Οκτάνα θα πη...
Σκέψεις πίσω από τη «Γυναίκα του πρωινού τρένου», του Δημήτρη Γράψα (εκδόσεις Καστανιώτη, 2018)
* Το κείμενο αποτελεί ομιλία στη βιβλιοπαρουσίαση της Γυναίκας του πρωινού τρένου του Δημήτρη Γράψα, που έγινε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2019, διατηρώντας τον «προφορικό λόγο» του κειμένου. Οι αναφορές από το ίδιο το βιβλίο σημειώνονται σε εισαγωγικά, με παραπομπή στη σελίδα.
Ο Δημήτρης είναι ένας άνθρωπος που αγαπάω πολύ. Τον ξέρω πολλά χρόνια, μας έχουν συνδέσει πολλές διαφορετικές εμπειρίες, και τα δύο βιβλία του με έχουν αγγίξει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Έτσι, είμαι πολύ χαρούμενη και ιδιαίτερα συγκινημένη για την τιμή να βρίσκομαι σήμερα εδώ. Αποφάσισα όμως εξαρχής το εξής: Αρνούμαι να διαβάσω το βιβλίο από τη σκοπιά της ταυτότητας του συγγραφέα του.
Έτσι κι αλλιώς, η ταυτότητα αυτή είναι δυναμική, και πάντα υπό διαπραγμάτευση. Συζητώντας με μια πολύ καλή φίλη ενόψη του σημερινού, μου είπε το εξής: Πάντα σε ένα βιβλίο υπάρχει αυτή η κλασική στήλη που περιγράφει τον συγγραφέα, και συχνά τη διαβάζουμε πριν το βιβλίο. Κι αν αντιστρέψουμε τη σειρά; Κι αν διαβάσουμε το βιβλίο και μετά εμείς γράψουμε αυτή τη στήλη, από την ταυτότητα που προκύπτει από το βιβλίο, και όχι από αυτή που εμείς ξέρουμε, από αυτή που θεωρούμε παραδεδομένη ή οικεία μας;
Αυτό λοιπόν θέλω να κάνω και σήμερα, και, νομίζω, αντιστοιχεί και στο βιβλίο. Την πρώτη φορά που το διάβασα, ξαφνιάστηκα κάπου μετά το 20ο κεφάλαιο, όταν ξαναθυμήθηκα ότι αυτό το βιβλίο είναι δικό του. Μέχρι τότε, με είχε τόσο απορροφήσει, που το είχα ειλικρινά ξεχάσει – σε αντίθεση με το πρώτο, που η ανάγνωσή του μου ήταν πολύ πιο γεμάτη από προβολές στις πλευρές του Δημήτρη που -νόμιζα- ότι ήξερα. Αρνούμαι, λοιπόν, να διαβάσω το βιβλίο από τη σκοπιά της ταυτότητας του συγγραφέα του, και αυτό σας παροτρύνω να κάνετε κι εσείς, ειδικά όσες και όσους τον γνωρίζετε προσωπικά. Διαβάζοντας το με μια τέτοια ανοιχτότητα, θα σας πει πολλά περισσότερα γι’ αυτό που θέλει να πει – και τελικά, με αυτόν τον τρόπο, και για τον συγγραφέα του.
