Σκέψεις πάνω στο έργο του Σάμουελ Μπέκετ.
Ο Γκοντό ήταν πάντα εδώ.
Ίσως ο ίδιος να ήταν ο τελευταίος που θα ενέκρινε ένα τέτοιο κείμενο, ένα κείμενο που θα μιλούσε για αυτόν που προσπάθησε να περιγράψει το τίποτα. 25 χρόνια μετά τον θάνατό του μπορεί ήδη να έχει κατορθώσει αυτό που κάποτε είχε αναφέρει στον Ακατονόμαστο:
Υπήρχαν στιγμές που σκεφτόμουν ότι η ανταμοιβή μου που μίλησα τόσο πολύ και τόσο γενναία θα ήταν να ζήσω στη σιωπή.
Κείμενο του Θοδωρή Πελεκανίδη
Ο λόγος για τον Ιρλανδό θεατρικό συγγραφέα και λογοτέχνη Samuel Beckett, ο οποίος απεβίωσε στις 22 Δεκεμβρίου 1989. Μπορεί ο ίδιος να βρήκε τον δρόμο για την σιωπή, όμως το έργο του αρνείται να μείνει σιωπηλό, προκαλώντας τον αναγνώστη με την απλότητά του και το ιδιάζον ύφος του. Στο θεατρικό έργο Περιμένοντας τον Γκοντό, στην «τριλογία» του Μολλόυ, ο Μαλόν πεθαίνει, ο Ακατονόμαστος, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα γραπτά του ο Μπέκετ παρουσιάζει έναν κόσμο βγαλμένο από την πιο ρεαλιστική φαντασίωση του δικού μας, έναν κόσμο απόλυτης κίνησης ή απόλυτης ακινησίας, απόλυτης μοναξιάς ή απόλυτης αγάπης, έναν κόσμο που η αναζήτηση της λύσης είναι μια αέναη διαδικασία χωρίς πιθανότητα επιτυχίας, μια αναζήτηση του τίποτα. Κι όμως, μέσα σε αυτό το λογοτεχνικό σύμπαν ο αναγνώστης του Μπέκετ μπορεί να δει τα προβλήματα του δικού του κόσμου και να ταυτιστεί με την διαρκή αυτή επίδειξη αδυναμίας, η οποία άλλωστε δεν απέχει πολύ από την καθημερινότητά του.
Οι αντιφάσεις στο έργο του Μπέκετ αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό και τις αντιφάσεις της ίδιας του της ζωής. Γεννημένος στην Ιρλανδία το 1906 από εύπορη οικογένεια, προτίμησε τη ζωή στο Παρίσι και το 1940 εντάχθηκε στη γαλλική αντίσταση ενάντια στη ναζιστική Γερμανία. Έγραψε τα περισσότερα έργα του στα γαλλικά και τα μετέφραζε ο ίδιος στην μητρική του γλώσσα. Ακόμη κι αυτή η αποστασιοποίησή του από τα αγγλικά και η γραφή σε μια ξένη γλώσσα αποτελεί στοιχείο της προσπάθειας του Μπέκετ να περιγράψει το απερίγραπτο· όπως επισημαίνει ο Alain Badiou «τα γαλλικά βοήθησαν τον Μπέκετ σαν ένα όργανο για τη δημιουργία ενός συχνά πολύ επίσημου τρόπου, προκειμένου να απομακρύνει την πράξη της γραφής από αυτό που γράφεται». Αυτή η προσπάθεια υπέρβασης της ίδιας της γλώσσας ίσως είναι και ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της πρωτοτυπίας της γραφής του, για την οποία άλλωστε βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1969.
