Ο ήλιος των Φόρμαν και Ταβιάνι
Αφιερωμένο εξαιρετικά στον Μάρκο Μπελόκιο
Από τον Φόρμαν στον Βιτόριο Ταβιάνι, από τη Φωλιά του κούκου στη Νύχτα του Σαν Λορέντζο, το σινεμά αιμορραγεί, σχεδόν πεθαίνει, χωρίς οι επίγονοί του (πλην εξαιρέσεων) να του δώσουν μια μετάγγιση παράτασης ζωής. Οι υποδειγματικοί τρόποι αφήγησης εγκαταλείπονται στις ασυνάρτητες μυθοπλασίες και η άψογη γεωμετρία των κάδρων στις φτιαχτές (υποκριτικές) ανορθογραφίες των πλάνων, δήθεν για πρωτοπορία.
Ο Φόρμαν και ο Βιτόριο Ταβιάνι, πεθαίνοντας στο δρόμο για τα 90 τους, ουσιαστικά δηλώνουν παρόντες για να μας θυμίσουν ότι αυτοί είναι το σινεμά και όχι οι φτηνές απομιμήσεις. Αλλονζανφάν, η μεγάλη ουτοπία της επανάστασης και η αδυναμία των ιστορικών ηρώων να σταματήσουν να αμφιταλαντεύονται ιδεολογικά. Η νύχτα του Σαν Λορέντζο, η νύχτα που έπεσε ο φασισμός τρυπημένος από το ακόντιο της αντίστασης. Χάος, η απόλυτη αρμονία των εικόνων και της μουσικής. Στη φωλιά του κούκου, το σχόλιο για την αφασία, την κοινωνική λοβοτομή και την απόδραση του ενός (του αρχέτυπου). Υπόθεση Λάρι Φλιντ, το λερωμένο πρόσωπο μιας υποκρισίας. Ραγκτάιμ, στο ρυθμό της ιδεολογίας και δίπλα στην Πύλη της Δύσης, τα δυο πιο τολμηρά μαρξιστικά δημιουργήματα του αμερικανικού σινεμά. Η φυγή, γιατί μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις. Τα φαντάσματα του Γκόγια, δηλαδή οι βρυκόλακες της βαρβαρότητας και του επεκτατισμού. Σαν Μικέλε, επειδή πάντα θα πιστεύουμε στην ουτοπία και την υπέρβαση. Φωτιά, πυροσβέστες, γιατί η γραφειοκρατία είναι ανίκητη παντού. Στις Τρίχες, οι χαίνουσες πόρτες των αμερικανικών μεταγωγικών που γεμίζουν με φαντάρους για το μακελειό του Βιετνάμ συνοδεύονται από το αριστουργηματικό άσμα «Let the sunshine in» ως ελπίδα για τον ιδεολογικό ήλιο που θα συντρίψει τους βρυκόλακες της συντήρησης. Φόρμαν και Βιτόριο Ταβιάνι βρίσκονται ήδη στην περιοχή του ήλιου. Μας φωτίζουν λίγο και μας παρέχουν μια ζεστασιά, υποσχόμενοι ότι το καλό σινεμά πάντα θα είναι εδώ, έστω ως διαθήκη. Και για όσους ασχολούνται και με την αισθητική, σκηνοθετικά οι Ταβιάνι επέλεγαν πλάνα-σεκάνς ως το θέατρο της ιστορίας, ενώ ο Μίλος Φόρμαν μεγάλα συμπαγή, σταθερά πλάνα που τα «έσπαζε» μέσα από διαφορετικές γωνίες λήψης και κάδρα που παρέπεμπαν σε ζωγραφικούς πίνακες.