Μιλώντας όμως για ταυτότητες, και πριν μπω στις ίδιες τις ιστορίες, θα ήθελα να επιμείνω στο εξής. Πέρα από τα ζητήματα που πραγματεύεται το βιβλίο, ο ίδιος ο τρόπος γραφής είναι συναρπαστικός. Ο τρόπος που εκτυλίσσονται οι ιστορίες σε απορροφά από την πρώτη στιγμή. Η συγγραφική ταυτότητα, που κατοχύρωνε με έναν τρόπο από το πρώτο του βιβλίο, εδώ επιμένει και ταυτόχρονα ωριμάζει. Με ροή και διαρκείς υπόρρητες αναφορές, οξυδερκής και πάντα μέσα στην πραγματική κίνηση, καταφέρνει να γράφει για τα πιο πολύπλοκα ζητήματα με τρόπο απλό και ταυτόχρονα βαθύ. Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που ζωγραφίζει, κυριολεκτικά, τις εικόνες μέσα στις οποίες εξελίσσεται η ιστορία του. Διαβάζοντάς το, ένιωθα σαν να παίζω κι εγώ μέσα στην ταινία του βιβλίου. Ακόμα και τώρα νομίζω ότι βλέπω, ή έχω φανταστεί, τον δρόμο με το σπίτι με τους ιβίσκους που αυτοκτονούν, αναρωτιέμαι στ’ αλήθεια αν υπάρχει εκείνο το υπόγειο μπαρ (πιστεύω ότι μάλλον υπάρχει!), ταύτισα τα ξέφωτα με δικά μου, γνώριμα, και νομίζω όντως ότι είναι αυτά, ταξιδεύω στο αυτοκίνητο σε μια πολύ πραγματική διαδρομή και ακούω τη χιλιοπαιγμένη κασέτα με το αγαπημένο τραγούδι του Πέτρου, είμαι στον καβγά στο τρένο και ακούω αυτό το φοβερό «Ελπίζω μετά να μην πείτε πως έφταιγα εγώ» (σ. 19), κλαίω σε εκείνο το τελευταίο σαββατοκύριακο με τη γιαγιά, παρακολουθώ από απέναντι το χρυσοχοείο και τις συλλήψεις, μετράω τους σταθμούς στον ηλεκτρικό, περνάω έξω από το φροντιστήριο που δεν πλήρωσε ποτέ τα δίδακτρα ο Γιάννης, είμαι στο καφενείο, κάθομαι στο τραπέζι στη συζήτηση για τα πικρά πορτοκάλια που επανορθώνουν την αδικία, βλέπω μπροστά μου την οδό Στροφάλων (σε εκείνο το υπερωκεάνιο, εκεί που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες/ εκεί που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες/ κυνηγώντας την γοητεία των ονείρων/ τον προορισμό που πάει και πάει μα δεν στέκει.)
Και τελοσπάντων, αυτό που θέλω να πω, είναι το εξής. Γελούσαμε με τον Δημήτρη για το πώς μπήκε η ταυτότητα μου στη σημερινή πρόσκληση, και λέγαμε ότι μια από τις δυσκολίες των καιρών μας είναι αυτή του ορισμού των ταυτοτήτων μας. Ως φίλη ήταν το πραγματικό, μου είπε. Όντως, και την προτιμώ κατά πολύ. Ο φίλος μου ο Δημήτρης, όμως, με αυτό το βιβλίο, θεμελιώνει και πάλι, και καταληκτικά, νομίζω, την δική του ταυτότητα ως συγγραφέα. Και μάλιστα, αυτών των συγγραφέων, που έχουμε ανάγκη, ειδικά σε αυτή την εποχή. Οκτάνα θα πη ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής.
Μπαίνοντας τώρα στις ιστορίες, η γυναίκα του πρωινού τρένου ήταν για μένα μια κυριολεκτικά συνταρακτική περιπλάνηση στη ζωή, και τον χρόνο, και τον έρωτα, και τον φόβο, και τη σπατάλη, και τις επιλογές μας.
Ας κάνουμε μια αρχική, κάπως αυτονόητη παραδοχή. Ο χρόνος κατασπαράζει τους ανθρώπους. Από την πανικόβλητη αγωνία ότι, δεν έχουμε χρόνο, όλα πρέπει να γίνουν τώρα, να ζήσουμε (με θαυμαστικό!), μέχρι τη σπατάλη, και τελικά την άρρητη αναβολή σε ένα μετά που φυσικά ποτέ δεν έρχεται με τον τρόπο που το φανταζόμαστε, όλα γίνονται ένα κουβάρι από το οποίο λείπει η ουσιαστική ηρεμία, και συχνά, η πραγματική ζωή – με την έννοια των συνειδητών επιλογών, αλλά και, τελικά, της ευτυχίας ως διαδικασίας. Το βιβλίο, λοιπόν, είναι ένα βιβλίο για τον χρόνο, που κατασπαράζει τους ανθρώπους. Για την ίδια την αντίληψη του χρόνου, βάζοντας φωτιά στη γραμμικότητά του και αμφισβητώντας την αλυσίδα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος · για την καινούργια διάταξη των εποχών. Αλλά και για την πρόσληψη του χρόνου από τους ανθρώπους, και το τι κάνουν με αυτόν στη ζωή τους. Όλα ξεκινούν μια πολύ συγκεκριμένη και απόλυτη στιγμή του χρόνου. Στις 07:37 ακριβώς. Και μετά, όλα γίνονται σχετικά. Από εκείνη την αρχή, που ήταν στις 07:37 ακριβώς μιας κάποιας μέρας, μέχρι το ανατρεπτικό και αναπάντεχο τέλος – που και εκεί, ξεπηδά και πάλι η αυταπάτη της δυνατότητας επιστροφής στην αφετηρία.
