«Πέθαναν όλοι. Έμεινε μόνο η Τάνια»...

Πριν από 75 χρόνια, ένα 14χρονο κορίτσι, έγραψε την τελευταία φράση στην εμβληματικότερη ιστορία του πολιορκημένου Λένινγκραντ

| 01/06/2017

«Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία./ Γυμνοί οι νεκροί στον άνεμο και το γερτό φεγγάρι/ Με τον άνθρωπο θα σμίξουνֹ (…) Αν κι εραστές χαμένοι αυτοί, δεν θα χαθεί η αγάπηֹ/ Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.»

Ντίλαν Τόμας

Στις 8 Σεπτέμβρη του 1941, μία ναζιστική στρατιά που ξεπερνούσε τους 730.000 στρατιώτες και αξιωματικούς, υπερεξοπλισμένη, υποβοηθούμενη από αεροπορία και ναυτικό, περικυκλώνει το Λένινγκραντ, ξεκινώντας μια πολιορκία που θα εξελισσόταν σε ένα από τα συγκλονιστικότερα και ηρωικότερα έπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Αυτή η πανέμορφη πόλη – μουσείο, η «ψυχή» του ρωσικού λαού, το πολιτισμικό του κέντρο, η «Βενετία του Βορρά», χτισμένη στον φινλανδικό κόλπο από τον τσάρο Πέτρο, στις όχθες και τα άπειρα μικρά νησιά του ποταμού Νέβα, με σκοπό να γίνει το «παράθυρο της Ρωσίας στην Ευρώπη», αποτέλεσε την πρωτεύουσα της ρωσικής αυτοκρατίας, αλλά και της Επανάστασης του Οχτώβρη το 1917. Αποτελώντας έτσι, για πάντα, το «μαιευτήριο» του καινούργιου κόσμου που θα αναδυθεί από το τσάκισμα της ταξικής εκμετάλλευσης.

Το ναζιστικό σχέδιο της επίθεσης στην Σοβιετική Ενωση που υπέγραψε ο Χίτλερ στις 18 Δεκέμβρη του 1940, διάσημο με την κωδική του ονομασία «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα», βασισμένο στην τακτική του «blitzkrieg» («μπρίτσκριγκ»), δηλαδή του «κεραυνοβόλου πολέμου», η οποία μέχρι τότε είχε εφαρμοσθεί με επιτυχία από τον φασιστικό στρατό στην έναρξη του πολέμου, προέβλεπε εισβολή με τρεις ομάδες στρατιών, την «Βόρεια», προς το Λένινγκραντ, του «Κέντρου», προς την Μόσχα και την «Νότια», προς το Κίεβο. Η κατάληψη της Μόσχας προβλεπόταν να γίνει μετά από την κατάληψη του Λένινγκραντ και της Κρονστάνδης. Μάλιστα, η αυτοπεποίθηση του Χίτλερ ήταν τόσο μεγάλη, που στις 11 Ιούνη του 1941, προσδιόριζε την «νικηφόρα εκστρατεία στην Ανατολή» έως τα τέλη του Φθινοπώρου εκείνης της χρονιάς.

Ως γνωστόν, αυτή η ναζιστική αυτοπεποίθηση, έμελλε να ζήσει εξαιρετικά δύσκολες στιγμές πριν εξαφανιστεί εντελώς…

Για πρώτη φορά το «blitzkrieg» δεν πέτυχε. Κατέλαβε το Κίεβο, αλλά τσακίστηκε στην Μάχη της Μόσχας και στο Λένινγκραντ. Οι ναζί, αποτυγχάνοντας να καταλάβουν την πόλη του Λένιν, την απέκλεισαν και την πολιόρκησαν, έως και τις 27 Ιανουαρίου του 1944, οπότε και εκδιώχθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό.

RIAN_archive_907_Leningradians_queueing_up_for_water

Σε αυτές τις 872 μέρες, γράφτηκαν αμέτρητες σελίδες θάρρους, ηρωισμού και αυτοθυσίας των κατοίκων και των υπερασπιστών της πόλης. Από την μεγαλειώδη επιχείρηση εκκένωσης των παιδιών για να σωθούν από τις βόμβες και την πείνα, μέχρι την επιχείρηση διάσωσης του πολιτιστικού πλούτου – με αιχμή τις συλλογές του Μουσείου Ερμιτάζ, ενός από τα μεγαλύτερα του κόσμου – από τους συνεχείς βομβαρδισμούς, η Πολιορκία του Λένινγκραντ συνιστά ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της ιστορίας του πολέμου.

