Οι πόλεμοι του Οπίου
Η δεύτερη φάση της σύγκρουσης Μεγάλης Βρετανίας και Δύσης με την Κίνα (1856 - 1860)
Ο Κλαούζεβιτς έγραψε: Ο πόλεμος είναι ένα είδος διπλωματίας (ή η συνέχιση της πολιτικής) με άλλα μέσα. Εάν ο Πρώσος θεωρητικός του πολέμου είχε μελετήσει τους Πολέμους του Οπίου που διεξήγαγε η Μεγάλη Βρετανία και η Δύση εναντίον της Κίνας, ίσως να είχε προσθέσει ότι ο καταναγκασμός στη χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι μία εναλλακτική μορφή άσκησης πολιτικής, και σε πολλές περιπτώσεις, πιο αποτελεσματική από τον πόλεμο.
Οι δύο πόλεμοι, του 1839 – 1842 και του 1856 – 1860, και οι δύο γνωστοί ως οι Πόλεμοι του Οπίου, οι οποίοι ενέπλεξαν τη Βρετανική, και αργότερα τη Γαλλική Αυτοκρατορία (αλλά και τις ΗΠΑ και τη Ρωσία), σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Αυτοκρατορίας των Τσινγκ (Qing), έχουν, σήμερα, σκόπιμα ξεχαστεί ή εντελώς αγνοηθεί από τη Δύση. Αλλά για τους Κινέζους και τον υπόλοιπο κόσμο, οι συγκρούσεις αυτές εξακολουθούν να είναι ενοχλητικά σύμβολα του Δυτικού ιμπεριαλισμού, με επιπτώσεις που κρυφοκαίνε μέχρι σήμερα. Οι συγκρούσεις παραμένουν ενοχλητικά σύμβολα μιας πολιτικής της Δύσης προς την Ανατολή που διήρκεσε αιώνες. Προηγούμενα βιβλία με θέμα αυτές τις συγκρούσεις που εκδόθηκαν στη Δύση, φαίνονται να είναι φιλτραρισμένα μέσα από απόψεις ευρωκεντρικών ιστορικών, που υποβιβάζουν ή αγνοούν σημαντικά θέματα αυτών των πολέμων, οι οποίοι έληξαν νομιμοποιώντας ένα καταστροφικό ναρκωτικό και επιτρέποντας στις Δυτικές δυνάμεις να επιβάλουν μία αποικιοκρατικού τύπου κυριαρχία πάνω σε έναν προηγμένο πολιτισμό.
Παρ’ όλα αυτά, όταν οι Πόλεμοι του Οπίου διεξάγονταν πριν από ενάμισι αιώνα περίπου, τα κίνητρά τους φαίνονταν σε αξιοσημείωτο βαθμό σύγχρονα. Μολονότι το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών είναι το κεντρικό διακύβευμα του πολέμου, πρόκειται για την εξιστόρηση μιας πολιτισμικής σύγκρουσης, σύγκρουσης δύο κόσμων, ο καθένας από τους οποίους ήταν απόλυτα πεπεισμένος για τη δική του ανωτερότητα. Τα διακυβευόμενα συμφέροντα ήταν μεγάλα και, πέρα από τα καθαρά οικονομικά ή μάλλον κερδοσκοπικά, αναφέρονταν σε βασικά ηθικά, δεοντολογικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Οι αιτίες της σύγκρουσης έχουν τις ρίζες τους σε τρεις αλληλένδετες παραμέτρους. Πρώτον, στην πεποίθηση της Κίνας, που βασιζόταν στην ιστορική μνήμη σχεδόν τεσσάρων χιλιάδων ετών, ότι εκπροσωπούσε το αποκορύφωμα του πολιτισμού στον πλανήτη και την άποψη ότι όλα τα άλλα έθνη αποτελούνταν από βαρβάρους, οι οποίοι δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως ίσοι, αλλά ως “κομιστές φόρου υποτέλειας”. Δεύτερον, στο ότι η Κίνα θα έπρεπε να διατηρεί το μονοπώλιο στην παραγωγή τσαγιού (και σε λιγότερο βαθμό άλλων προϊόντων πολυτελείας όπως το μετάξι και η πορσελάνη), σε συνδυασμό με την ακλόνητη άποψη ότι η πληρωμή τέτοιων αγαθών δε θα έπρεπε να γίνεται παρά μόνο σε ράβδους αργύρου. Και, τρίτον, στην ανάδειξη της Βρετανίας ως πρώτης βιομηχανικής δύναμης στον κόσμο, μαζί με την εξίσου αυξανόμενη πεποίθηση της για την ηθική, δεοντολογική και υλιστική υπεροχή του χριστιανικού πολιτισμού της, και στην απόφαση της να επιβάλλει τα συμφέροντα της σε ολόκληρες περιοχές και σε ολόκληρους λαους, ακόμη και εάν αυτό σήμαινε την παροχή από μέρους της, σε εκατομμύρια ανθρώπους, ενός καταστροφικού ναρκωτικού.