Η δική μου αναμέτρηση με τον χρόνο, συνδέεται νομίζω με την αναμέτρηση με τον φόβο. Και έτσι διάβασα και το βιβλίο. Τον φόβο να ζήσουμε στ’ αλήθεια. Τον φόβο της μοναξιάς και του θανάτου. Οκτάνα θα πη παν ό,τι μάχεται τον θάνατον και την ζωήν παντού και πάντοτε διαφεντεύει. Τον φόβο της συσχέτισης και της εμπιστοσύνης. Αυτόν τον φόβο, που μας μπερδεύει, καθώς «μασκαρεύεται και υποδύεται άλλους φόβους.» (σ. 77) Την αυτοπεριφρούρηση του εαυτού, και το βολικό πρίσμα μέσα από το οποίο επιλέγουμε να δούμε, ή να κατασκευάσουμε, την πραγματικότητα, που βέβαια κι αυτό με τη σειρά του, παράγει νέες, εντελώς πραγματικές πραγματικότητες. Κυρίως, τη θέαση του εαυτού με έναν πολύ ατομικό τρόπο, ως εάν να είμαστε εμείς και απέναντι (ή δίπλα, αλλά πάντως έξω), ο κόσμος. Η αδυναμία να κάνουμε τη συσχέτιση καταστατική συνθήκη του εαυτού μας.
Κι αν κάτι τέτοιο παραπέμπει συνολικά στις ανθρώπινες σχέσεις, την κοινωνία, τους φίλους και τις φίλες, τον τρόπο που δομούμε τις ζωές μας, παραπέμπει, κυρίως και κατεξοχήν, στον έρωτα – καθώς ο έρωτας, για προφανείς και λιγότερο προφανείς λόγους, αγγίζει πολύ περισσότερο τον υπαρξιακό μας πυρήνα. Κι εδώ ο Δημήτρης, ίσως με μια άλλη από τις ταυτότητές του, ως φυσικός, πραγματεύεται το ακραίο για να εξηγήσει το κανονικό – αυτό που επικρατεί, το κυρίαρχο.
Πίστευα πάντα ότι ο έρωτας, για να είναι τέτοιος, πρέπει να βιώνεται. Με εξόργισε, όταν διάβασα μικρή (και επέλεξα να μην ξαναδιαβάσω, με ίσως προφανείς επιπτώσεις στην ελλιπή κατανόησή μου του βιβλίου), τον Έρωτα στα χρόνια της χολέρας, του Μάρκες: η ιδέα του έρωτα που δεν εκπληρώνεται παρά στα βαθιά γεράματα, και της σπατάλης της ζωής. Όπως έγραφε ο Σαρτρ, «Δεν υπάρχει άλλος έρωτας από αυτόν που οικοδομείται, πραγματώνεται. Δεν υπάρχει δυνατότητα έρωτα παρά μόνο αυτή που εκδηλώνεται.»
Το βιβλίο αρχικά μου κλόνισε την πεποίθηση. Πώς μπορούμε να πούμε ότι ο έρωτας του Πέτρου -και της Αγνής-, που δεν πραγματώνεται, δεν είναι έρωτας; Γιατί είναι λιγότερο έρωτας, αυτό το συνταρακτικό, εντελώς πραγματικό συναίσθημα που νιώθει, που ορίζει τη ζωή του όλη, από έναν συμβατικό, καθημερινό, τυπικό και συμφωνημένο έρωτα, από αυτούς που έχουμε συνηθίσει γύρω μας, μέσα στα κουτάκια που μαθαίνουμε να ζούμε;
Ή αλλιώς, είναι ο έρωτας το φαντασιακό μας; Μια φαντασιακή κατάσταση, που άρα ποτέ δεν πραγματώνεται, γιατί αν πραγματωθεί καίγεται ή μας καίει; Ή είναι συμβιβασμός, αυτή η παραδοχή ότι για να είσαι, και να μείνεις, μαζί με τον άλλον, πρέπει να αφήσεις πίσω τις εντάσεις, τα πάθη, τη διαρκή αναζήτηση της πρόκλησης και της δημιουργίας;
Συχνά αυτό είναι το δίπολο που παρουσιάζεται μπροστά μας, με γνωστά τα όρια και τις προσωπικές συνέπειες των δυο επιλογών. Ωστόσο, νομίζω ότι και τα δυο τα συνδέει μια κοινή γραμμή: ο φόβος της σύνθεσης. Ο φόβος του πραγματικού συσχετισμού, η επιλογή της περιφρούρησης του εαυτού πρώτα και πάνω απ’ όλα, της αυτοπροστασίας. Οκτάνα θα πη το «εγώ» «εσύ» να γίνεται (και αντιστρόφως το «εσύ» «εγώ»).