Ο Μπέκετ υπήρξε ένας από τους «ιδρυτές» αυτού που ονομάστηκε «θέατρο του παραλόγου». Στα θεατρικά του αναδεικνύεται ένα κλειστοφοβικό σύμπαν με τους πρωταγωνιστές να προσπαθούν μάταια να θέσουν τέλος στην κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί. Ο Γκοντό δεν θα έρθει ποτέ, όσο κι αν τον περιμένουν ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν. Αυτή η ματαιότητα της αναμονής όμως δεν είναι κάτι απρόσμενο για τους ήρωες, είναι απλά αθέμιτο, χωρίς όμως να είναι άγνωστο. Σε ολόκληρο το έργο οι δύο ήρωες μιλάνε σαν να είναι σίγουροι για την επιτυχή κατάληξη του εγχειρήματός τους (το οποίο είναι η παραμονή στο ίδιο σημείο) και πράττουν σαν να είναι σίγουροι για την αποτυχία του. Σε αντίθεση με την μοναξιά των περισσότερων χαρακτήρων των μυθιστορημάτων του, οι οποίοι συνήθως δρουν κάτω από το βάρος του ενστίκτου και των πρώτων τους σκέψεων, ο ύστερος Μπέκετ, ως θεατρικός συγγραφέας, αλληλοεξουδετερώνει αυτές τις τάσεις μέσα από την επικοινωνία του ζευγαριού. Το ίδιο συμβαίνει και στο Τέλος του Παιχνιδιού, όπου η σχέση των δύο χαρακτήρων, Χαμ και Κλοβ μοιάζει βαθιά αλλά απροσδιόριστη και παρατείνει την μονοτονία της κατάστασης που βιώνουν. Ο Adorno, ο οποίος συχνά στα έργα του εκθείαζε τον Μπέκετ και την καλλιτεχνική συνεισφορά του, σχολίασε για το συγκεκριμένο θεατρικό ότι μπόρεσε να καταστρέψει τις ψευδαισθήσεις του υπαρξισμού για το άτομο, καθώς «το άτομο, ως ιστορική κατηγορία, ως το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής διαδικασίας της αλλοτρίωσης, αλλά και ως μια προκλητική διαμαρτυρία εναντίον της, έχει γίνει το ίδιο κάτι παροδικό».
Ίσως βέβαια αυτή η παροδικότητα του ατόμου να μη φαίνεται πουθενά καλύτερα από όσο στον Ακατονόμαστο. Αναζητώντας την ίδια του την ύπαρξη και γνωρίζοντας ότι είναι καταδικασμένος να αποτύχει, ο ακατονόμαστος ήρωας του μυθιστορήματος αλλάζει διαρκώς όνομα και χαρακτήρα, στην προσπάθεια να αναδειχτεί μέσω του Άλλου. Ο Μπέκετ, στην προσπάθεια του να περιγράψει την αγωνία της εσωτερικής διαμάχης, σπάει ουσιαστικά τον «τέταρτο τοίχο», την απόσταση μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη και επιτυγχάνει την συνένωσή τους μέσω της κοινής τους προσπάθειας να ανακαλύψουν τον εαυτό τους. Η μοναξιά του ατόμου στο βιβλίο, το οποίο ποτέ δεν παραμένει ίδιο, οδηγεί στην άρση της μοναξιάς των ατόμων στον εξω-μυθιστορηματικό κόσμο, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να τα βοηθήσει πραγματικά να βγουν από το αδιέξοδο της παροδικότητάς τους. Ταυτόχρονα ο Μπέκετ καταφέρει και μια βίαιη κριτική ενάντια στο σύστημα που τον έχει διαμορφώσει, αρνούμενος πεισματικά την ταύτιση μαζί του και χλευάζοντάς το:
(…) Μου κάναν και μαθήματα αγάπης, και νοημοσύνης, πολυτιμότατα, πολυτιμότατα. Πρέπει να πέρασε πολύς καιρός από τότε. Μ’ έμαθαν επίσης να μετράω, καθώς και πώς να σκέφτομαι σωστά και λογικά. Αυτές οι γελοιότητες αποδείχτηκαν χρήσιμες σ’ ορισμένες περιπτώσεις, δεν τ’ αρνιέμαι, περιπτώσεις που δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ αν με είχαν αφήσει εξαρχής στην ησυχία μου. Τις χρησιμοποιώ ακόμα, για να ξύνομαι.
