Ο Γιώργος Ζώης μιλά σΤο Περιοδικό

Ήρωας χωρίς πόνο και χωρίς ενοχές δεν υπάρχει...

| 21/02/2016

Συνέντευξη-Επιμέλεια: Αντιγόνη Ρώτα / Φωτογραφίες: Γιάννης Καραμπάτσος

Σε ένα κατάμεστο θέατρο, η παράσταση της «Ορέστειας» έχει μόλις ξεκινήσει. Μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών με όπλα στο χέρι, διακόπτει την παράσταση και παίρνει το λόγο. Η ομάδα που αυτοαποκαλείται χορός, προσκαλεί το κοινό να συμμετάσχει στην εξέλιξη του μύθου. Το κοινό γοητευμένο από αυτό που του παρουσιάζεται θα εθελοτυφλήσει και πολύ γρήγορα θα εγκλωβιστεί  σε μια θολή κατάσταση, λεπτών ισορροπιών που η πραγματικότητα από τη μυθοπλασία θα είναι δυσδιάκριτη.

Το Interruption, του Γιώργου Ζώη, αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη και  προβάλλεται με μεγάλη επιτυχία στην Ταινιοθήκη. Μετά από δυο μικρού μήκους ταινίες,  το «Casus Belli» που κέρδισε το βραβείο καλύτερης μικρού μήκους ταινίας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και το «Τίτλοι Τέλους», βραβείο EFA καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας, ο Γιώργος Ζώης ξεφεύγει από τις συνηθισμένες φόρμες και μας προσκαλεί σε έναν πολύ ενδιαφέρον δικό του κινηματογραφικό κόσμο. Σκηνοθεσία, ηθοποιοί, φωτογραφία και μοντάζ, όλα αριστοτεχνικά δεμένα καταφέρνουν πολύ αρμονικά να σε βγάλουν από την αίθουσα του κινηματογράφου και να σε μεταφέρουν στο δικό τους παγιδευμένο κοινό.

Συναντήσαμε το Γιώργο Ζώη και μιλήσαμε για τη νέα του ταινία, τις πολιτικές εξελίξεις, τον…Βίτγκενσταϊν και τη στάση που οφείλει να κρατά σήμερα ένας δημιουργός απέναντι στο έργο του και απέναντι στη νέα αυτή πραγματικότητα που ξεδιπλώνεται…

Γιατί Ιnterruption;

Interruption, δηλαδή διακοπή. Η διακοπή εμπεριέχει αυτό το δισυπόστατο, το αμφίσημο.  Στην ταινία γίνεται μια διακοπή, αλλά στη συνέχεια οι εισβολείς συνεχίζουν το μύθο κανονικά. Στην πραγματικότητα, δεν  γνωρίζεις αν πρόκειται, όντως, για μια διακοπή. Αυτή η αμφισημία είναι ένα στοιχείο που διατρέχει όλη την ταινία. Επίσης, το interruption, αν το κόψεις στη μέση, είναι inter και ruption. Είναι σαν μια εσωτερική ανάφλεξη. Κάτι που έχει σχέση και με τον ίδιο τον ήρωα, τον αρχηγό των εισβολέων.

Επιλέγεις την Ορέστεια. Το θέμα της ενοχής είναι ένα από τα κεντρικά θέματα στην Ορέστεια. Σύμφωνα με τη Ζακλίν ντε Ρομιγύ (Jacqueline de Romilly), ο Ορέστης που βιώνει τις ενοχές για την πράξη του και αποζητεί την κάθαρση είναι το μοντέλο του δυτικού ανθρώπου, ενώ όλο το έργο αποτελεί σύμφωνα με την ίδια αρχέτυπο του δυτικού πολιτισμού. Σε ποιο βαθμό η Ορέστεια είναι επίκαιρη κατά τη γνώμη σου? Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ενοχική κοινωνία σήμερα, για έναν λαό με ενοχικά σύνδρομα και αν ναι, απέναντι σε ποιόν? Λέει κάποια στιγμή ο ήρωας σου ότι δεν έχουμε ανάγκη από ήρωες, δεν έχουμε ανάγκη από Ορέστηδες. Το ερώτημα είναι δεν έχουμε ανάγκη από ποια στοιχεία του Ορέστη; Τα ενοχικά ή τα ηρωικά που θα τα επιλύσει όλα μόνος του χωρίς κάποιον άλλο.