Φυσικά, ο έρωτας είναι ό,τι θέλει να είναι για τον καθένα και την καθεμία. Μάλλον συχνά ξεκινάει από ένα φαντασιακό, που πυροδοτείται από εμάς και τους εαυτούς μας, τη δεδομένη μας συνθήκη και ανάγκη. Ας το πούμε, κι αυτό, μιας μορφής έρωτα. Το ζήτημα όμως μάλλον είναι αν είμαστε έτοιμοι/ες να μπούμε σε αυτόν με αυτό το φαντασιακό, και ταυτόχρονα να το προχωρήσουμε, να το διευρύνουμε, να πειραματιστούμε μαζί του, και ενδεχομένως να το καταστρέψουμε – σε όφελος κάτι άλλου, που δεν μπορούμε να ξέρουμε από πριν. Δεν εννοώ αυτή την ενδεχόμενη καταστροφή ως την κλασική «καταραμένη» αυτοκαταστροφή, που βλέπει τον έρωτα ως αναπόφευκτη πορεία προς την μοναξιά και την αυτοδιάλυση. Εξάλλου, κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι οι δαίμονες έχουν «μορφή συγκεκριμένη και υπόσταση μοναδιαία. Η αυτοκαταστροφική μανία παραμονεύει και παίρνει όψεις που μέχρι χτες μπορεί και να μην αναγνώριζες.» (σ. 89) Εδώ όμως μιλάμε για την καταστροφή του τρόπου με τον οποίο δομούμε τα πράγματα, τη σκέψη μας, τα κουτάκια μας και τη ζωή μας, μέσα από την αποδοχή ότι ο έρωτας τελικά είναι μια συνθήκη αλληλοσυσχέτισης που ξεπερνά τα αθροίσματα των εαυτών.
Και άρα, προϋποθέτει τη δήλωση, στον εαυτό μας καταρχάς, ότι επιλέγουμε να δοκιμάσουμε να είμαστε εδώ, ως τοποθέτηση και ως πρακτική. Εδώ, που η δέσμευση δεν είναι ενάντια στην ελευθερία -αλλά την προϋποθέτει-, που η επιλογή -και η ανάληψη της ευθύνης της- δεν είναι ενάντια στις δυνατότητες -αλλά τις απογειώνει. Εδώ που το όποιο συλλογικό, το μαζί, δεν καταπιέζει το ατομικό, αλλά του δίνει νόημα, και γελά με την αποθέωση του. Τα υπόλοιπα, είναι μάλλον ιστορίες για αγρίους, προς τέρψη (ή θρέψη) ανασφαλειών, και γενικά προσωπική υπόθεση. Είναι οι δικοί μας δαίμονες που ξυπνούν, που, όπως λέει κι η Στέλλα, είναι άσχετοι με την αγάπη (σ. 244).
Επιστρέφοντας λοιπόν στο βιβλίο, οι ήρωές του μοιράζονται αυτή την κοινή συνενοχή. Κουβαλώντας ο καθένας και η καθεμιά τους, τα δικά τους βάρη, από το παρελθόν τους και τον τρόπο που έχουν επιλέξει να δομήσουν τις πραγματικότητές τους, αναμετριώνται με τις πραγματικότητες αυτές, τις επιλογές τους, τον χρόνο που περνάει, τον έρωτα που δεν έρχεται ή χάνεται μέσα από τα χέρια τους. Γιατί η συνενοχή που τους συνδέει, είναι επίσης ότι δεν είναι ήρεμοι/ες μέσα στις επιλογές αυτές. Πάντα, κάτι λείπει – και αυτό το κάτι, είναι πάντα εκεί, και τους βασανίζει. «Ό,τι αρχίζει όμως δεν τελειώνει ποτέ» (σ. 11). Εκείνο το κοράκι, με το κρα κρα του, διαρκώς καταφτάνει σε εκείνες τις χαμηλές και υπεροπτικές πτήσεις πάνω από το κεφάλι τους, ίσως ακόμα εκεί που δεν το περιμένουν.