Μοναδική «αρτηρία» ζωής της πολιορκημένης πόλης απέμεινε η λίμνη Λάτογκα, η οποία, ωστόσο, βρισκόταν εντός της εμβέλειας του εχθρικού πυροβολικού και της αεροπορίας, ενώ, επιπλέον, δρούσε και εχθρικός στολίσκος στα νερά της. Εκ των πραγμάτων, οι δυνατότητες μεταφοράς τροφίμων και πολεμοφοδίων αυτής της αρτηρίας υπολείπονταν των τεράστιων αναγκών των πολιορκημένων.

5915dac8c361888d0a8b45e4

Παρόλ’ αυτά, ρισκάροντας συνεχώς την ζωή τους – πολλές φορές και χάνοντάς την – οι οδηγοί των φορτηγών περνούσαν πάνω από τα παγωμένα νερά της, ανάμεσα στις βόμβες και τις οβίδες του πυροβολικού και τους πολυβολισμούς της αεροπορίας, γράφοντας, με το αίμα τους, ακόμη πολλές σελίδες αυτοθυσίας. Καταφέροντας, σε όλη την διάρκεια της πολιορκίας, να τροφοδοτήσουν την πόλη με εκατοντάδες χιλιάδες τόνους τροφίμων και πολεμοφοδίων, αλλά και με χιλιάδες μαχητές του Κόκκινου Στρατού προς ενίσχυση της άμυνάς της, ενώ, ταυτόχρονα, φυγάδευσαν εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους, βασικά γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους, αλλά και πολιτιστικούς θησαυρούς.

Στην αρχή της πολιορκίας όμως η ναζιστική αεροπορία επέφερε αποφασιστικό πλήγμα στην τροφοδοσία της πόλης, βομβαρδίζοντας και καταστρέφοντας σχεδόν ολοσχερώς τις κύριες αποθήκες τροφίμων. Η πείνα άρχισε να γίνεται το ίδιο επικίνδυνη με τους ναζί. Υπολογίζεται ότι μέχρι την λύση της πολιορκίας πέθαναν από ασιτία περισσότεροι από 600.000 κάτοικοι. Κυρίως παιδιά, παππούδες και γιαγιάδες. Αλλά και χιλιάδες νέοι που πάλευαν για την άμυνα της πόλης, ενάντια στον φασίστα εισβολέα, νηστικοί και άυπνοι. Ενα ακόμη μαζικό έγκλημα των ναζί, άγνωστο εν πολλοίς, στην Δύση.

Ένα από τα σύμβολα αυτών των 872 δραματικών ημερών αποτελεί ένα ταπεινό σημειωματάριο, σε κάθε φύλλο του οποίου, με μεγάλα παιδικά γράμματα είναι γραμμένη από μία και μοναδική φράση: Η αναφορά του θανάτου κάθε μέλους της οικογένειας.

Στις 13 Μάη του 1942 γράφτηκε η τελευταία φράση: «Οι Σάβιτσεφ πέθαναν. Πέθαναν όλοι. Έμεινε μόνο η Τάνια».

Στην οικογένεια του Νικολάι Ροντιόνοβιτς Σάβιτσεφ και της συζύγου του, Μαρίας Ιγκνάτιεβνα, υπήρχαν οκτώ παιδιά. Η Τάνια ήταν το μικρότερο. Στο πένθιμο ημερολόγιό της αναφέρει μόνο την αδελφή της, την Ζένια και τον αδελφό της, τον Λεονίντ. Δύο ακόμη παιδιά, η Νίνα και ο Μιχαήλ, θεωρήθηκαν αγνοούμενοι, ενώ ακόμη τρία αδέλφια πέθαναν σε νηπιακή ηλικία.

Ο πατέρας της Τάνιας, ο Νικολάι Ροντιόνοβιτς πέθανε πριν τον πόλεμο.

«Η Ζένια πέθανε στις 28 Δεκ. στις 12.30 το πρωί, 1941»

hello_html_ec764bf

Το πρώτο θύμα του πολέμου από την οικογένεια ήταν η Ζένια, το μεγαλύτερο παιδί. «Η Ζένια πέθανε στις 28 Δεκ. στις 12.30 το πρωί, 1941» γράφει η μικρή Τάνια, 11 χρόνων τότε, στο σημειωματάριό της.

