Ο δρόμος του Ρίτσου

Ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.

| 11/11/2017

Κάθε μέρα πέρναγα και δεν έδινα σημασία. Εξάλλου, τι ιδιαίτερο μπορεί να έχει ΑΥΤΟΣ ο δρόμος. Οποτε επέλεγα τη συγκεκριμένη διαδρομή, κοίταγα δεξιά και αριστερά μόνο για να περάσω απέναντι. Για ποιον άλλον λόγο να κοιτάξω ΑΥΤΟΝ το δρόμο νωρίτερα; Ωσπου μια μέρα έπρεπε να περιμένω, εκεί, πάνω στον πεζόδρομο. Λίγο πριν έρθει το ραντεβού μου, γύρισα και κοίταξα. ΑΥΤΟΣ ο δρόμος (Μ. Κόρακα και Παπαναστασίου) είχε κάτι το ξεχωριστό. Εκεί βρισκόταν η πολυκατοικία και το διαμέρισμα που έμεινε ο Γιάννης Ρίτσος κι όπως έγραφε η πλακέτα: «Εδώ έζησε ο Γιάννης Ρίτσος από το 1970 έως το 1990». Με κοίταζε και δεν το είχα καταλάβει. Προσπάθησα και γω να τον κοιτάξω. Ειλικρινά, προσπάθησα.

 

Λίγα λόγια εκτός ποιήματος

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά μαζί με τις φωνές των εργατών που δε δούλευαν, αλλά σήκωναν την 1η Μαΐου όσο το δυνατόν ψηλότερα. Ο πατέρας του λεγόταν Ελευθέριος κι αυτός έγραψε για την «Ελευθερία» που είχε και τ’ όνομα της μητέρας του.

Το 1921 η μόρφωση του διευρύνεται με την εγγραφή του στο γυμνάσιο Γυθείου. Ο μαύρος άγγελος παίρνει τον αδερφό του και την μάνα του (φυματίωση). Στα 15 τα πρώτα ποιήματα στη «Διάπλαση των Παίδων». Το 1925 η οικογένεια του καταστρέφεται οικονομικά. Το είχαν πει τα χαρτιά (χαρτοπαίκτης ο πατέρας). Ερχεται στην Αθήνα και εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα.

Ένα χρόνο μετά  προσβάλλεται από φυματίωση (σαν να το περίμενε) ενώ ο πατέρας του κλείνεται στο ψυχιατρείο του Δαφνίου. Όπως είπε και ο ίδιος: «Ο,τι αγάπησα μου το πήρε ο θάνατος και η τρέλα». Εγγράφεται στη νομική, αλλά δεν φοιτά. Την περίοδο 1927-29 εισάγεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία» και το 1930 μεταφέρεται σε σανατόρια στην περιοχή των Χανίων. Κάποια στιγμή στρέφεται στο θέατρο συμμετέχοντας σε παραστάσεις ως ηθοποιός, χορευτής, σκηνοθέτης. Βρισκόμαστε στο διάστημα 1931-34 και ο Ρίτσος μπαίνει στο δρόμο της φαντασίας και του ονείρου. Εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Τρακτέρ».

Στην κατοχή η υγεία του επιδεινώνεται. Προσχωρεί στο ΕΑΜ. Συνεχίζει να γράφει. Εξορίζεται (σε δυο περιόδους), παντρεύεται, παίρνει βραβεία, ταξιδεύει (Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Κούβα. Λαμβάνει αξιώματα (επίτιμος διδάκτορας, μέλος της Ακαδημίας Μαλλαρμέ, διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών), βραβεία και το γράψιμο δε σταματά ποτέ. Μέχρι να του πάρει το μολύβι ο θάνατος το 1990. Εμείς τον διαβάζουμε…

Το ατέλειωτο μολύβι

Ο Ρίτσος δεν είναι μόνο ποιητής. Είναι άοκνος, ταπεινός εργάτης του πνεύματος και της ζωής. Ισως οι συνθήκες που τον περιέβαλλαν, ίσως τα ταραγμένα χρόνια, ίσως η ευαισθησία του, τον έσπρωξαν να γράψει ένα «βουνό» από ποιήματα. Σα να μην τέλειωνε πότε το μολύβι γι’ αυτόν. Αυτή είναι η πρώτη παρατήρηση στο έργο του, που «περπατάει» σχεδόν μαζί του. Αναμφίβολα κατάφερε να συνδυάσει την ποσότητα με την ποιότητα και σε καμία στιγμή δεν ένιωσε την ανάγκη να αποσιωπήσει κάτι. Και πώς να το κάνει όταν βρισκόταν στα γεγονότα. Δεν έχει σημασία αν ήταν στο επίκεντρο ή όχι, ένιωθε όμως το άγγιγμα τους. Πόλεμος, αντίσταση, εξορία, ταξίδια, πρόσωπα κι όλα τα παρελκόμενα (θάνατος, έρωτας, φύση κ.α). Δεν σταματά όμως εδώ ο Ρίτσος και θα προσπαθήσουμε να μπούμε σε κάποια μονοπάτια του.

ritsow

Δειλή «βουτιά» στο μελάνι

Αν κλείσουμε τα μάτια και αφήσουμε την ανάγνωση σε άλλον, δε θα ακούσουμε (μόνο) ένα ποίημα. Θα ακούσουμε την απαγγελία μιας ιστορίας που έχει χαρακτηριστικά ομηρικού έπους. Μεταφερόμαστε σε προηγούμενες εποχές και περιόδους της νεότερης Ελλάδας. Ο Ρίτσος θέλει να πει πολλά και το χαρτί μοιάζει να μην του φτάνει. Φαίνεται σα να «στριμώχνει» τις λέξεις και τα μηνύματα, τα οποία όμως είναι καθαρά.