Στον Πέτρο, όλα γίνονται στο μυαλό του. Αναλύει υπερβολικά, όλα μοιάζουν συνεκτικά -μπορεί και να είναι-, αν και δεν αποκλείει και ο ίδιος, «όλα να ’ναι παιχνίδια του μυαλού» (σ. 79). Σε κάποια από αυτά που σκέφτεται, έχει δίκιο. Σε άλλα, άδικο. Όπως ξετυλίγεται το κουβάρι, προσαρμόζει το παιχνίδι του μυαλού του στα νέα δεδομένα, συνεχίζει όμως, με τον ίδιο τρόπο. Το ανατρεπτικό τέλος φυσικά, μας αποκαλύπτει ότι δεν ήταν και όλα απλώς παιχνίδια του μυαλού – αλλά τελικά, έχει σημασία; Η υπερανάλυση βοηθάει τον φόβο και την απραξία, και ο Πέτρος δεν ζει. Ή μάλλον, ζει μέσα σε έναν ατελείωτο χειμώνα. Είναι μόνος, και στο κείμενο της κηδείας του, και μόνο αν ήταν υποχρεωτικό να γραφτεί, φοβάται ότι θα έγραφε «Έζησε μια ζωή ήρεμη και απομονωμένη, μακριά απ’ τη βοή του κόσμου και τις φασαρίες» (σ. 47).
Ο Θοδωρής, φτιάχνει τα κουτάκια του και δεν βλέπει τον συμβιβασμό του. Κι όταν το χαλί τραβιέται κάτω από τα πόδια του, γιατί ο χορός θέλει δύο, βιάζεται να επιβεβαιώσει αντί να αποφύγει τους χειρότερους φόβους του. Λέει βολικά στον εαυτό του, ότι εκείνος «Όσο κι αν αργούσε, στο τέλος πάντα γύρναγε, στο τέλος πάντα ήταν εκεί. Εκείνη όμως έφυγε και άργησε για τα καλά, κι ακόμη αργεί, κι ακόμη δεν έχει γυρίσει.» (σ. 190) Λέει βολικά στον εαυτό του ότι δόθηκε, και ματαιώθηκε, και δεν βλέπει ότι δόθηκε κι αυτός στο μυαλό του, όχι μαζί με τη Μάρθα, όχι φτιάχνοντας τους κοινούς τους τόπους. Δεν βλέπει ότι ο ανεμιστήρας ήταν πάντα εκεί. Κι έτσι, μετά τη ματαίωση, ερωτεύεται την απώλεια, τον πόνο που προκαλεί η απουσία, φτάνοντας «πάντα μέχρι τα μισά του δρόμου, ποτέ ως το τέλος και πάντα κοιτούσε πίσω του κι έβλεπε ό,τι αγαπά να χάνεται χωρίς μάχη.» (σ. 151) Ποτέ ήρεμος, δεν θα επιτρέψει να συμβεί και στον Πέτρο αυτό. Στον Πέτρο, που βλέπει σαν μαχητή, κι ας μάχεται μέσα στο μυαλό του. Δεν εγκατέλειψε όμως, εκείνος τουλάχιστον, τη μάχη.