Η γραφή του Μπέκετ δεν περιγράφει συναισθήματα, περιγράφει πράξεις που γεννούν εντυπώσεις συναισθημάτων. Οι ήρωές του είναι ψυχογραφημένοι με τέτοιον τρόπο που καθίσταται πολύ ευκολότερο για τον αναγνώστη να δει τον εαυτό του μέσα τους, παρά να τους γνωρίσει καθαυτούς. Το παρελθόν τους είναι άγνωστο, ενώ το μέλλον τους παρουσιάζεται ως ένα μέλλον κάποιου άλλου (όπως στον Μολλόυ), με τον οποίο τα κοινά σημεία είναι τόσο δυσδιάκριτα, ώστε να γίνονται κατανοητά μόνο χάρη στη θέληση του αναγνώστη να διατηρήσει ο ίδιος την δική του συνοχή. Το παρόν τους περιγράφεται με μια ουδετερότητα που δεν αρμόζει στην αρνητικότητα της κατάστασης. Αυτή είναι ίσως κι η μαγεία της γραφής του Μπέκετ, ότι καταφέρνει να παρουσιάσει το υπερβολικά δυσάρεστο ως αυτό που εν τέλει πραγματικά είναι: μία ακόμη πιθανή ζωή μέσα στις άπειρες. Ο τόπος και ο χρόνος είναι πάντοτε αφηρημένοι, σχεδόν άγνωστοι, αλλά υπαρκτοί. Το πολύ και το λίγο, το κοντά και το μακριά, το δίκαιο και το άδικο αποκτούν στα έργα του μια δική τους αξία, ξεφεύγοντας από το υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο και εντασσόμενα μέσα στο πλαίσιο της πραγματικότητας του ίδιου του κειμένου. Έτσι, η παραμικρή αλλαγή στη στάση του σώματος μπορεί να χαρακτηριστεί ως δυνατότητα ελεύθερης κίνησης, ενώ η παρεμπόδισή της είναι ένα ακόμη βήμα προς την ακινησία. Ούτε η απόλυτη κίνηση ούτε και η απόλυτη ακινησία είναι όμως δυνατές, διότι οι χαρακτήρες κινούνται πάντοτε αργά ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον τους, ανάμεσα στον τωρινό και στον μελλοντικό τους εαυτό. Όπως περιγράφει και ο Badiou:
Ο «χαρακτήρας» (…) θα χάσει το ποδήλατό του, θα τραυματιστεί, δεν θα ξέρει πού βρίσκεται και θα χάσει ακόμα κι ένα κομμάτι του σώματός του. Στα κείμενα του Μπέκετ είναι αμέτρητοι οι τυφλοί, οι κουτσοί, οι παράλυτοι, οι γέροι που έχουν χάσει τις πατερίτσες τους, οι αβοήθητοι και οι ανίκανοι, και, στο τέλος, αυτά τα σώματα μειώνονται σιγά σιγά και γίνονται ένα κεφάλι, ένα στόμα, ένα κρανίο (…). Σε αυτό το σημείο αποσύνθεσης ο «χαρακτήρας» φτάνει σε εκείνο το αγνό σημείο στο οποίο η κίνηση γίνεται εξωτερικά δυσδιάκριτη από την ακινησία.
Αυτού του είδους η αντιφατική δόμηση της πλοκής κάνει τα έργα του Μπέκετ να αφήνουν πάντοτε μια αίσθηση ανολοκλήρωτου, ένα είδος πολλαπλού τέλους, όπου η επόμενη σκηνή θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Αυτή όμως η μη τελείωση είναι και το μοναδικό πιθανό τέλος που θα μπορούσε να δώσει συνοχή και νόημα σε αυτό που ο συγγραφέας επιχειρεί να περιγράψει καθ’ όλη τη διάρκεια των έργων του. Αν και πολλές φορές αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης της πραγματικότητας έχει θεωρηθεί αρνητικός κι απαισιόδοξος, ωστόσο η γραφή του Μπέκετ τείνει μάλλον προς την αισιοδοξία. «Πρέπει να συνεχίσεις. Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω». Αυτές είναι οι τρεις τελευταίες προτάσεις του Ακατονόμαστου, όπου η απογοήτευση, η ειρωνεία και η ελπίδα συνδυάζονται με τον πιο συνοπτικό τρόπο. Η απογοήτευση που προκαλεί η αδυναμία, μια αδυναμία μάλιστα να εκτελεστεί μια διαταγή, ένα πρέπει, και ταυτόχρονα η απελευθέρωση από αυτή την υποταγή σε μια ελπιδοφόρα απόφαση για συνέχεια, η οποία όμως ποτέ δεν πραγματώνεται για τον αναγνώστη, αφού το βιβλίο τελειώνει, ειρωνικά, εκεί. Η συνέχεια λαμβάνει πλέον χώρα στον πραγματικό κόσμο, στον κόσμο του αναγνώστη και του συγγραφέα. Με αυτόν τον τρόπο ο Μπέκετ αποδεικνύει ότι η απαισιοδοξία που εκπέμπουν οι χαρακτήρες του είναι η δύναμη για την αισιοδοξία του δικού του χαρακτήρα. Με το τέλος των έργων του δίνει «ραντεβού» με τους αναγνώστες στην κοινή προσπάθεια να αλλάξουν τις καταστάσεις που δημιουργούν την υποταγή και τη δυστυχία.
Θα κλείσω οικειοποιούμενος ακόμα ένα απόσπασμα του Μπέκετ, το οποίο πιστεύω θα αποτελούσε μια «μπεκετιανή» κριτική στην προσπάθεια να αναλύσει κάποιος τον χαώδη κόσμο των καλλιτεχνικών του δημιουργημάτων:
Πάντα μιλούσα, και χωρίς αμφιβολία θα συνεχίσω να το κάνω, για πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν, ή που υπήρξαν, αν επιμένετε, και χωρίς αμφιβολία θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά όχι με την έννοια που τους αποδίδω.