Ο Αστακός, του Γιώργου Λάνθιμου

Ωριμάζοντας στη φόρμα, μα όχι και στο περιεχόμενο...

| 22/10/2015
★★☆☆☆

Με τους στίχους ενός μελαγχολικού τραγουδιού του Αττίκ «Από μέσα πεθαμένοι και απ’ έξω ζωντανοί» να σκιαγραφεί την βασική ιδέα του νέου του έργου, ο Λάνθιμος επιστρέφει στους θεμελιώδεις προβληματισμούς της καλλιτεχνικής του πορείας, αλλά αυτή την φορά αρκετά πιο ώριμος αφηγηματικά και κινηματογραφικά. Όλα τα στοιχεία του ύφους του που κατοχύρωσαν μια νέα φόρμα απεικόνισης ιδεών στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο – το γνωστό weird wave -, βρίσκονται για άλλη μια φορά παρόντα, μα στημένα με σχετική οικονομία και με τρόπο που μοιάζουν και είναι αναγκαία, ώστε το προσδοκούμενο αποτέλεσμα να συγκλίνει μεν, μα να αποφεύγει δε, τη γνωστή του, από όλη του την εργογραφία, σχηματικότητα και φορμαλιστική στεγνότητα. Και σε τούτη την κριτική θα καταπιαστώ περισσότερο με τα στοιχεία της κινηματογραφικής εξέλιξης του δημιουργού, παρά με το έργο αυτό καθεαυτό, που δεν ενθουσιάζει, γιατί πέραν της ιδέας και της αρχικής του υλοποίησης, δυστυχώς, μετράει τις αντοχές μας ως άγονο νοηματικά.

Ο σουρεαλισμός και η αλληγορία –που στην τελική, γιατί τόση; – είναι τα στοιχεία που ανυψώνουν το έργο και παράλληλα αυτά που το αφήνουν ξέμπαρκο να ταξιδέψει. Γιατί το λέω. Οι συμβολισμοί που είναι εξαρχής εμφανείς, καλοδουλεμένοι και επαρκώς κινηματογραφημένοι, συνεχίζουν καθ’ όλη τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας να παραμένουν στα ίδια αρχικά επίπεδα, δίχως να εξελίσσονται, να βαθαίνουν και να διεισδύουν με στόχο μια πληρέστερη ψυχογραφία των χαρακτήρων και του κόσμου για τον οποίο μιλάει. Έτσι, ο Λάνθιμος ξεκινώντας από το Α, καταλήγει στο Α. Μένει αμετακίνητος. Δεν καδράρει μια ιδέα για να μελετήσει άλλες τόσες, αλλά προσπαθεί να βγάλει όλο και περισσότερο ζουμί, από τη μια και αρχική. Ποια; Τον εξαναγκαστικά μηχανικό και κατά συνέπεια απάνθρωπο αυτοεξευτελιστικό τρόπο ζωής που αφαιρεί τα αισθήματα και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Το ξενοδοχείο στο οποίο οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι μέσα σε 45 μέρες να βρούνε μετά βίας ταίρι, αλλιώς μετατρέπονται σε ζώα και εξορίζονται στα δάση, είναι ένα κατάλληλο εργαλείο για την μελέτη μιας δυστοπικής αντανάκλασης της δυτικής κοινωνίας. Όμως, αυτό το εργαλείο, όπως ορίζει και η ίδια η έννοια, είναι μέσο και όχι αυτοσκοπός. Μέσο και μέθοδος για μελέτη και εκμαίευση νέων ερωτημάτων, νέων σκέψεων. Κάτι που στην ταινία, δεν βρίσκουμε. Έτσι, αντί για εμβάθυνση, βλέπουμε μια φλυαρία στο δεύτερο μέρος που μετατρέπει την όλη ταινία σε μια αδύναμη προσπάθεια, που δεν λέει κάτι στοχαστικά επαρκές.

IMG_2135.CR2Τι όμως, βλέπω ως θετικό; Μίλησα για ωριμότητα. Γιατί; Λόγω της πιο ισορροπημένης χρήσης, αυτή την φορά, των τεχνικών αφήγησης που περικλείει μέσα του ένα κινηματογραφικό έργο. Η πλοκή στο σενάριο, οι γωνίες λήψεις, η κίνηση της κάμερας, το κοφτό μοντάζ, η χρήση slow motion, το σεναριακό χιούμορ, η χρήση αφήγησης και μουσικής, δίνουν την αίσθηση της συμβατικότητας στο οπτικό αποτέλεσμα, τονίζοντας παράλληλα και τα στοιχεία που ορίζουν το προσωπικό του ύφος. Δεν βλέπουμε ένα ξερό μοτίβο, μα μια αφηγηματική ταινία με αρχή, μέση, τέλος.

Επίσης, η ανεκφραστικότητα που βασιλεύει στο έργο του Λάνθιμου, εδώ βρίσκει την σωστή της ισορροπία. Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι ξένοι ηθοποιοί με την διαφορετική και πολύ μεγαλύτερη υποκριτική εμπειρία, η ξένη (αγγλική κατά βάση) γλώσσα που ως συνήθεια (ίσως γιατί δεν είναι μητρική) την αναγνωρίζουμε ως κινηματογραφικώς σωστή, είναι στοιχεία, που δίνουν στη στεγνότητα των χαρακτήρων, τελικά, μια άλλη εκφραστικότητα που λειτουργεί. Έτσι, οι ιδέες του δημιουργού αποκτούν μια υπόσταση και μια οικουμενική αύρα. Γι’ αυτό αναρωτιέμαι αν ήταν τροχοπέδη στην δουλειά του, το γεγονός ότι ο Λάνθιμος που ποτέ δεν έκανε εθνικό κινηματογράφο, προσπαθούσε, ωστόσο, να μιλήσει για γενικευμένα ζητήματα μέσω εθνικών οδών (cast, χώροι κτλ) που έμοιαζαν αταίριαστοι. Με τον «Αστακό» κάνει μια ταινία που στέκεται ως παγκόσμια και στο τρόπο γυρίσματος και στον τρόπο αφήγησης. Δεν είναι Αγγελόπουλος, δεν είναι Βούλγαρης, δεν είναι Φέρρης, δεν είναι Δαμιανός. Έχει απωλέσει το εθνικό. Αν και Έλληνας δημιουργός, δεν κάνει ελληνικές ταινίες, δεν αφορούν την χώρα μας, την ψυχοσύνθεση και τον λαό μας. Αυτό να το έχουμε πάντα στο νου μας. Παράλληλα, πρέπει στο μέλλον να απεμπλακεί από τις αβαθείς, μονοεπίπεδες και σχηματικές προβληματικές, περικλείοντας στο φιλμικό κάδρο ένα σύνολο ιδεών που να μπορούν να ταράξουν τις νοητικές και συναισθηματικές ανάγκες του κοινού.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.