Η Ζένια γεννήθηκε το 1909. Πρόλαβε να παντρευτεί και να χωρίσει. Ο πόλεμος την βρήκε να δουλεύει στο αρχείο του μηχανολογικού εργοστασίου Νιέβσκι. Όπως και εκατοντάδες χιλιάδες συνάδελφοί της, καθημερινά, υπό συνθήκες πολιορκίας και πείνας, η Ζένια κατόρθωνε έναν άθλο: Όχι μόνο συνέχιζε να δουλεύει όπως και πριν – ενίοτε κάνοντας και διπλή βάρδια – αλλά έδινε και αίμα, συχνότερα από όσο επιτρέπεται για τον οργανισμό υπό κανονικές συνθήκες, για τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες του μετώπου.

Σαν να μην έφτανε η πολιορκία και η πείνα, ο χειμώνας του 1941 ήταν πιο σκληρός από κάθε άλλη φορά, ακόμη και για τους συνηθισμένους, στην παγωνιά, Ρώσους. Επιπλέον, λόγω των καταστροφών στις υποδομές από τους βομβαρδισμούς, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της πόλης έμεινε χωρίς θέρμανση, ηλεκτρική ενέργεια και, φυσικά, μέσα μαζικής μεταφοράς.

‘Ετσι, η Ζένια, εξαντλημένη από την δουλειά, πεινασμένη και παγωμένη, έπρεπε να διασχίζει δύο φορές την μέρα τα επτά χιλιόμετρα από το εργοστάσιο στο σπίτι της. Ακόμη και όταν προτιμούσε να μείνει στο εργοστάσιο την νύχτα, δούλευε επιπλέον βάρδια.

Η Ζένια έλειψε μόνο μία μέρα από την θέση της, στο τέλος εκείνου του σκοτεινού Δεκέμβρη του 1941. Η αδελφή της, η Νίνα, που δούλευε στο ίδιο εργοστάσιο σαν μηχανικός – σχεδιάστρια, άρχισε να ανησυχεί. Το κυριακάτικο πρωινό της 28ης Δεκέμβρη, τελειώνοντας την βάρδιά της, έτρεξε στο σπίτι της αδελφής της. Την βρήκε ετοιμοθάνατη. Η Ζένια την παρακάλεσε να μην θαφτεί χωρίς φέρετρο, γιατί δεν ήθελε να πέσει χώμα στα μάτια της. Οι Σάβιτσεφ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καταφέρουν να βρουν έναν τάφο για την αγαπημένη κόρη στο γεμάτο νεκροταφείο της πόλης. Η τραγική μητέρα, η Μαρία Ιγκνάτιεβνα θα έλεγε κάτι ανατριχιαστικά «προφητικό» στην κηδεία του παιδιού της: «Να, λοιπόν, που σε κηδεύουμε, Ζένιετσκα. Αλλά εμάς ποιος θα μας κηδέψει;».

Την ίδια μέρα, η μικρή Τάνια θα έκανε την πρώτη της καταγραφή στο σημειωματάριο.

«Η γιαγιά πέθανε στις 25 Ιαν. στις 3 το απόγευμα, το 1942»

1064

Η γιαγιά, Ευδοκία Γκριγκόριεβνα, μητέρα της Μαρίας, έμελε να γίνει η δεύτερη σημείωση της Τάνιας: «Η γιαγιά πέθανε στις 25 Ιαν. στις 3 το απόγευμα, το 1942». Στις αρχές του ίδιου μήνα, η ιατρική διάγνωση για την γιαγιά ανέφερε πως βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο υποσιτισμού. Αυτό σήμαινε ότι η απώλεια βάρους υπερέβαινε το 30% και αν δεν νοσηλευόταν άμεσα, υπήρχε κίνδυνος για την ζωή της. Όμως η Ευδοκία αρνήθηκε να νοσηλευθεί, λέγοντας ότι τα νοσοκομεία είναι ήδη γεμάτα και χωρίς αυτήν.

Μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει, είπε στην οικογένειά της να μην την θάψουν πριν μπει ο Φλεβάρης, για να τους μείνει η κάρτα συσσιτίου της για μερικά ακόμη φαγώσιμα.