Ο ‘Ηρωας. Το συγκεκριμένο πρότυπο του ήρωα είναι ένα πρότυπο που συναντάμε επανειλημμένα στην ελληνική και παγκόσμια μυθολογία. Υπάρχουν πάρα πολλοί μύθοι οι οποίοι έχουν παρόμοιους ήρωες. Πρόσφατα, επισκέφτηκα την Ινδία για προβολή της ταινίας. Εκεί, με προσέγγιζαν άνθρωποι και μου έλεγαν για ένα δικό τους Ορέστη, που λέγεται κάπως αλλιώς, αλλά έχει την ίδια ακριβώς ιστορία. Σκοτώνει την μητέρα του και μετά τον διακατέχουν οι ενοχές. Πρόκειται για το αρχέτυπο ενός ήρωα: ήρωας χωρίς πόνο και χωρίς ενοχές δεν υπάρχει. Αλλιώς είναι υπερήρωας.

Στην τραγωδία, ο χορός υποτίθεται ότι εκπροσωπεί την κοινωνία. Στην ταινία ο Χορός σηκώνεται από τα καθίσματα και ανεβαίνει πάνω στην σκηνή. Διαχωρίζεται αμέσως από το κοινό, αν και προέρχεται από τα σπλάχνα του. Ο ίδιος ο αρχηγός του Χορού, φωνάζει ότι «δεν έχουμε ανάγκη από Ορέστηδες», απομακρύνοντας μάλιστα τον πρωταγωνιστή Ορέστη από το κοινό του. Ένας ήρωας για να υπάρχει χρειάζεται ένα κοινό, χωρίς αυτό το κοινό δεν είναι τίποτα. Στη σύγχρονη εποχή το κοινό έχει μάθει να παρακολουθεί ένα θέαμα. Δεν είναι ένα ενεργητικό κοινό. Πρόκειται για μια μάζα, η οποία καθημερινά καταναλώνει χιλιάδες εικόνες, χωρίς να κάνει πραγματικά απολύτως τίποτα. Η μόνη είδηση για την οποία αναλαμβάνει δράση είναι το δελτίο καιρού. Δεν αναφέρομαι σε μειοψηφίες ή μεμονωμένες περιπτώσεις που αντιδρούν, αναφέρομαι στη μεγάλη μάζα του κοινού, η οποία έχει αναπτύξει και μια ηδονοβλεψία απέναντι στην φρίκη της καθημερινότητας μας.

Ο αρχηγός των εισβολέων αμφισβητεί κάποια στιγμή την ίδια την ύπαρξη του Ορέστη ως ήρωα αλλά και των ηρώων γενικότερα,. Αμφισβητώντας ταυτόχρονα και τον ίδιο του τον εαυτό, αφού και αυτός είναι ένας ήρωας. Θα μπορούσες επίσης, να πεις ότι στην ταινία τίθεται συνέχεια και το ερώτημα: «τι είναι το σινεμά;». Το σινεμά έχει τον «ήρωα». Η ταινία, όμως, αμφισβητεί την ανάγκη ύπαρξης των ηρώων. Εάν υπάρχει κάποιος ήρωας με τον οποίο η ταινία θα ήθελε να ταυτιστείς, αυτός είναι το κοινό.

φγηξκλ

Και στις τρεις δουλείες σου ,πειραματίζεσαι με τη φόρμα της αφήγησης ή καλύτερα με τη φόρμα της μη αφήγησής και τη έλλειψης κυρίαρχων χαρακτήρων. Υπάρχει κάποιος κοινός παρονομαστής; Εκτιμάς ότι ζούμε σε μια εποχή που πρέπει να αφηγούμαστε λιγότερο και να ζούμε περισσότερο;

Στην τέχνη, μου αρέσει όταν σπρώχνεις τις φόρμες στα άκρα. Γενικότερα, μου αρέσει μια γλώσσα, η οποία λέει περισσότερα με αυτά που κρύβει, παρά με αυτά που φανερώνει. Με αυτά που υπονοεί, παρά με αυτά που δείχνει. Μια γλώσσα, την οποία κυρίως τη βιώνεις, παρά νοιάζεσαι να την εξηγήσεις. Δεν κάνω ταινίες για να αποδείξω κάτι που ήδη ξέρω. Θεωρώ ότι δεν έχει νόημα να τις κάνω, αν ξέρω ήδη τι θέλω να πω. Αν το ξέρω, καλύτερα να το γράψω σε μια κόλλα χαρτι και να σας το δώσω. Υπάρχει μια κυρίαρχη αφήγηση η οποία απαιτεί και ένα συγκεκριμένο storytelling. Έχεις από τη μια το Hollywood, mainstream,  το οποίο έχει υπερήρωες και φανταστικά μέρη και από την άλλη το ευρωπαϊκό arthouse σινεμά, το οποίο έχει αντιήρωες και παρακμιακά μέρη. Είναι λίγο φωτογενή φρικιαστικά. Εν μέρει, εκμεταλλεύονται αυτή τη φωτογένεια της φρίκης, που πολλές φορές δε διαφέρει από ένα ντοκιμαντέρ του BBC που δείχνει έναν άστεγο μπροστά στο Mεγάλη Βρετανια και έτσι μας δείχνει, τι υποτίθεται ότι συμβαίνει στην Ελλάδα.

