«Ο ανυπόφορος γκάουτσο», του Ρομπέρτο Μπολάνιο
Ο λόγος του Μπολάνιο καλπάζει
Ο Μπολάνιο μπαίνει σε ελληνικό καφενείο. Το φιλοπερίεργο βλέμμα του γρήγορα στέκεται στα πρόσωπα και γρήγορα προχωρά στα αντικείμενα. Λίγο πριν το μεσημεριανό φαγητό. Λίγες κουβέντες, πολλές, δυνατές, χαρτοπαίγνιο, μεζέδες και τσίπουρο. Ο ξένος δεν τραβά την προσοχή κανενός. Κάθεται. Βγάζει το πακέτο με τα τσιγάρα. «Τι να σας φέρω», τον ρωτάνε. Με τα σπαστά ελληνικά του λέει «τσίπουρο». Η παραγγελία έρχεται. Υπάρχει ακόμα μία απαίτηση. «Θέλω να κουβεντιάσω. Θα με ακούσετε;». Αρνητική απάντηση. Οι θαμώνες κοιτάνε τα ποτά τους, τον καφέ τους και χαρτιά τους. Ο Μπολάνιο θα βγάλει το σημειωματάριο του. Βάζει το μολύβι στο χαρτί και πριν γράψει «κανείς δεν θέλει να ακούσει για τον θάνατο της πραγματικότητας», η κόρη του ιδιοκτήτη του καφενείου έρχεται και του δείχνει το λευκό της κουνέλι. Πριν ειπωθεί οτιδήποτε, ο μεγάλος και σοφός ταξιδιώτης ρωτά το κοριτσάκι, «θα βρει πότε το ζωάκι σου τον δρόμο για την κουνελότρυπα;». Το εξαιρετικό αρχίζει να φανερώνεται. Το καφενείο ερημώνει. Ατακτοποίητες οι καρέκλες. Το σκονισμένο φως του μεσημεριού εγκλωβίζει τον δραπέτη του θαύματος και τον καφετζή που ξεκουράζεται. Τα απλά και τα συνηθισμένα φανερώνουν δειλά το σώμα, την ύπαρξή τους. Τα λίγα τετραγωνικά του επαγγελματικού χώρου γίνεται πεδίο δράσης, απόδρασης. Και κάπως έτσι, «Ο ανυπόφορος γκάουτσο» (Εκδόσεις Αγρα) καλπάζει στις σελίδες του Μπολάνιο.
Η εισαγωγή, το πρώτο και κρίσιμο πλησίασμα, είναι η αντανάκλαση και η αντήχηση που με τον τρόπο του απαιτεί ο Χιλιανός. Τέσσερα διηγήματα και δύο διαλέξεις. Λίγα λόγια γι’ αυτό που κρύβεται, γι’ αυτό που σιωπηλά ξεσπά, γι’ αυτό που περνά και δεν χάνεται. Ο Μπολάνιο πάνω από την πραγματικότητα και στο ψηλότερο σημείο του κόσμου έχει την καλύτερη θέα αυτού που ζούμε, ζούσαμε και θα ζούμε.
Η παρατήρηση, βασική ασχολία του συγγραφέα, εδώ έχει την εξής αποστολή: να ενώσει το υπερρεαλιστικό με το ρεαλιστικό πνεύμα. Και ο Μπολάνιο είναι αυτός που με μαεστρία αποφασίζει να κάνει τα δύο ένα ή να τα βάλει απέναντι σε τέλειες, συμμετρικές, παράλληλες πορείες. Ο Μπολάνιο θέλει να δώσει στον αναγνώστη το ανοίκειο, να τον φέρει σε επαφή με το απίθανο και θέλει να το κάνει ήρεμα, αθόρυβα μα και αποφασιστικά. Η επικοινωνία με τον αναγνώστη, χωρίς να την εκβιάζει φυσικά, η άμεση αποκάλυψη αυτού που συγκρούεται μέσα του, αυτός ήταν πάντα ο στόχος του. Γι’ αυτό και οι λογοτεχνικές φόρμες ελάχιστη σημασία έχουν στην περίπτωσή του. Πρώτα είναι ο τρόπος, η κίνηση της αφήγησης και μετά ο χώρος και τα όρια.
Το έργο του Μπολάνιο είναι στιβαρό και άμεσα αναγνωρίσιμο. Μπορείς να πάρεις αποσπάσματά του, να φτιάξεις κάτι νέο και αυτός θα είναι πάλι εκεί, ατόφιος. Ειρωνεία, κίνηση στην περιοχή του αθέατου, αστυνομική πλοκή, αναφορά σρον Κάφκα, κριτική και σατιρικό πνεύμα για τη λογοτεχνία και απομυθοποίηση θανάτου. Αυτά είναι τα υλικά που συνθέτουν το «Ο ανυπόφορος γκάουτσο». Και να δύο «μπολανικές» στιγμές. Η πρώτη. Τι να κάνω, σκεφτόταν ο δικηγόρος ενώ περιπλανιόταν στην πόλη των ερώτων του, που πότε την αναγνώριζε και πότε δεν την αναγνώριζε […] Οι σκιές της πόλης δεν του έδιναν καμία απάντηση. Βουβές, όπως πάντα, παραπονέθηκε ο Περέδα. Αλλά με το πρώτο φως της μέρας αποφάσισε να γυρίσει [σ. 62]. Η δεύτερη. Λέει ο Κανέτι στο βιβλίο του για τον Κάφκα ότι ο πιο μεγάλος συγγραφέας του 20ου αιώνα κατάλαβε ότι τα ζάρια είχαν ριφθεί και ότι τίποτα πια δεν τον χώριζε από τη γραφή τη μέρα που για πρώτη φορά έφτυσε αίμα. Τι θέλω να πω όταν λέω ότι τίποτα πια δεν τον χώριζε από τη γραφή του; Ειλικρινά δεν ξέρω πολύ καλά. [σ.190]. «Ο ανυπόφορος γκάουτσο» αποδεικνύει την ικανότητα του Μπολάνιο να κάνει την κατάσταση μοναδική και να αφηγείται ιστορίες, όσο «απίθανες» κι αν φαντάζουν. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στον Κρίτωνα Ηλιόπουλο.