5915d9f8c36188bd0a8b45b4

Αυτό το έκαναν πολλοί ετοιμοθάνατοι για τις οικογένειές τους. Αλλά επειδή η έλλειψη τροφής ήταν σε κρίσιμο στάδιο, οι αρχές αναγκάστηκαν να σταματήσουν το φαινόμενο προχωρώντας σε επιπλέον απογραφές πληθυσμού και στα μέσα κάθε μήνα.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι η Τάνια έγραψε την αληθινή ημερομηνία θανάτου της γιαγιάς, επισήμως η γιαγιά καταγράφηκε νεκρή την 1η Φεβρουαρίου, εξασφαλίζοντας έτσι λίγες μέρες με περισσότερο ψωμί για τους επιζώντες.

«Ο Λιόκα πέθανε στις 17 Μαρτίου, στις 5 το πρωί, το 1942»

1044

Η τρίτη καταγραφή αφορούσε στον μεγαλύτερο αδελφό της Τάνιας, τον Λεονίντ: «Ο Λιόκα πέθανε στις 17 Μαρτίου, στις 5 το πρωί, το 1942».

Γεννημένος το 1917, ο Λιόκα – όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά – έτρεξε από τους πρώτους να επιστρατευτεί εθελοντικά με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης στην ΕΣΣΔ, αλλά τον απέκλεισαν λόγω της πολύ μεγάλης μυωπίας του. Αλλά και στα μετόπισθεν ο Λιόκα αποδείχθηκε εξαιρετικά χρήσιμος, λόγω του ταλέντου του στην μηχανική και στις κατασκευές.

Πράγματι, ο Λεονίντ ήταν ένας πολλαπλά χαρισματικός νέος. Η αδελφή του, η Νίνα, θυμάται, ότι μόνος του κατασκεύασε ένα δέκτη και της υποσχέσθηκε ενθουσιασμένος, ότι κάποτε, θα κάθεται στον καναπέ του σπιτιού της και θα μπορεί μέσα από «ένα κουτί» να βλέπει θέατρο από όλον τον κόσμο σαν να είναι μέσα στο κοινό της παράστασης.

Η Νίνα θα κατάφερνε να δει αυτό το όνειρο του αδελφού της να γίνεται πραγματικότητα.

Ο Λεονίντ, όχι.

Επιπλέον, ο Λεονίντ ήταν και μουσικό ταλέντο. Οι Σάβιτσεφ αγαπούσαν την μουσική και όλοι λίγο – πολύ μάθαιναν και έπαιζαν κάποιο όργανο. Μάλιστα, ο Λεονίντ και οι φίλοι του είχαν φτιάξει και μια μικρή ορχήστρα εγχόρδων.

Ολα αυτά όμως σταμάτησαν με τον πόλεμο. Ο Λεονίντ είχε περίπου την ίδια μοίρα με την Ζένια. Ατελείωτη δουλειά σε εργοστάσιο για τις ανάγκες της άμυνας. Στο ιστορικό ναυπηγείο της πόλης όπου δούλευε, οι πάντες εκτιμούσαν τον νεαρό Σάβιτσεφ. Ηταν πάντα πρόθυμος, πάντα δούλευε σκληρά, πάντα προσφερόταν πρώτος στις εθελοντικές εκκλήσεις.

Οπως και η Ζένια, έτσι και ο Λεονίντ, μόνο μία και τελευταία φορά δεν εμφανίστηκε στο πόστο του. Οταν μεταφέρθηκε στην εργοστασιακή κλινική με δυστροφία. Η Τάνια, ήταν τόσο συγκλονισμένη από τον θάνατο του αδελφού της που η σημείωσή της είναι ανορθόγραφη.

Ο Λιόκα ήταν μόλις 24 χρόνων.

«Ο θείος Βάσια πέθανε στις 13 Απρ. 2 το βράδυ, 1942»

1054

Ο πατέρας της Τάνιας είχε πέντε αδελφούς και μία αδελφή. Τρεις αδελφοί έμεναν στην ίδια πολυκατοικία, σε άλλο όροφο. Ένας από αυτούς πέθανε πριν τον πόλεμο. Όταν ξεκίνησε η πολιορκία, αποφασίστηκε να μείνουν όλοι μαζί στο διαμέρισμα των Σάβιτσεφ για να βοηθάνε καλύτερα ο ένας τον άλλον.

Ο Βασίλι Σάβιτσεφ ήταν 56 ετών όταν πέθανε. Πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρασημοφορήθηκε. Με το ξέσπασμα του δεύτερου πολέμου πήγε κι αυτός, όπως ο μικρός ανιψιός του, να καταταγεί εθελοντικά, αλλά, παρά την πολεμική του πείρα, δεν τον πήραν λόγω ηλικίας.