Στα ποιήματα του υπάρχουν λέξεις οδηγοί για να «βαδίσει» ο αναγνώστης. Όταν αναφέρεται στην περίοδο 1949-1951 επισκεπτόμαστε «τις γειτονιές του κόσμου». Εκεί ξετυλίγεται το κουβάρι των παρατηρήσεων, των αισθημάτων, των καημών, των στεναγμών, των αναμνήσεων του ποιητή. Αυτές θυμούνται, είναι λυπημένες, καμώνονταν τις ανήξερες. Εκεί μπαίνουμε όλοι. Καθόμαστε στο κατώφλι, στην αυλή, βλέπουμε την άνοιξη να έρχεται πάλι. Εκεί ταξιδεύουμε με τα συναισθήματα μας. Χαρά, λύπη, καλημέρα, ζήτω, αλλά «οι γειτονιές άδειασαν» και πάλι. Η μνήμη γίνεται στενάχωρη:

Κι είδαμε πολύ μαύρο στην καρδιά μας

κι  είδαμε τους αγωνιστές μέσα στα σίδερα

κι είδαμε να κλειδώνονται νωρίς οι πόρτες

όπως τον καιρό της κατοχής

όμως στο πηγαινέλα δεν υπάρχει σταθμός, εγκλωβιζόμαστε σε μια αέναη παλινδρόμηση, στις μεταπτώσεις του θυμικού.

ΤΟΥΤΗ Η ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ δε χαμπαρίζει το θάνατο

……

Ολη τη νύχτα εκατομμύρια χωνιά φωνάζουν πάλι στις γειτονιές του κόσμου.

Για να έρθει ο άνεμος και να καθαρίσει

Να ρίξει τα τείχη

Να ανοίξει του ήλιου παράθυρο

Και να σφυρίξει στις ματωμένες γειτονιές.

 

Για τον Ρίτσο υπήρξαν και πρόσωπα. Κάποια πρόσωπα, που άφησαν τα χνάρια τους. Ο Αρης Βελουχιώτης είναι

Ένα μεγάλο κόκκινο άλογο, ένας αητός με μια σημαία

ενα άστρο αληθινό, πολλή ζέστα.

Ο Νίκος Μπελογιάννης

Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία

Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.

Ο Πάτρις Λουμούμπα είναι ο μαύρος άγιος.

Ο ποιητής καταφέρνει να μπει στις σκέψεις των άλλων και να τις κάνεις δικές του.

Μάλιστα μερικές φορές το κάνει μοναδικά, συνδυάζοντας ελεγειακά και λυρικά στοιχεία.

31 Ιανουαρίου

Μητέρα νύχτα-είπε

τύλιξε με στα μαύρα μαλλιά σου

διάτρητον απ’ τ’ άστρα σου

ζώντας την ταπείνωση

να μην είμαι νεκρός.

(Μιλούσε μόνος προς τον τοίχο.

Η έμφαση είταν φανερή

ίσως ελπίζοντας πως κάποιος τον ακούει).

Η ελεγεία εντοπίζεται στη νύχτα αφού της ζητά να τον πάρει, να τον τυλίξει στο έρεβος. Εκλιπαρεί το θάνατο που δεν έχει έρθει ακόμη. Επειδή τα Ημερολόγια εξορίας αναφέρονται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μπορεί να είναι και δική του επιθυμία, γι’ αυτό γίνεται και λυρικός.

Υπάρχουν στιγμές που δεν υπάρχει τίποτα το αινιγματικό. Στη γραφή συμμετέχει και η φύση. Στο ποίημα με τίτλο «Βουκουρέστι» δε χρονοτριβεί και μιλά αμέσως για την πόλη κι όσα την περιβάλλουν.

Το Βουκουρέστι φέγγει τα πρωινά κατάφωτο

απ’ τα κλιμακωτά, ανθισμένα κηροπήγια των αγριοκαστανιών του

κι απ’ τη γερτή λευκότητα των ακακιών.

Το Βουκουρέστι φλέγεται τα μεσημέρια

Πυρπολημένο από τα κόκκινα άστρα των τριαντάφυλλων.

Κάτι που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, είναι η προσπάθεια του να μιλήσει αλληγορικά για την ποίηση και τον ποιητή. Το ποίημα δεν είναι μόνο ένας τρόπος έκφρασης και «Το χρέος των ποιητών» είναι ακριβώς αυτό.

Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια

Αλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο

Αλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.

 

Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη.

Αλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ’ τ’ ανθισμένα δέντρα.

Αλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο

 

Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν’ ακούγονται.

Αλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια.

Αλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.

 

Τελικά, ο ποιητής είναι κάτι παραπάνω

Το νου σας, σύντροφοι  ποιητές,-ένας ποιητής

είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης  στη βάρδια του,

ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.

Αυτό ήταν και ο Ρίτσος. Γι’ αυτόν δεν είχε σημασία τόσο το πλέξιμο στις στροφές, περισσότερο ήθελε να τεντώσει τα αυτιά των αναγνωστών. Να αφουγκραστούν ό,τι κι αυτός. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τις λέξεις είναι υποβλητικός, καθηλωτικός. Σα μια φωνή που δε σταματά και μας συντροφεύει πάντα. Δεν έζησε μόνο στον ΔΡΟΜΟ που μου κάνει παρέα, αλλά και στις καρδιές μας.

 ritsow

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις