Ο Εξαφανισμένος πλην Ακούσιος Οσιομάρτυρας

Για την εξαφάνιση του Βαγγέλη Γιακουμάκη και τον ρατσισμό που τον θέλει ακόμα εξαφανισμένο

| 25/02/2015

Η υπόθεση της εξαφάνισης του 20χρονου Βαγγέλη Γιακουμάκη, φοιτητή στα Ιωάννινα, αποκαλύπτει σιγά-σιγά, όσο πιο κρυφά γίνεται, πτυχές μια κοινωνίας που μισούμε, μιας κοινωνίας που θέλουμε να αποτελέσει φάντασμα του παρελθόντος, μιας κοινωνίας που γεννάει τέρατα και κατασπαράσσει τους ανθρώπους της. Και όσο πιο γρήγορα αντιληφθούμε ότι η κοινωνία αυτή πρέπει να μείνει πίσω, τόσο λιγότερες “εξαφανίσεις” “ιδιαίτερων” ανθρώπων θα έχουμε να κουβαλάμε στη συνείδησή μας… Για το γεγονός έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου στην ιστοσελίδα Νόστιμον ήμαρ και το αναδημοσιεύουμε: 

Προσωπικά δεν με αφορά η οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα του εξαφανισμένου φοιτητή πέραν από εκείνη του θύματος εγκλημάτων. Τα περί ομοφυλοφιλίας δηλώθηκαν – σύμφωνα με πηγές – από την οικογένεια η οποία μίλησε εμμέσως για ιδιαιτερότητες.

Αν ήταν όμως ομοφυλόφιλο το παιδί έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή εκεί ακριβώς στοιχειοθετείται νομικά και το κίνητρο του εγκλήματος ρατσιστικού μίσους, το οποίο, ως ιδιαιτέρως ειδεχθές, επισείει πολύ δραστικότερες ποινές από μια απλή κατηγορία για ξυλοδαρμό και εκφοβισμό.

Το αν ήταν ή όχι ομοφυλόφιλο ένα θύμα μεθοδευμένου και συστηματικού τραμπουκισμού είναι εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα δικαιοσύνης.

Ακόμα περεταίρω, το να είναι ομοφυλόφιλο το θύμα μεθοδευμένου τραμπουκισμού και αυτή του η ιδιότητα να αποκρύπτεται από τους μάρτυρες είναι οπωσδήποτε απόπειρα συγκάλυψης και παθητική απόπειρα εκτροπής της δικαιοσύνης.

Όλα αυτά βέβαια δεν είναι αθώα λευκά ψέμματα, αλλά κακουργήματα περί ψευδορκίας.

Δεν μου κάνει λοιπόν καθόλου εντύπωση η συγκάλυψη εκ μέρους της οικογένειας του εξαφανισμένου των τουλάχιστον ύποπτων γνωστών και μαρτύρων, αν υποθέσουμε φυσικά ότι υφίσταται συνειδητά κάποια τέτοια συγκάλυψη, κάτι που συμβαίνει όπως τουλάχιστον φαίνεται από τις εκκλήσεις τους «να αφήσει ο κόσμος ήσυχα τα παιδιά» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Και δεν μου κάνει καμία εντύπωση μια τέτοια πραγματικότητα επειδή ξέρω πολύ καλά ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ομοφυλόφιλων παιδιών στην Ελλάδα (και όχι μόνο) υφίστανται διαρκείς απόπειρες ψυχολογικής ή/και σωματικής δολοφονίας από τους ίδιους τους γονείς τους.

Είναι σύνηθες αυτό το φαινόμενο μισανθρωπικής ενδο-οικογενειακής βίας προς τα ομοφυλόφιλα παιδιά, και αμφιβάλλω αν έστω και το 1% των ομοφυλόφιλων δεν έχουν κακοποιηθεί βάναυσα και με κάθε τρόπο πρωτίστως από τον πατέρα τους και από την μητέρα τους, και κατ’ επέκταση από το υπόλοιπο συγγενικό τους περιβάλλον.

Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (και όχι μόνο) γονέων ομοφυλόφιλων παιδιών, όπως μπορούν να επιβεβαιώσουν τα ίδια τα θύματα, προσεύχεται νυχθημερόν και έμπρακτα μεθοδεύει, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, να σφαχτεί/σκοτωθεί/αυτοκτονήσει το ομοφυλόφιλο παιδί τους.

Σύμφωνα με την ψυχιατρική, ο κακοποιός πατέρας συνήθως εκτονώνει σαδιστικά όλο τον ευνουχισμό που έχει υποστεί από την κοινωνία που δεν αφήνει αναπάντητα τα νταηλίκια του και έτσι αναγκάζεται να τα παίρνει ταπεινωμένος ως “δουλειά για το σπίτι”. Το σώμα και η ψυχή του ανυπεράσπιστου (και όμηρου) ομοφυλόφιλου γιου του μετατρέπονται σε πεδίο πολέμου με στόχο την ανάκτηση της χαμένης ανδρικής του αξιοπρέπειας και τιμής.

Από δίπλα η μητέρα Μήδεια-σε-μέγεθος-τσέπης συνήθως σιωπά μοχθηρά, αν δεν συνεργάζεται παντοιοτρόπως και πρωτοβουλιακά στην μεθοδευμένη εξόντωση και κακοποίηση του ομοφυλόφιλου παιδιού από τον κακοποιό πατέρα. Πιθανόν και σεμνοκαυλωμένη, εισπράττει και έμμεση σεξουαλική αυτοεκτίμηση αφού η «κολόνα» του σπιτιού της είναι τέτοιος άντρακλας ώστε «να διδάξει» με την «απαραίτητη πυγμή» στο «απαράδεκτο» παιδί της ώστε και αυτό να μάθει «πως να γίνει άντρακλας» και να πάψει να «επιμένει» να ζει ως “μια ντροπή της κοινωνίας”.

Συχνά-πυκνά η μητέρα-υπαρξιακή φόνισσα υπενθυμίζει στο θύμα-παιδί της ότι εκείνο φταίει – επειδή υπάρχει – και ότι αν συνεχίσει να φταίει θα τιμωρηθεί επειδή φταίει ακόμα πιο πολύ που υπάρχει ακόμα περισσότερο.

Όλα αυτά τα βασανιστήρια και οι μεθοδευμένες απόπειρες ψυχολογικής ή/και σωματικής εξόντωσης ή/και δολοφονίας λαμβάνουν άπειρες μορφές και μεταμφιέζονται σε πολλές διαβαθμίσεις εντάσεων και ύφους. Από ειρωνικά σχόλια και αποστροφή ή στέρηση αγάπης μέχρι ωμή βία και συνειδητή έκθεση του ομοφυλόφιλου παιδιού σε κίνδυνο θανάτου.

Μια οικογένεια που επιμένει να μην καταθέτει στον ανακριτή ώστε να βοηθήσει τις έρευνες για το χαμένο της παιδί, το οποίο εξαφανίστηκε υπό πολύ περίεργες συνθήκες ενώ προηγούνται καταγγελίες για μεθοδευμένους τραμπουκισμούς και βασανιστήρια, αν υποθέσουμε ότι το παιδί αυτό είναι εκτός από θύμα και ομοφυλόφιλο, είναι μια οικογένεια αντιλαμβάνεται και δηλώνει την ομοφυλοφιλία του παιδιού της ως ντροπή που προτιμά να κρύψει παρά να βοηθήσει στην αναζήτηση των ενόχων της πιθανολογούμενης δολοφονίας και καταγγελθέντων βασανισμών και τραμπουκισμών.