Ο πόλεμος τον βρήκε να δουλεύει υπάλληλος παλαιοβιβλιοπωλείου.

Ο θείος Βάσια λάτρευε την μικρή Τάνια. Εκείνον τον τρομερό χειμώνα του ’41 έκαιγε τα βιβλία της βιβλιοθήκης του για να ζεσταθούν, εκτός από ένα: Τους «Μύθους της Αρχαίας Ελλάδας» που της το χάρισε.

Σε μια τραγική ειρωνία της τύχης, την περίοδο που πέθανε ο θείος, η πόλη είχε πάρει μια ανάσα. Η διανομή ψωμιού είχε σταθεροποιηθεί και είχε αυξηθεί η ποσότητα, άνοιξαν τα δημόσια μπάνια και άρχισαν να κινούνται τα τραμ.

«Θείος Λιόσα, 10 Μάη, στις 4 το απόγευμα, 1942»

img16

Παρά τα 71 χρόνια του, ο Αλεξέι Σάβιτσεφ ήθελε κι αυτός να πολεμήσει στο μέτωπο, αλλά, φυσικά, δεν τον δέχθηκαν. Έτσι ρίχτηκε με όλες του τις δυνάμεις στην ενίσχυση της άμυνας της πόλης, χτίζοντας οδοφράγματα για τα τεθωρακισμένα και φυλώντας σκοπιές στις παγωμένες στέγες.

Οπως και οι χιλιάδες των συμπολιτών του πέθανε από τελευταίο στάδιο δυστροφίας.

Στην σημείωση, η εξαντλημένη από την πείνα και το δράμα που βίωνε, Τάνια, αποφεύγει την λέξη «πέθανε».

«Η Μαμά, στις 13 Μάη, στις 7.50 το πρωί, 1942»

1074

Την Άνοιξη του 1942, η Μαρία Ιγκνάτιεβνα ήταν ήδη σοβαρά άρρωστη από σκορβούτο. Η μικρή Τάνια έψαχνε μόνη της στην αγορά και όπου αλλού μπορούσε για να φέρει τροφή στην άρρωστη μαμά. Ετρεχε στην αγορά και μάζευε ό,τι νόμιζε πως μπορούσε να φαγωθεί και επέστρεφε τρέχοντας πίσω στο σπίτι, άρρωστη και νηστική η ίδια, για να ετοιμάσει φαγητό για την μαμά.

Η Μαρία λάτρευε την μουσική. Στο σπίτι υπάρχαν τα πιο διαφορετικά όργανα, από πιάνο μέχρι μπάντζο και συχνά στο σπίτι των Σάβιτσεφ οργανώνονταν αυτοσχέδιες συναυλίες. Τα αγόρια, ο Μιχαήλ και ο Λεονίντ έπαιζαν τα όργανα και τα κορίτσια, η Νίνα και η Τάνια, τραγουδούσαν.

Με την φασιστική επίθεση η Μαρία έραβε στρατιωτικές φόρμες για τον Κόκκινο Στρατό και μετά έκανε βάρδιες σε διάφορα πόστα της πολιτοφυλακής που ενίσχυε την τακτική άμυνα.

Η επιγραφή του παιδιού για τον θάνατο της λατρεμένης μαμάς είναι η πιο τραγική μέσα στον ασύλληπτο πόνο και στην σχεδόν απτή διστακτικότητά της να αποδεχθεί το τραγικό γεγονός. Για μια ακόμη φορά αποφεύγει την λέξη «πέθανε».

«Οι Σάβιτσεφ πέθαναν. Πέθαναν όλοι. Εμεινε μόνο η Τάνια»

τανια2

Στις 13 Μάη του 1942, υποφέροντας από σκορβούτο, δυστροφία και υποψία φυματίωσης, η 12χρονη, Τάνια Σάβιτσεβα, εγκαταλείπει το άδειο πατρικό σπίτι, το χτυπημένο από τον θάνατο. Για μια μέρα την φιλοξενούν οι γείτονες, η οικογένεια Νικολάενκο, οι οποίοι έθαψαν την Μαρία.