Εξάλλου, για κακή τύχη του Θοδωρή, η Μάρθα, σε αυτή την αναμέτρηση με αυτό που εκείνη βιώνει ως συμβιβασμό, συνειδητοποιεί – και αποχωρεί. Για πού; Ίσως για έναν πραγματικό έρωτα – ίσως πάλι όχι, ποιος ξέρει. Πάντως η συνειδητοποίηση αυτή υπόσχεται κάτι. Η Μάρθα αμφισβητεί το υπάρχον, δεν δέχεται να δοκιμάσει το μήλο, να συνηθίσει τον ανεμιστήρα: «δεν αποδέχεται την αμαρτία της σπατάλης σαν τον τελικό σκοπό της ζωής της.» (σ. 192)
Όμως, η αναμέτρηση του βιβλίου με τον φόβο, και τον χρόνο που περνάει, δεν γίνεται με ευκολίες. Επιστρέφοντας στον Πέτρο, έχει κι αυτός τα δίκια του – κι αυτούς που επιχειρούν να τον «προστατεύσουν». Τον Άγγελο – που είναι όντως παρών, στα κουτάκια της ζωής μας, και του υπενθυμίζει ότι δεν μπορεί να κερδίσει την Αγνή αν δεν γίνει σημαντικός. Την Αννέτα, που, ματαιωμένη στη δική της, εντελώς πραγματική, ζωή, επιμένει στην άρνηση για να προστατέψει και τους δύο, μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι να ακούσει τον ήχο του κλειδιού στην πόρτα και να αφεθεί παραδομένη στην ήττα της. Τη Στέλλα, που προσκολλημένη στο παρελθόν της, περιμένει, όπως μπορεί, και επιλέγει να κρατάει την καρδιά της κλειστή. Δεν αντέχει να κοιτάξει μέσα της, δε βλέπει τον λόγο, και προτιμάει τη σύγχυση. Γιατί ξέρει, και είναι αλήθεια, ότι, αν θέσεις ένα ερώτημα, πρέπει να μπορείς να αντέξεις κάθε απάντηση που θα πάρεις, ακόμα κι αυτή που δε σε βολεύει ή δεν ταιριάζει στην ιστορία που έχεις υφάνει στο παιχνίδι του μυαλού σου, κι αν δεν μπορείς, καλύτερα να αναβάλλεις την επιλογή για αργότερα – όχι βέβαια και για ποτέ, αλλά για όταν τελοσπάντων θα έχεις ένα κάποιο σχέδιο. Γιατί η αμφιβολία, καμιά φορά σε σκοτώνει, μα πιο συχνά σε κρατάει ζωντανό (σ. 117).
Με αυτή την έννοια, ο φόβος δεν είναι το εύκολο κακό που αρκεί να ξορκίσουμε σε όλους τους τόνους. Και αυτή η δήλωση ετοιμότητας να είμαστε εδώ, δεν είναι απλά ηρωικά τολμηρή. Μπορεί να αποδειχθεί και εξαιρετικά επικίνδυνη, και τελικά καταστροφική. Ο φόβος του Πέτρου, που τον οδηγεί να μην ξυπνήσει εκείνο το μοναδικό πρωινό που εκείνο το 7:37 υποσχόταν κάτι διαφορετικό από τα εκατοντάδες (χιλιάδες; ποιος ξέρει;) που είχαν προηγηθεί -αν εκείνο το πρωινό υπήρξε ποτέ-, τον προστάτευε από τον φόβο του Θοδωρή, να καταντήσει με μοναδικό του συνοδοιπόρο εκείνο το γκραντζ γκραντζ, το αναθεματισμένο τρίξιμο του ανεμιστήρα, από τον φόβο του θείου Γιάννη, να τα τζογάρει όλα για όλα και να τα χάσει όλα (ρίχνοντας τα στη μπλόφα, και όχι στις επιλογές του), από τον φόβο του γρήγορου Γρηγόρη, που είδε το Κατερινάκι να τον εγκαταλείπει μετά από εκείνο το τούνελ που ξεκίνησε από ένα μπαρ (το θυμήθηκε τώρα!), από τον φόβο του Σωτήρη που προσάρμοζε διαρκώς τον εαυτό του υποβαθμίζοντάς τον σε ένα άθλιο ανθρωπάκι, για να μη χάσει τη Στέλλα – κι έτσι δεν κατάφερνε να την κερδίσει.