Σαν κινηματογραφιστής, αν θες να μιλήσουμε για μια ριζοσπαστικότητα στην τέχνη, πρέπει να αλλάξεις τη φόρμα, γιατί η σημερινή φόρμα σε αποβλακώνει, σε καθοδηγεί να βλέπεις τα πράγματα με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Και όταν εκπαιδεύεσαι έτσι, τότε πολύ εύκολα, μπορεί να σε εκπαιδεύσει ο οποιοσδήποτε να βλέπεις τα πράγματα όπως αυτός θέλει. Ε, εγώ δεν θέλω να ποντάρω σε αυτό το storytelling., δεν θέλω να εκπαιδεύσω κανέναν. Μια ταινία που θέτει ερωτήσεις. Δεν σου δίνει τις απαντήσεις. Θυμάμαι πως ο Βίτγκενσταϊν έλεγε, ότι η φιλοσοφία δεν είναι η απάντηση στα ερωτήματα, αλλά ότι αγωνιούμε να βρούμε ένα φιλοσοφικό ερώτημα για να ξεφορτωθούμε ένα άλλο. Με έναν τρόπο αυτό κάνει και ο κινηματογράφος. Θέτει ένα ερώτημα για να ξεφορτωθεί κάποιο άλλο και να φτάσουμε έτσι πιο κοντά σε μια αλήθεια. Ίσως, και να είναι πλάνη, αλλά σίγουρα είναι μια όμορφη πλάνη.

Με αυτή την ταινία λοιπόν εσύ ποιο ερώτημα ξεφορτώθηκες και ποιο σου τέθηκε;

Το μόνο ερώτημα που ξεφορτώθηκα είναι το πώς είναι να κάνεις την πρώτη σου ταινία. Όλα τα άλλα ερωτήματα μου παραμένουν και βρίσκονται μέσα στην ταινία. Αυτό που πραγματικά αντικατέστησα είναι το μέσα με το έξω. Τα ερωτήματα μου δηλαδή, δεν είναι πια μέσα μου, αλλά στην ταινία. Μπορώ πια να τα βλέπω καθαρά και να μην τρώνε μόνο τις σάρκες μου.

Με μια αφαίρεση, ο Χορος είναι μια ομάδα που σπάει μια κανονικότητα; Ποια κανονικότητα είναι αυτή που κατά τη γνώμη σου πρέπει να σπάσει σημερα;

Εγώ πιστεύω ότι ο Χορός είναι σαν ένας ξενιστής, που τρυπάει μέσα σου και σε καταλαμβάνει και εσύ δεν το έχεις καταλάβει. Όλες οι πράξεις σου γίνονται εξαιτίας του και δεν το καταλαβαίνεις. Δεν το συνειδητοποιείς. Πολλές φορές όταν σπάει μια κανονικότητα, το αντιλαμβάνεσαι καθαρά και λες τώρα έχω δικτατορία, τώρα έχω μια νέα εξουσία. Αλλά στην ταινία βλέπουμε πως οι εξουσιαστές  μπορεί να μεταμφιέζονται σε έναν χορό και να κάνουν πραγματικά hijack μια ολόκληρη κοινωνία, έναν ολόκληρο κόσμο. Οι εισβολείς αιφνιδιάζουν τους πάντες “in disguise”, ως χορός. Όπως και πάρα πολλοί σήμερα εισβολείς, συστήνονται ως κάτι άλλο, ξένο, διαφορετικό από αυτό που είναι. Και αν η παράσταση που δώσουν είναι καλή, τότε θα τους χειροκροτήσεις ακόμη και να έχουν κάνει τα πιο στυγερά εγκλήματα.