Η Τάνια δεν ήξερε τι απέγιναν η αδελφή της η Νίνα και ο αδελφός της ο Μιχαήλ. Τα ίχνη της Νίνας χάθηκαν την τελευταία μέρα του Χειμώνα του 1942. Δούλευε στο ίδιο εργοστάσιο με την νεκρή, πλέον, αδελφή της, την Ζένια και πολλές φορές έμενε και εκείνη, όπως η αδελφή της, την νύχτα στην δουλειά. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1942 η πόλη δέχθηκε έναν ιδιαίτερα ισχυρό βομβαρδισμό. Μέσα στο χάος, οι δικοί της νόμιζαν ότι σκοτώθηκε. Αλλά η κοπέλα ήταν ζωντανή και μάλιστα συμμετείχε στην μεταφορά του εργοστασίου εκτός της πόλης, μέσα από την λιμνη Λάτογκα. Φυσικά, η Νίνα ήταν αδύνατον να ειδοποιήσει την οικογένειά της, κάτω από αυτές τις συνθήκες.

Η Νίνα έδωσε μάχη να κρατηθεί στην ζωή από τις αρρώστιες της πολιορκίας και μόλις έγινε καλά δούλεψε στην περιοχή του Καλίνιν, χωρίς να μπορεί να έχει επαφή με την οικογένειά της, αφού, ούτε λόγος μπορούσε να γίνει για ταχυδρομική υπηρεσία στην πολιορκημένη πόλη. Ωστόσο η Νίνα έγραφε κάθε μέρα στους δικούς της και περίμενε την μέρα που θα τους ξανάβρισκε.

Η Νίνα Νικολάγιεβνα Σάβιτσεβα επέστρεψε στο Λένινγκραντ τον Αύγουστο του 1945. Αν και ο πόλεμος είχε τελειώσει, ωστόσο, για λόγους που σχετίζονταν με την ανοικοδόμηση και καταγραφή των απωλειών και των καταστροφών, απαγορευόταν η διαμονή πολιτών από άλλες περιοχές. Ωστόσο η Νίνα δεν μπορούσε να αντέξει χωρίς να μάθε τι απέγιναν οι αγαπημένοι της. Ετσι, μπήκε στην πόλη μυστικά. Και έμαθε.

Ο Μιχαήλ ήταν το μοναδικό μέλος της οικογένειας που δεν βρισκόταν στην πόλη όταν ξεκίνησε η πολιορκία. Μόλις μια μέρα πριν την γερμανική επίθεση έφυγε για το το Κίνγκισεπ, μια πόλη στην ευρύτερη περιοχή του Λένινγκραντ, η οποία έπεσε στα χέρια του εχθρού. Ο Μιχαήλ διαφεύγει από την κατεχόμενη πόλη και βρίσκει τα παρτιζάνικα τμήματα που πολεμούσαν στα κατεχόμενα εδάφη της πατρίδας, στα μετόπισθεν του εχθρού, βοηθώντας αποφασιστικά στην τελική αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού. Ο νεαρός πολέμησε γενναία μέχρι και τον Γενάρη του 1944 οπότε τραυματίζεται βαριά. Τον φυγαδεύουν, ανάπηρο, στο απελευθερωμένο, πλέον, Λένινγκραντ.

Αμέσως ξεκινά να ψάχνει την οικογένειά του. Εμαθε τα πάντα για όλους, εκτός της Νίνας. Καταλαβαίνοντας ότι πλέον δεν υπάρχει τίποτα που να τον κρατά στο αγαπημένο Λένινγκραντ, το εγκαταλείπει για πάντα και πηγαίνει στο Σλαντσί, μια κοντινή πόλη. Εκεί δούλεψε στο ταχυδρομείο μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η Τάνια δεν μπορούσε να θάψει την αγαπημένη μαμά, όπως το ήθελε, γιατί ήταν τρομερά αδύναμη. Η κόρη των γειτόνων, η Βέρα, θυμάται την τελευταία διαδρομή της Μαρίας: «Πέρα από την γέφυρα του ποταμού Σμολένκα υπήρχε ένα τεράστιο υπόστεγο. Εκεί μάζευαν τα πτώματα από όλο το νησί Βασίλιεφσκι. Μεταφέραμε εκεί το σώμα της και το αφήσαμε. Θυμάμαι ότι υπήρχαν βουνά από πτώματα. Οταν μπήκαμε μέσα, ακούστηκε ένα τρομερός ήχος σαν βογγητό. Προερχόταν από τον λαιμό ενός νεκρού από τον οποίο έβγαινε αέρας. Ηταν φρικιαστικό. Τρόμαξα».