Εξάλλου, στον έρωτα, νοστιμίζουν οι φόβοι, ακριβώς όπως στον χειμώνα, νοστιμίζει ο ήλιος (σ. 161, 155). Αποκτούν αξία, ακριβώς όπως αποκτά αξία η ζωή. Η μοναδική στιγμή που ο Πέτρος δεν φοβάται, ήταν όταν έχει πιστέψει, για λίγο, ότι όλα έχουν τελειώσει. Τότε «Τίποτα δεν τον φοβίζει, τίποτα δεν τον ταράζει, τίποτα δεν ποθεί και τίποτα δε βρίσκει άξιο λόγου ή παρατήρησης. Μηδενική διακύμανση εν τη απουσία της, μια ίσια γραμμή σ’ έναν κόσμο που γυρίζει αδιάφορα και χωρίς σκοπό.» (σ. 161)
Η λεπτή γραμμή, όμως, είναι όταν ο φόβος κυριαρχεί, σε βάρος της ζωής. Οι ήρωες του βιβλίου, με τον δικό του, διαφορετικό τρόπο ο καθένας και η καθεμία, διεκδικώντας τον έλεγχο της ζωής τους, δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της. Και πνίγονται στις ενοχές, κοροϊδεύουν τον εαυτό τους, όπως λέει, σε εκείνο το ξέφωτο στο βουνό, η Μάρθα (πάλι η Μάρθα!): «γιατί ενοχές έχουν αυτοί που νομίζουν πως όλα περνάνε από το χέρι τους! Και οι ενοχές είναι το αντίτιμο αυτής της ψευδαίσθησης που δε λένε ν’ αποχωριστούν» (σ. 237). Κι έτσι, έρχονται εκείνα τα μεγάλα ξημερώματα, που δεν χαρίζονται · που «οι μοναχικοί άνθρωποι μένουν μόνοι με τη μοναξιά τους και οι δειλοί μόνοι με τη δειλία τους.» (σ. 277)
Άρα; Κι αν δοκιμάσουμε τον απεγκλωβισμό από τα παιχνίδια του μυαλού; Τον απεγκλωβισμό από τον τρόπο που έχουμε μάθει να παίζουμε το παιχνίδι; Πράγματι, «γιατί αυτό το γαμημένο πατ το λένε ισοπαλία, έχασα, αν είμαι υποχρεωμένος να μείνω για πάντα ακίνητος εδώ, τι ισοπαλία μου τσαμπουνάτε, αυτό είναι ήττα καθαρή, συντριπτική, αμετάκλητη.» (σ. 254) Αλλά πάλι, ίσως απλά χρειάζεται να πάρουμε μια απόσταση, και να δούμε καλύτερα τη σκακιέρα. Και ίσως αυτό σημαίνει να δούμε τα πράγματα πιο απλά. Όπως τα παιδιά – όπως το μικρό κορίτσι που όταν ρωτά «-Και τι θα κάνεις τώρα που τελείωσες;» για να λάβει την απάντηση «-Δεν ξέρω.», δεν διστάζει να ζητήσει: «-Δεν θέλω να φύγεις.» (σ. 280) Οκτάνα θα πη πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας εποχάς του βίου.
Ή πάλι, μπορεί καμιά φορά να αρκεί μια αγκαλιά, σαν εκείνες τις 4-5 αγκαλιές που παρεμβάλλονται στα παιχνίδια του μυαλού στις ιστορίες μας, και λένε πολύ περισσότερα από χίλιες λέξεις, και χίλιες σκέψεις που κάνουμε μόνοι μας με τον εαυτό μας. Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του. Και τελοσπάντων, δεν μπορούμε να μιλάμε τόσο πολύ καιρό μόνοι μας με τον άλλο. Ας δοκιμάσουμε, έστω, να μιλήσουμε μαζί. Να παίξουμε μαζί, την παρτίδα που έχουμε αφήσει στη μέση (σ. 257).
Καλώς ή κακώς, η Οκτάνα όντως δεν συμβαίνει άμα δεν ψάχνεις να τη βρεις. Αν θέλουμε πράγματι να ζήσουμε την κατά Τσιώλη «ζωή που δεν τη φανταζόμαστε», δεν μπορούμε να αυταπατόμαστε ότι όλα θα γίνουν τακτοποιημένα, και μέσα στα κουτάκια μας. Οκτάνα, φίλοι μου, θα πει, απόλυτος μη συμμόρφωσις με ό,τι αντιστρατεύεται, ή μάχεται, ή αναστέλλει την έλευσιν της Οκτάνα. Ή αλλιώς, έχει δίκιο ο Σωτήρης, που αποζητά έναν χορό από τις Σειρήνες του: Δεν γίνεται και να δεθείς στο κατάρτι, και να ακούσεις το τραγούδι τους. «Αλήθεια πιστεύεις ότι οι Σειρήνες, σαν είδαν πως δεν μπορούν να τον κάνουν δικό τους, του έκαναν το χατίρι να τραγουδήσουν κανονικά; Μόνο κάτι φάλτσα στιχάκια τού πρόσφεραν και τίποτ’ άλλο. Γιατί για ν’ ακούσεις τέτοιες μελωδίες, πρέπει να ’σαι λυτός κι έτοιμος για όλα.» (σ. 276)
Τελοσπάντων, δεν ξέρω αν μπορούμε να βγούμε από τον χειμώνα. Ξέρω ότι μόνο κάποιος που έχει ζήσει χειμώνα, μπορεί να νιώσει στ’ αλήθεια τι σημαίνει να νοστιμίζει ο ήλιος, μόνο κάποιος που θυμάται, ίσως, πώς μύριζε η εποχή πριν το τούνελ, μπορεί να βρει τις χαραμάδες του, κι ότι αν υπάρχει ένας τρόπος να αμφισβητήσουμε την καινούρια διάταξη των εποχών, είναι να το δοκιμάσουμε. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ζήσουμε από το να ζήσουμε, και αυτό σημαίνει να εμπιστευτούμε – ακόμα κι αν αυτό περιλαμβάνει, που πάντα περιλαμβάνει, το ενδεχόμενο ταχείας πρόσκρουσης με τον τοίχο. Οκτάνα θα πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εντέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν.