Το όπιο εισήχθη στην Κίνα επάνω στην πλάτη μιας καμήλας, εγραψε κάποιος ιστορικός, και κατέληξε να τσακίσει τη ραχοκοκκαλιά ενός ολόκληρου έθνους.1
Ο δεύτερος Πόλεμος του Οπίου
Μετά το τέλος του Πρώτου Πολέμου του Οπίου (1839 – 1842) και την ήττα των Κινέζων, η Συνθήκη του Νανκίν, που συντάχθηκε καθ’ υπαγόρευση των Βρετανών, προκάλεσε τελικά περισσότερα προβλήματα από αυτά που επέλυσε. Η Κίνα αγανακτούσε με τους ταπεινωτικούς όρους της συμφωνίας, οι οποίοι παραχωρούσαν συμβολικές και πρακτικές μορφές κυριαρχίας στους Βρετανούς. Εντούτοις, αυτή η αγανάκτηση σιγόβραζε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά η οργή των Κινέζων ξεχείλισε και ξέσπασε σε πράξεις καθαρής βίας το 1856, δεκατέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης.2
Το 1856, έγιναν ενέργειες για να μετατραπεί η κυβέρνηση των Μαντσού σε ένα εντελώς πειθήνιο όργανο, εξαναγκάζοντάς την όχι μόνο σε παραχωρήσεις αλλά σε πλήρη υποδούλωση. Επιδιώκοντας την επέκταση των κερδών της από τις συνθήκες του 1842 – 1843, ύστερα από τον Πόλεμο του Οπίου, που έπρεπε να υποβληθούν σε αναθεώρηση έπειτα από 12 χρόνια, και χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την κατάληψη από τις κινεζικές αρχές ενός κινέζικου πλοιαρίου φορτωμένου με όπιο, που έφερε όμως τη βρετανική σημαία, η Βρετανία, ακολουθούμενη αργότερα και από τη Γαλλία, κήρυξε εκ νέου τον πόλεμο κατά τις Κίνας. Έτσι ξεκίνησε ο δεύτερος Πόλεμος του Οπίου.3
Οι Βρετανοί όμως, κατά τη διεξαγωγή της νέας σύρραξης, προσέκρουσαν σε ένα σοβαρό εμπόδιο. Σύμφωνα με τα σχέδιά τους, τον πόλεμο επρόκειτο να τον διεξάγουν, σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό, από ό,τι τον πρώτο Πόλεμο του Οπίου, με Ινδικά αποικιακά στρατεύματα.
Ακριβώς όμως εκείνη την εποχή, ο Ινδικός στρατός, το όργανο που με προσοχή ετοίμασε η Μεγάλη Βρετανία με στόχο την παγκόσμια αυτοκρατορία, επαναστάτησε κατά των αποικιοκρατών κυρίων του, κατά τη μεγάλη Εθνική Εξέγερση του 1857, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο καθυστέρηση στις επιχείρησεις κατά τις Κίνας. Πάντως μετά την καταστολή της “Ινδικής Ανταρσίας”, οι Βρετανοί μπόρεσαν να στείλουν στην Κίνα μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, εξοπλισμένων με όπλα που συγκέντρωσαν στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου στην Ευρώπη, που είχε μόλις τελειώσει, και επίσης έστειλαν πίσω στην Κίνα το στόλο, που μόλις είχε μετατραπεί σε ατμοκίνητο. Μπόρεσαν επίσης να φορτώσουν όλα τα έξοδα των εχθροπραξιών στην Κίνα, στο Αφγανιστάν και στην Περσία, που έγιναν την ίδια περίοδο, στο δημόσιο χρέος της υποδουλωμένης Ινδίας. Και με αυτόν τόν τρόπο, οι συνέπειες μίας πολεμικής σύρραξης σε μία χώρα της Ασίας, ήταν οδυνηρές για πολλές ακόμα.