Πως βλέπεις τη κατάσταση που διαμορφώνεται στη Ελλάδα με τις τελευταίες εξελίξεις, το δημοψήφισμα και το νέο 3ο μνημόνιο. Υπάρχει ελπίδα για μια άλλη προοπτική ή η ελπίδα εξαντλήθηκε με το ΣΥΡΙΖΑ;

Ε! αυτό είναι απλό. Επικρατεί ένα κλίμα σύγχυσης, που κανείς δεν γνωρίζει τί είναι πραγματικό και τί οχι, ποιες είναι οι προθέσεις και τι ρόλο παίζει ο καθένας. Ό,τι γίνεται και στην ταινία. Όλα τα οικοδομήματα τα στηρίζουμε σε κάποιες αρχικές υποθέσεις. Αν η μάζα λοιπόν, θεωρήσει ότι κάποιος είναι ο σωτήρας της και μετά αυτός ο Σωτήρας αποδειχθεί ότι δεν είναι τίποτα από εναν απατεώνα, τότε η μάζα πέφτει από τα σύννεφα. Και το επόμενο στάδιο είναι η αυτό-υποτίμηση. Οι ενοχές. Το συλλογικό ασυνείδητο που λέει ότι μου αξίζει τελικά που παραπλανήθηκα. Πράγμα που δεν ισχύει, γιατί  ο μηχανισμός της εξουσίας είναι ύπουλος και πιο δυνατός από σένα. Ο εγκέφαλος είναι και το πιο ευάλωτο όργανο του ανθρώπου για να ξεγελαστεί. Από την άλλη βέβαια, ενώ νιώθεις ότι δεν υπάρχουν πια αυταπάτες, δημιουργούνται καθημερινά νέες και αυτός είναι ένας μηχανισμός για να συνεχίσουμε να ελπίζουμε για ένα καλύτερο αύριο. Όλα αυτά γιατί υπάρχει η ελπίδα. Τα έχει πει ο Russell: «την ελπίδα πρέπει να την σκοτώνεις πρώτη».

Όσο ισχύει το ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία οι άνθρωποι συνεχώς θα υποφέρουν και θα υπομένουν. Αυτό δημιούργει ένα status quo. Πρέπει λοιπόν, σαν πρώτο βήμα να σκοτώσουμε αυτή την ελπίδα και μετά να δούμε τι θα κάνουμε. 

φγηξκξηγ

Τυχαίνει η Ελλάδα να είναι πέρασμα του μεγαλύτερου προσφυγικού κύματος μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο. Πώς τοποθετείται ένας δημιουργός σε αυτό;

Δυο φίλοι πήγαν να κάνουν ένα βίντεο προώθησης για ένα μουσείο στη Χίο και ξεκίνησαν να τραβάνε με μια κάμερα πάνω σε ένα ιπτάμενο drone. Τραβάγανε το πλάνο για να δείξουν τη φυσική ομορφιά του τοπιού, με τουριστική αισθητική. Το drone  αρχίζει να περνάει πάνω από τα σπαρτά, τα μαστιχόδεντρα, τους κάμπους και φτάνει στη θάλασσα. Το τοπίο είναι μαγευτικό. Το φως ανάγλυφο, η θάλασσα γαλήνια και ξαφνικά μπαίνει μια βάρκα γεμάτη με μετανάστες. Πλησιάζει τη στεριά και βλέπουμε ανθρώπους που πέφτουν στη θάλασσα. Εκεί λοιπόν, μου θύμισε αυτό που λέει ο Χέρτζογκ, πώς υπάρχει αυτό το τυχαίο που εισβάλλει ξαφνικά στο πλάνο και αμέσως το πλάνο σου μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό. Αυτή η τυχαία στιγμή που δε μπορείς να την κατασκευάσεις και να την προβλέψεις, είναι αυτό το μαγικό και εξεγερτικό που μπορεί να σου τύχει όταν φιλμάρεις κάτι. Έχουμε δηλαδή, μια πραγματικότητα, που εισβάλλει μέσα σε ένα κατασκεύασμα. Το προηγούμενο κατασκεύασμά ήταν, σχεδόν, διαφημιστικής ομορφιάς, τουριστικής προώθησης ενός τόπου και ξαφνικά εισβάλλει η πραγματικότητα και σου καταστρέφει αυτό το υπέροχο έτοιμο προς πώληση πλάνο. Αν γίνει cut πριν το σημείο εκείνο, είναι μια διαφήμιση ενώ αν συνεχιστεί γίνεται κάτι άλλο πολύ πιο βαθύ και δυνατό, ίσως μια ταινία από μόνη της. Εκεί λοιπόν καταλαβαίνω πια την ρήση του Jean Lyc Godard ότι η κίνηση της μηχανής δεν είναι πια ζήτημα τεχνικής, αλλά ζήτημα ηθικής.