Κι έτσι, και το τέλος του βιβλίου, μου φάνηκε με έναν περίεργο τρόπο αισιόδοξο. Αν μη τι άλλο, μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε από ψηλά την σκακιέρα της ζωής μας, και να πάρουμε μια επιλογή. Με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα – αλλά πάντως, όχι με ευκολίες, έτοιμοι/ες να φύγουμε στην πρώτη στροφή. Να φτιάξουμε τους πίνακες της ζωής μας και να είμαστε έτοιμοι να τους βάλουμε, ίσως, φωτιά, σε ένα ξέφωτο, χορεύοντας το ελλειπτικό μας βαλς του ουρανού. Αναλαμβάνοντας την ευθύνη μας, και αντιλαμβανόμενοι ταυτόχρονα ότι δεν περνούν όλα από το χέρι μας – και πολύ περισσότερο, από το μυαλό μας. Εξάλλου, κι η τύχη, «άλλες φορές αδέξια κι άλλες με στυλ, διατηρεί εντέλει πάντα μια συνέπεια και μια συνοχή.» (σ. 206) Τίποτα δεν είναι ακριβώς τυχαίο – σ’ αυτό, είχε δίκιο ο Άγγελος: «Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο και η δική μας αντίδραση –θ’ αρπάξουμε την ευκαιρία ή θα την αφήσουμε να χαθεί;– είναι που γονιμοποιεί τα άτακτα γεγονότα.» (σ. 203)
Μόνο που μέσα σε αυτό, για να επιστρέψω και να κλείσω με το ζήτημα του χρόνου, να μη γελιόμαστε: Είναι, πράγματι, πάρα πολλές οι φορές που μπορούν οι αυταπάτες να κρύψουν βολικά την αλήθεια, και εμείς να πιστέψουμε ότι θα το σκάσουμε και θα έρθουμε, και πάλι, στην αφετηρία. Η Μάρθα σωστά υπερασπίζεται τον Μίδα, και την ασέβειά του στους θεούς. Ο Μίδας βέβαια έκανε λάθος, και το πλήρωσε – όχι με τα αυτιά γαϊδάρου, που τα κρύβει μόνο και μόνο για να μη δεχτούν οι άνθρωποι τη νίκη των θεών, αλλά με την αφήγηση που επικράτησε για την ιστορία του. Δοκίμασε, πίστεψε σε εκείνη την πόλη, και δεν νιώθει άτυχος. Αλλά το λάθος του, του κόστισε όλο του τον χρόνο – κι αυτό είναι το πραγματικό του σφάλμα από το οποίο αποζητά απεγνωσμένα να μάθουν οι άνθρωποι (σ. 86-7). Ας θυμηθούμε τη συνομιλία του Πέτρου με εκείνον τον επαίτη, που δεν ήταν επαίτης, αλλά απλώς πήγαινε στην αγορά με ψιλά και κέρματα αντί για ράβδους χρυσού (σ. 264):
«-Ξέρω όμως ότι άφησες κάτι πολύτιμο για κάτι που δεν αξίζει.
-Αν εννοείς την Αγνή, δεν την άφησα. Θα τη συναντήσω αύριο.
-Ήταν μπροστά σου και την άφησες.
-Σου είπα, θα τη συναντήσω αύριο.
-Είσαι σίγουρος;»
* η κεντρική φωτογραφία είναι των Daniel Rueda και Anna Davis Benet, από το SCHRIN magazine