Το 1857 βομβαρδίστηκε η Καντόνα, η οποία καταλήφθηκε το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Τα αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν, το 1858, στην Τιεντσίν, ογδόντα μόλις μίλια από το Πεκίνο. Για άλλη μία φορά οι Μαντσού υποχώρησαν. Με τις συνθήκες του Τιεντσίν, το 1858, παραχώρησαν: 1) τεράστια πολεμική αποζημίωση, 2) το δικαίωμα στους ξένους να μπαίνουν στο Πεκίνο, 3) άμεση νομιμοποίηση του οπίου όσο και της δραστηριότητας των ιεραποστόλων, 4) το άνοιγμα πολλών νέων λιμανιών σε εγκαταστάσεις κάτω από ξένη διοίκηση, 5) τη διαιώνιση του ξένου ελέγχου πάνω στα τελωνεία και τα τιμολόγια. Επίσης, η δυναστεία των Μαντσού συμφώνησε στην εξαγωγή Κινέζικων εργατικών χεριών με συμβόλαια, νομιμοποιώντας, με αυτόν τον τρόπο, το ατιμωτικό “εμπόριο των κούληδων”. Το άρθρο 5 της Συνθήκης του 1858 μεταξύ άλλων ανέφερε:
…ο Αυτοκράτορας της Κίνας με διάταγμα του θα διατάξει τις ανώτερες αρχές κάθε επαρχίας να διακηρύξουν…πως οι Κινέζοι που διαλέγουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις Βρετανικές αποικίες, ή σε άλλα μέρη πέρα από τη θάλασσα, έχουν την πλήρη ελευθερία να συνάπτουν συμβόλαια με Βρετανούς υπηκόους για τον σκοπό αυτό…
Η “πλήρης ελευθερία” στην πραγματικότητα ήταν για τους εμπόρους των σκλάβων, που έτσι νομιμοποιούσαν τις απαγωγές τους. Τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1859, ο Βρετανός Πρόξενος στην Καντόνα, ανέφερε τους συχνούς φόνους των δουλεμπόρων των κούληδων, κάτι που αποδείκνυε την αντίθεση του Κινέζικου λαού και προσέθετε:
…όταν κανένας δεν μπορεί να βγεί από το σπίτι του, ακόμα και σε μεγάλους δημόσιους δρόμους και μέρα μεσημέρι, χωρίς να διατρέξει τον κίνδυνο της βιαστικής απαγωγής, με το πρόσχημα του χρέους ή του απλήρωτου φόρου, και να οδηγηθεί… για να πουληθεί στους προμηθευτές κούληδων με τόσα λεφτά το κεφάλι, ή ακόμα να οδηγηθεί στη θάλασσα για να μην ξανακουστεί τίποτα πια για αυτόν, όλα αυτά έκαναν ολόκληρο τον πληθυσμό της πόλης και των γειτονικών περιφερειών να κατέχεται από το αίσθημα του κοινού κινδύνου.
(Αναφέρεται από τον Μακναίρ Χ.Φ. “Σύγχρονη Κινέζικη Ιστορία-Διαλεχτά αποσπάσματα, Σαγκάη 1927, σελ. 409-411).
Η θεραπεία, πάντως, που εφαρμόστηκε από τους αποικιοκράτες, δεν ήταν να σταματήσουν το εμπόριο, αλλά να προσπαθήσουν να “ναρκώσουν” το δημόσιο αίσθημα. Δημιουργήθηκε ένα εποπτευόμενο “Σπίτι Μετανάστευσης” και ο Ηarry Parks, ένας άλλος Βρετανός αξιωματικός, έγραφε σχετικά τονίζοντας περισσότερο εκείνο που αυτός νόμιζε σπουδαιότερο:
Tρέφω την ελπίδα πως το σύστημα θα αποδειχθεί τόσο φθηνότερο από την απαγωγή των ανθρώπων, ώστε και εκείνοι ακόμα οι ξένοι που δεν το υιοθετούν, κινούμενοι από ελατήρια ηθικής, θα το κάνουν για λόγους οικονομίας.