Το επόμενο πρωί, η Τάνια, αφού μάζεψε από το σπίτι της ό,τι θεωρούσε πολύτιμο και ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει, πήγε στην θεία Ντούσα, όπως της είπε να κάνει η μαμά λίγο πριν πεθάνει. Η Ευδοκία Πετρόβνα Αρσένιεβα ήταν ανιψιά της γιαγιάς της Τάνιας. Ηταν μια γυναίκα κλειστή και μοναχική, αλλά προστάτευσε το παιδί. Η μικρή όμως ήταν πολύ άρρωστη. Η Ευδοκία Πετρόβνα καταλάβαινε ότι ο μοναδικός τρόπος για να σωθεί το παιδί ήταν να φυγαδευτεί εκτός της πολιορκημένης πόλης και να νοσηλευθεί. Αυτό μπορούσε να γίνει αμεσότερα μέσω της διαδικασίας των παιδιών που δεν είχαν καμία επιμέλεια ενηλίκου. Ετσι, αποποιήθηκε την επιμέλειά της και την προώθησε στο ορφανοτροφείο Αρ.48.

RIAN_archive_888_Nurses_helping_people_wounded_in_the_first_bombardment_in_Leningrad

Η φυγάδευση των παιδιών από το πολιορκημένο Λένινγκραντ αποτελεί ένα τεράστιο, ξεχωριστό κεφάλαιο αυτής της εποποιίας. Χιλιάδες παιδιά διασώθηκαν κυριολεκτικά κάτω από τον ανηλεή φασιστικό βομβαρδισμό, παρά το γεγονός ότι οι συρμοί που τα μετέφεραν είχαν διακριτή σήμανση στις οροφές των βαγονιών ότι μεταφέρονται παιδιά.

Χαρακτηριστικό είναι το ναζιστικό έγκλημα πολέμου της σφαγής 2.000 παιδιών στον σιδηροδρομικό σταθμό του Λίτσκοβο, στις 18 Ιούλη του 1941, κατά την διάρκεια της οργανωμένης εκκένωσης των παιδιών από τις περιοχές στις οποίες πλησίαζαν οι Γερμανοί, λίγο πριν την τυπική έναρξη της πολιορκίας του Λένινγκραντ. Εκείνη την μέρα, η φασιστική αεροπορία, βομβάρδισε, γνωρίζοντας πλήρως το είδος του στόχου, τα 12 βαγόνια του συρμού που ήταν γεμάτα με παιδιά και ενήλικες συνοδούς, κυρίως παιδαγωγούς και νοσηλευτικό προσωπικό. Αυτή είναι όμως μια άλλη, ξεχωριστή ιστορία.

Από την περιοχή Γκόρκι, λοιπόν, το τρένο με τα σχεδόν ετοιμοθάνατα παιδιά, ανάμεσά τους και την Τάνια, έκανε μέρες για να φτάσει σε ασφαλή περιοχή, αφού σταματούσε και στον πιο μικρό σταθμό, με τους αλλόφρονες γονείς να παρακαλούν να αφήσουν τα παιδιά τους στα βαγόνια για να τα σώσουν, ακόμη κι αν ήξεραν ότι ίσως να μην τα έβλεπαν ποτέ. Οι σκηνές που ξετυλίγονταν στις πλατφόρμες των σταθμών από όπου περνούσε το τρένο μόνο με εκείνες μιας αρχαίας τραγωδίας μπορούν να συγκριθούν. Ο κόσμος μαζευόταν γύρω από τα βαγόνια και πρόσφερε τα τελευταία του τρόφιμα στα παιδιά, ενώ εθελοντές σκαρφάλωναν για να προσφέρουν πρώτες βοήθειες.

«Θυμάμαι πολύ καλά εκείνο το κοριτσάκι»

Το τρένο κατάφερε να φτάσει στο ασφαλές χωριουδάκι Κράσνι Μπορ με 125 παιδιά, τα οποία στο σύνολό τους βρίσκονταν σε κατάσταση βαριάς ασιτίας και υπέφεραν από μια ευρεία γκάμα ασθενειών που σχετίζονται με την πείνα. Παρόλ’ αυτά, από εκείνη την ομάδα των παιδιών, μόνο η ζωή της Τάνιας βρισκόταν σε κίνδυνο, αφού, όπως αποδείχθηκε αργότερα, μια παλιά πνευμονία «ξύπνησε» από την τρομακτική κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο οργανισμός της, με ολέθρια αποτελέσματα.

