Οι Νύφες του Δράκουλα: Νουρ- Το φως και το σκοτάδι στις (δευτερ) αγωνίστριες
Είναι αλήθεια πως είναι πολύ δύσκολο να πει κανείς πλέον κάτι για τον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ. Ένα έργο σταθμός για την σύγχρονη λογοτεχνία γενικά, στέκει ακόμα και σήμερα, 121 χρόνια μετά την έκδοση του στην αρχή μιας μακράς λογοτεχνικής παράδοσης για τους Βασιλιάδες των Παρεκκλίσεων από τους φυσικούς νόμους. Μπορεί οι μύθοι για τους βρυκόλακες να υπήρχαν και πριν, ωστόσο ήταν ο Στόκερ που τους έδωσε την μορφή με την οποία έφτασαν στις μέρες μας μέχρι σήμερα, και στην οποία βασίστηκαν αργότερα τόσοι και τόσοι δημιουργοί, σε όλες τις τέχνες.
Θα έλεγε κανείς οτι τόσα χρόνια μετά, οι βρυκόλακες θα έπρεπε να είχαν προχωρήσει. Και, σε μεγάλο βαθμό, το έκαναν. Αλλά πάντα η επανεφεύρεση των πηγών ασκεί μια τεράστια γοητεία στους δημιουργούς και το κοινό. Ειδικά όταν έτσι πέφτει φως σε άτομα, μέρη και ιστορίες που ποτέ πριν δεν είχαμε φανταστεί αλλά πάντα τριγυρνούσαν στο πίσω μέρος του μυαλού μας, σαν άμορφες απορίες. Μια τέτοια πτυχή του μύθου έρχεται σήμερα, στα δεδομένα της ελληνικής κόμικ σκηνής, να λύσουν ο Αβράαμ Κάουα και ο Γιάννης Ρουμπούλιας με το νέο τους πόνημα «Οι Νύφες του Δράκουλα» (εκδόσεις Jemma Press), μια (ελπίζουμε) τριλογία αφιερωμένη στις Νύφες του Βλάντ του Παλουκωτή, οι οποίες στο αρχικό έργο δεν εμφανίζονται παρά σε ελάχιστα μέρη.
Και όμως, αυτά τα όντα κάποτε ήταν άνθρωποι με θέλω, επιδιώξεις και ελπίδες. Με φόβους, μίση και απογοητεύσεις. Στο πρώτο βιβλίο λοιπόν βυθιζόμαστε στην ιστορία της πρώτης Νύφης, της Νουρ (φως στα Αιγυπτιακά), μιας σκλάβας σε ένα χαρέμι στην Κωσταντινούπολη. Η Νουρ αντάλλαξε μια ζωή στο φως με μια άλλη, πέρα από τα όρια του θανάτου και της τρέλας, και, κοιτώντας το πως έφτασε εκεί, δεν μπορούμε να πούμε πως την αδικούμε. O Κάουα φτιάχνει με μια εικόνα μόνο μια ολόκληρη ιστορία με βάθος και χαρακτήρες προσεγμένους, προσεγγίσιμους. Το κυριότερο όμως είναι οτι, αναγνωρίζοντας την ιστορικότητα των χαρακτήρων, δεν τους κάνει πιόνια σε μια κοινότυπη ιστορία εκδίκησης ή εντυπωσιασμού. Οι Νύφες δεν είναι μια ευκαιρία να ξαναδούμε τον Δράκουλα. Η Νουρ είναι πρωταγωνίστρια σε όλα. Από το ψυχολογικό προφίλ, μέχρι την στιγμή της εναντίωσης/ ενηλικίωσης. Οι επιλογές της είναι δικές της και το σενάριο μας οδηγεί σε αυτές χωρίς άλματα, βιασύνες ή εφηβικό ενθουσιασμό. Καταλαβαίνουμε πως μια γυναίκα που επί χρόνια βιώνε την χειρότερη καταπίεση μπορεί να επιλέγει ελεύθερα τον θάνατο (και τελικά την προσωοποποίηση του). Καταλαβαίνουμε γιατί τελικά ξεσηκώνεται και σηκώνει τα όπλα απέναντι σε μια ολόκληρη κοινωνία που την έστειλε στα μεταξένια αλλά πολύ πραγματικά κάτεργα. Η άρνηση όλων των ανθρώπων που γνώρισε και ο εναγκαλισμός της νύχτας μας δίνεται με λογική, ευαισθησία και κατανόηση. Μακριά από εύκολες και παιδιαρίστικες λογικές της αδύναμης γυναίκας που παρασύρεται από τον γοητευτικό ξένο, η Νουρ με το γιαταγάνι στο χέρι μαθαίνει να ορίζει την μοίρα της- και να δέχεται τις συνέπειες των επιλογών της.
Όσον αφορά το σχέδιο, παραμένει ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της έκδοσης. Ο Γιάννης Ρουμπούλιας αφήνει λίγο στην άκρη το γνωστό, έντονα σωματικό στυλ του και μας δίνει μια καλοακονισμένη σκοτεινή ατμόσφαιρα, έντονα επηρεασμένη από πιο παραδοσιακές απεικονίσεις του Δράκουλα. Οι έντονες γραμμές και σκιάσεις δίνουν έμφαση στα πρόσωπα, τα οποία πολύ συχνά γεμίζουν εντελώς τα ακανόνιστα καρέ, ως κοντινά στους χαρακτήρες. Το μαύρο, σε όλες του τις αποχρώσεις, κυριαρχεί, ενώ οι αντιθέσεις μεταξύ των τονών Η βία και το αίμα ενώ υπάρχουν σε αφθονία, θα ήταν λάθος να καθορίσουν τον τόνο του έργου και, σε μεγάλο βαθμό, αυτό αποφεύγεται, δίνοντας έμφαση σε πάλεις και στοιχεία εσωτερικά. Ταυτοχρονα, το ερωτικό στοιχείο, εφόσον μάλιστα μιλάμε για γάμους, είναι ιδιαίτερα έντονο τόσο εκφραστικά όσο και σχεδιαστικά στους χαρακτήρες, πολύ περισσότερο στους γυναικείους, πράγμα που ενώ σαν επιλογή δικαιολογείται, θα μπορούσε να ακολουθήσει τον δρόμο του υπόλοιπου έργου.
Σε κάθε περίπτωση, οι Νύφες ήταν μια πολύ ιδιαίτερη και ευχάριστη έκπληξη που θα θέλαμε να συνεχιστεί.