιατί είναι η μοναδική ευκαιρία που έχει η χώρα για να αλλάξει. Είναι, σχεδόν,  η δεύτερη ανεξαρτησία. Γιατί η ειρηνευτική διαδικασία δεν είναι μόνο μεταξύ δυο μαχόμενων δυνάμεων, είναι  υπόθεση ολόκληρης της κοινωνίας. Μια υπόθεση για τον κόσμο για την κοινωνική δικαιοσύνη. Με ευκαιρίες για όλους, για την εκπαίδευση, με διανομής της γης – μια υπόθεση προοδευτική. Γι’ αυτοί και οι Δεξιά είναι εναντίον της. Ο Ουρίμπε είναι αυτούς που αντιπροσωπεύει την Δεξιά στην Κολομβία διατείνεται πως η ειρηνευτική διαδικασία είναι μια προσπάθεια να παραδοθεί η χώρα στους αντάρτες. Αυτό, φυσικά, είναι ψέμα, διότι για πρώτη  φορά η κοινωνία στην Κολομβία,  επιτέλους,  έχει την ευκαιρία  να αναπτυχθεί  και  να αλλάξει καθώς είναι η τρίτη χώρα, σχετικά με το μέγεθος, με χάσμα ανισότητας  στον κόσμο!  Λίγοι, πολύ πλούσιοι- πολλοί εξαιρετικά φτωχοί. Χάρη στον Σάντος που δεν είναι αριστερός πολιτικός.  Έρχεται από το κέντρο και ανήκει στην αριστοκρατία. Αλλά ως εκ θαύματος έκανε το πιο σημαντικό πράγμα στην χώρα».

Υπάρχουν καταγγελίες κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας ότι δεν τηρούνται οι όροι της συμφωνίας, πχ, η διανομή της γης, η διατήρηση των παραστρατιωτικών κ.α. 

-«Υπάρχει ακόμη μια μικρότερη αντάρτικη ομάδα που ονομάζεται ΕLN και συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις. Οι FARC ήταν το κυρίαρχο αντάρτικο με 30.000 ένοπλους- άνδρες και γυναίκες- αυτή είναι η μεγάλη αλλαγή. Η διαδικασία της ειρήνης είναι πολύ δύσκολη διότι οι αντάρτες είναι αγρότες και πρέπει να δουλέψουν την γη. Η κυβέρνηση θέλει να τους δώσει γη αλλά αντιδρούν οι μεγάλοι ιδιοκτήτες. Είναι  με την μεριά του Ουρίμπε. Είναι ένας συνεχής πολιτικός αγώνας. Ο πόλεμος στην Κολομβία τα τελευταία πενήντα χρόνια ήταν ένας πόλεμος ανάμεσα στα παιδιά των αγροτών, τα παιδιά των αφροαμερικάνων και των ιθαγενών. Διότι οι στρατιώτες, οι αντάρτες και οι παραστρατιωτικοί είναι τα παιδιά των φτωχών που δεν θέλουν πόλεμο. Αυτοί που το επιζητούν είναι οι πλούσιοι των οποίων τα παιδιά δεν είναι στον πόλεμο.»

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.