(και αυτό το απόσπασμα προέρχεται από το έργο του Χ.Φ. Μακναίρ)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από το ότι αξίωσαν όλα τα δικαιώματα που είχαν παραχωρηθεί στη Βρετανία με τη Συνθήκη του 1858, αργότερα διαπραγματεύθηκαν και μερικές ειδικότερες συμπληρωματικές παραγράφους. Καθιέρωναν τη μεταφορά, στο εξωτερικό, των “κούληδων”, ξεκινώντας από το “συμφυές και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του ανθρώπου να αλλάζει σπίτι και πίστη”.4 Από το 1860 έως το 1870, οι Κινέζοι αποτελούσαν κιόλας τα εννέα δέκατα των εργατών, που κατασκεύαζαν σιδηροδρόμους στις πολιτείες της ακτής του Ειρηνικού των Ηνωμένων Πολιτειών. Αργότερα, κυνηγημένοι από τις φυλετικές διακρίσεις, τις διώξεις και τα συχνά λυντσαρίσματα5, κατέφυγαν σε δουλειές σε πλυντήρια και εστιατόρια, που κατέχουν μέχρι και σήμερα. Και αφού δεν χρειάζονταν πια, μια και η σκληρότερη σωματική δουλειά για το άνοιγμα του δρόμου προς την Αμερικανική Δύση είχε γίνει, από το 1882 απαγορεύεται ολοκληρωτικά η μετανάστευση Κινέζων προς τη χώρα, ενώ ποτέ δεν απέκτησαν την υπηκοότητα του Αμερικανού πολίτη, καθώς, στην πραγματικότητα αρνήθηκαν να τους πολιτογραφήσουν από το 1849, όταν πρωτοπήγαν στην Καλιφόρνια.
Η τσαρική Ρωσία, που δεν είχε πάρει μέρος στο δεύτερο Πόλεμο του Οπίου, αλλά είχε ήδη αρχίσει την επιθετική της δραστηριότητα στη Μαντζουρία, στη βορειοανατολική Κίνα, και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που δεν είχαν κηρύξει τον πόλεμο, αλλά πήραν μέρος στις εχθροπραξίες κατά της Κίνας, εξασφάλισαν τα προνόμια των παραχωρήσεων, τα οποία αποσπάστηκαν από την τελευταία μέσω της παραγράφου του “μάλλον ευνοούμενου έθνους”. Ο Ρώσος πρεσβευτής Πουτιάτιν, που πήγε το 1857 στο Τιεντσίν, και τον επόμενο χρόνο στη Σαγκάη, ζήτησε το δικαίωμα να διεξάγη η χώρα του εμπόριο στα λιμάνια της Κίνας. Και όταν η Κίνα απέρριψε την αίτηση της, συμμάχησε με τους Δυτικούς.6
Το 1860, επειδή η Κινέζικη Αυλή, από φόβο προς τη λαϊκή οργή, είχε καθυστερήσει την επικύρωση των συνθηκών, η Βρετανία και η Γαλλία επανέλαβαν τις εχθροπραξίες. Παρά την ισχυρή τους άμυνα, τα φρούρια Τακού, που φύλαγαν το Πεκίνο από τη θάλασσα, καταλήφθηκαν τελικά και καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Οι αγγλικές και γαλλικές δυνάμεις, στη συνέχεια, κατέλαβαν την ίδια την πρωτεύουσα, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα Θερινά Ανάκτορα του Γιουάν Μιγκ Γιουάν, ένα από τα μεγαλύτερα θησαυροφυλάκια της παγκόσμιας τέχνης, ένα ασυγχώρητο έγκλημα κατά του ίδιου του πολιτισμού, και προβαίνοντας σε πολλές βιαιοπραγίες κατά του πληθυσμού.
Οι Συνθήκες του Τιεντσίν, που επιβλήθηκαν στην Αυλή των Μαντσού, ήταν ένα αρκετά πολύτιμο κεφάλαιο, ώστε να μην το εγκαταλείπουν οι ξένες δυνάμεις. Τα προνόμια που απολάμβαναν, φαίνονταν πολύ μεγαλύτερα από τα κέρδη ενός εντεινόμενου και με ίσους όρους εμπορίου, που μπορούσαν να περιμένουν αν νικούσαν οι Ταϊπίνγκ. Εξ άλλου οι Μαντσού δεν είχαν παραδώσει την χώρα στους Δυτικούς για το τίποτα. Στο άρθρο 10 της Συνθήκης τους με τη Βρετανία, είχαν προσθέσει την επιφύλαξή τους πως η παραχώρηση, που επέτρεπε στα βρετανικά πλοία να πλέουν στον ποταμό Γιαγκτσέ, θα έμπαινε σε λειτουργία μόνο όταν “θα αποκαθίστατο η ειρήνη” στην περιοχή που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Ταϊπίνγκ. Η συνθήκη με τη Γαλλία υποσχόταν να ανοίξει το Νανκίν στους ξένους μόλις αυτό ανακαταλαμβανόταν.7
Οι Δυτικοί προτιμούσαν να στηρίζουν τη δυναστεία των Μαντσού παρά να την ανατρέψουν, γιατί το τελευταίο ή θα έφερνε στην εξουσία ένα μαχητικό εθνικιστικό επαναστατικό καθεστώς ή, πράγμα πιθανότερο, θα προκαλούσε αναρχία και θα δημιουργούσε ένα πολιτικό κενό, το οποίο η Δύση ήταν απρόθυμη να καλύψει. Η αρχική συμπάθεια μερικών ξένων για τα φαινομενικά χριστιανικά στοιχεία της ιδεολογίας των Ταϊπίνγκ γρήγορα εξανεμίστηκε. Από την άλλη μεριά, η κινέζικη αυτοκρατορία συνήλθε από την κρίση που προκάλεσε η εξέγερση των Ταϊπίνγκ χάρη σε ένα συνδυασμό παραχωρήσεων προς τη Δύση, επιστροφής στο συντηρητισμό και μίας μοιραίας διάβρωσης της εξουσίας της. Οι πραγματικοί νικητές στην Κίνα ήταν οι παλιοί γραφειοκράτες λόγιοι. Αντιμέτωπες με ένα θανάσιμο κίνδυνο, η δυναστεία των Μαντσού και η αριστοκρατία προσέγγισαν την κινέζικη γραφειοκρατική ελίτ, εκχωρώντας της ένα μεγάλο μέρος από την αλλοτινή εξουσία τους. Οι ικανότεροι ανάμεσα στους λόγιους κρατικούς λειτουργούς, άνθρωποι όπως ο Λι Χουνγκ Τσανγκ (1823-1901), είχαν σώσει την αυτοκρατορία, τη στιγμή που το Πεκίνο ήταν ανήμπορο, συγκροτώντας επαρχιακούς στρατούς με βάση τους πόρους των επαρχιών. Με αυτόν τον τρόπο προανήγγειλαν τον μεταγενέστερο κατακερματισμό της Κίνας σε ένα συνοθύλευμα από περιοχές που τις κυβερνούσαν ανεξάρτητοι “πολέμαρχοι”. Στο εξής, η μεγάλη και αρχαία αυτοκρατορία της Κίνας θα ζούσε με πίστωση χρόνου.8
Σημειώσεις:
1. W. TRAVIS HANES III, Ph.D. & FRANK SANELLO, Οι Πόλεμοι του Οπίου: Η εξάρτηση μιας Αυτοκρατορίας και η διαφθορά μιας άλλης, σελ. 15-17.
2. Ο.π., σελ. 225.
3. Ο.π., σελ. 29-31.
4. Πολλοί συγγραφείς των Ηνωμένων Πολιτειών επιχείρησαν να καταδείξουν ότι οι Κινέζοι εργάτες που είχαν φτάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν έρθει με τη θέληση τους και όχι λόγω του “εμπορίου των Χοίρων”.
5. “Το 1855, δολοφονήθηκαν 32 Κινέζοι στην Καλιφόρνια”, αναφέρεται σε μία στατιστική των Η.Π.Α., “…το 1862, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στους 88”.
6. TSIEN PO-TSAN, CHAO SIUN-TCHENG & HOU HOUA, Γενική Ιστορία της Κίνας,Τόμος Α’, σελ. 130.
7. Ι. EPSTEIN, Από τον Πόλεμο του Οπίου στην Απελευθέρωση, σελ. 31-35.
8. E.J. HOBSBAWM, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, σελ. 201.