Αμέσως η Τάνια απομονώθηκε από τα άλλα παιδιά και δίπλα της βρισκόταν μόνο ένας άνθρωπος, η νοσηλεύτρια, Νίνα Μιχαϊλοβνα Σεριόντκινα, η οποία έδωσε όλες της τις δυνάμεις για να σώσει το παιδί. Στην αρχή όλα έδειχναν ότι θα τα κατάφερνε. Η Τάνια έδειξε σημάδια βελτίωσης. Μάλιστα άρχισε σιγά σιγά πάλι να περπατά με δεκανίκια και αργότερα τα πέταξε κι αυτά. Αλλά στην πραγματικότητα, η φυματίωση, από την οποία τελικά ήδη υπέφερε, υπόγεια κέρδιζε έδαφος.

Τον Μάη του 1944, η Τάνια μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο μεγαλύτερο νοσοκομείο της περιοχής Σατκόβσκι, από το οποίο έμελλε να μην πάρει εξιτήριο ποτέ.

«Θυμάμαι πολύ καλά εκείνο το κοριτσάκι», διηγείται η νοσηλεύτρια του νοσοκομείου, Αννα Ζούρκινα. «Λεπτό προσωπάκι, διάπλατα ανοιχτά μάτια. Μέρα – νύχτα δεν έφευγα από την Τάνιατσκα, αλλά η αρρώστια ήταν αμείλικτη και την πήρε μέσα από τα χέρια μου. Δεν μπορώ να το θυμάμαι αυτό δίχως δάκρυα…».

Η Τάνιατσκα έκλεισε για πάντα αυτά τα όμορφα, μεγάλα μάτια της, την 1η Ιούλη του 1944, στα 14 χρόνια της. Μια σύντομη νοσοκοκομειακή καταγραφή: «Σάβιτσεβα Τ. Ν. Πονιετάγιεβκα (σσ. η τοποθεσία θανάτου). Φυματίωση. Πέθανε 01.07.44».

Η Τάνια ήταν το μοναδικό παιδί που πέθανε από τα 125 παιδιά του ορφανοτροφείου Αρ.48 που φυγαδεύτηκαν από το πολιορκημένο Λένινγκραντ. Οι σημειώσεις της έμελλε να αποτελέσουν ένα από τα συγκλονιστικότερα «κατηγορώ» του φασισμού, όπως και το ημερολόγιο της Αννας Φρανκ. Θρυλείται, ότι το σημειωματάριο της Τάνιας χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό ντοκουμέντο στην Δίκη της Νυρεμβέργης. Αυτό τυπικά δεν μπορεί να αποδειχθεί, αφού όλα τα ντοκουμέντα της δίκης φυλάσσονται σε ειδικό αρχείο, ενώ το ημερολόγιο της Τάνιας βρίσκεται στο Ιστορικό Μουσείο του Λένινγκραντ.

Η μνήμη της Τάνιας – και μέσω εκείνης, η μνήμη όλων των παιδιών που χάθηκαν στον πόλεμο – τιμήθηκε με πολλούς τρόπους στην Σοβιετική Ενωση: Μνημεία, ονομασίες σχολειών, παιδικών κατασκηνώσεων κλπ. Ξεχωρίζει, όμως, ως πιο συμβολική, ίσως και πιο συγκινητική, η απόδοση του ονόματός της σε έναν μικρό πλανήτη, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1971 από τον Σοβιετικό αστρονόμο, Λ. Τσόρνιχ, και έκτοτε ονομάζεται «2127 – Τάνια».

Το σημαντικότερο, όμως, είναι, πως κάθε γράμμα των σημειώσεων της Τάνιας είναι η συνεχής, αμείλικτη και ανειρήνευτη καταδίκη του φασισμού και του πολέμου. Είναι η διαρκής υπενθύμιση της μνήμης των παιδιών του πολιορκημένου Λένινγκραντ. Των παιδιών που δεν μεγάλωσαν ποτέ και που μοιάζουν να μας φωνάζουν από τα βάθη της Ιστορίας: «Μην μας ξεχάσετε… Μην αφήσετε να συμβεί αυτό ποτέ ξανά… Θάνατος στον φασισμό…».

Η Τάνια, δεξιά, λίγο πριν την γερμανική επίθεση

Η Τάνια, δεξιά, λίγο πριν την γερμανική επίθεση

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.