Είναι λοιπόν μια οικογένεια που δεν μπορεί να αποδεχτεί (τουλάχιστον όχι δημόσια, ίσως ούτε και στον εαυτό της) το γεγονός ότι προτιμά να ανασχεθούν οι διαδικασίες έρευνας και απόδοσης δικαιοσύνης και έτσι να αποσιωπηθεί το έγκλημα της πιθανολογούμενης δολοφονίας, ή να συσκοτιστεί η απόδοση δικαιοσύνης για τους τραμπουκισμούς και βασανισμούς, αφού για μια τέτοια οικογένεια ένα εξαφανισμένο παιδί είναι προφανώς προτιμότερο από ένα ευρεθέν, πλην ομοφυλόφιλο, παιδί.

Δηλαδή, δεν είναι να απορείς γιατί δεν επέστρεψε στο σπίτι του αυτό το παιδί που εξαφανίστηκε – αν εξαφανίστηκε, και μη χειρότερα. Και το τραγικό για μένα είναι ότι τον καταλαβαίνω και ταυτίζομαι απόλυτα.

Δεν είναι όμως η οικογένεια το μοναδικό πεδίο ολοκληρωτικής συντριβής της ύπαρξης ενός ομοφυλόφιλου.

Το τρομερό βήμα προς την απόλυτη αλήθεια έρχεται όταν ανακαλύπτει ένα ομοφυλόφιλο παιδί μιας μέσης οικογένειας πως ο κόσμος απλά δεν νοιάζεται ούτε για την επιβίωση του, ούτε και για τα όσα έζησε ως παιδί υπό το καθεστώς του οικογενειακού Νταχάου.

Τότε η προδοσία είναι διπλή και το υπαρξιακό ολοκαύτωμα γίνεται διηνεκές – το παιδί ήδη θα αλυχτάει για όλη του την ζωή επειδή έμαθε από νωρίς ότι οι πιο αδυσώπητοι βασανιστές και εφ’ όρου ζωής εκμαυλιστές του είναι οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι που το έφεραν σε αυτή τη ζωή.

Η διπλή αυτή προδοσία είναι η ολοκλήρωση της χαοτικά επώδυνης αλήθειας περί του τι ακριβώς σημαίνει η περίφημη «οικογενειακή (και κατ’ επέκταση κοινωνική) αγάπη και αποδοχή» – δεν είναι παρά ένα αυθαίρετο προνόμιο, αποδιδόμενο κατά το παρανοϊκό δοκούν εκ μέρους μιας ασύλληπτα διεστραμμένης και στυγνής εξουσίας, η οποία θέτει όρους υπαρξιακής επιβίωσης που οι ομοφυλόφιλοι εξ’ ορισμού δεν μπορούν να υπακούσουν ακόμα και αν θέλουν.

Στην ενηλικίωση του ομοφυλόφιλου παιδιού λοιπόν χάσκει ακόμα μια ψυχική και ηθική άβυσσος, μια δεύτερη υπαρξιακή εκμηδένιση, αυτή που αποκαλύπτει το ιερόσυλο για το γεγονός ότι η ζωή είναι παγερά αδιάφορη για την τραγική μοίρα ενός ομοφυλόφιλου παιδιού.

Ούτε καν ενδιαφέρεται κανείς ν’ ακούσει την αλήθεια από το στόμα του θύματος αυτός ο περίφημος κόσμος που επικαλούνταν αυτοί που κακοποιούσαν το παιδί αναφωνώντας «μα τι θα πει ο κόσμος, η γειτονιά, στην δουλειά!» ούτως ώστε να εκλογικεύουν την βαναυσότητα με κατά φαντασίαν ή και υπαρκτές ψευδορκίες και αποσιωπήσεις απρόσωπων συνενόχων ούτως ώστε να εξασφαλίζουν άλλοθι για να συγκαλύψουν το έγκλημα τους.

Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος δεν έχει να πει τίποτε – απλά δεν ενδιαφέρεται, και αν «προκληθεί» έστω και κατ’ ελάχιστο ο γνώριμος και φαύλος κύκλος της υπαρξιακής εξόντωσης και βίας κάθε μορφής αρχίζει ανά πάσα στιγμή.

Κανείς λοιπόν δεν νοιάζεται και ούτε σε υποστηρίζει όταν σε περικυκλώνουν οι φονιάδες, ούτε οι οικογενειακοί ούτε οι μετέπειτα, κανείς απολύτως, ούτε κατά την διάρκεια του εγκλήματος, ούτε μετά, ούτε καν πολύ μετά.

Όσοι σιώπησαν αρχικά, και σιωπούν όλοι, ο καθένας με τον τρόπο τους, συνεχίζουν τον όρκο της σιωπής για πάντα επειδή η σιωπή για το έγκλημα είναι η ίδια είναι συνενοχή, και έτσι οι αποσιωπητές του τρέμουν να αντιμετωπίσουν τις ευθύνες τους.

Καμία εντύπωση λοιπόν επίσης δεν μου προκαλεί η ανάσχεση παρέμβασης είτε από τις ιδρυματικές, είτε από τις εκτελεστικές και εισαγγελικές αρχές.

Το Ναζιστικό παρακράτος που οργιάζει και κυριαρχεί πλέον στην Ελλάδα από την Μανωλάδα μέχρι την Αμυγδαλέζα και από τις φυλακές Δομοκού μέχρι την Βουλή των Ελλήνων έχει απενοχοποιήσει κάθε ψυχοπαθή δολοφόνο. Δεδηλωμένοι, συνειδητοί και περήφανοι φασίστες, δηλαδή ιδεολογικοί φορείς και εκτελεστές οργανωμένου ποινικού εγκλήματος,  αποφοιτούν με επαίνους από τις Σχολές Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, βάσει καταγγελιών των ίδιων των καθηγητών που διδάσκουν εκεί.

Με την σφραγίδα και την άμεση χρηματοδότηση και υποστήριξη του Ελληνικού κράτους νομιμοποιούνται πλέον οι βασανισμοί, οι τραμπουκισμοί και οι δολοφονικές επιθέσεις σε οποιονδήποτε κρίνεται ανυπεράσπιστο θύμα. Η μπόχα της πολιτικής, δικαστικής και εκτελεστικής ηγεσίας στην Ελλάδα στραγγαλίζει κακόβουλα και με το αζημίωτο την ίδια την έννοια της ζωής.

Το έχω ζήσει αυτό το σενάριο, το ζω από παιδί, και σε προσωπικό και σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, και αν και δεν εξαφανίστηκα απόλυτα, έφτασα στο αμέσως προηγούμενο στάδιο, να βρίσκομαι δηλαδή σε μια ξένη χώρα και να μην έχει κανείς το τηλέφωνο μου, προτιμώντας να επικοινωνώ μέσω διαδικτύου, επειδή η κατάσταση είναι πλέον τόσο επικίνδυνη (για όλους τους Έλληνες που έχουν αντι-Ναζιστική δράση, πόσο δε μάλλον για τους δεδηλωμένα ομοφυλόφιλους) ώστε να πρέπει να τηρείται πρωτόκολλο μυστικών υπηρεσιών αν θέλει κάποιος από αυτούς να επιβιώσει.

Κανείς, επαναλαμβάνω, ούτε τότε, ούτε τώρα, ούτε ποτέ δεν θα βοηθήσει σε τέτοιες περιπτώσεις δολοφονικής δίωξης –τουλάχιστον όχι οικειοθελώς. Αν συνίσταται δόλος στην αποσιώπηση τους, και δεν πρόκειται περί απλού φόβου, τότε υπάρχουν και άλλοι τρόποι βέβαια, όπως και ο πειθαναγκασμός σε ομολογία μέσω της δημοσιότητας.

Και ακόμα και αν επιζήσει και «επιστρέψει» το εξαφανισμένο θύμα μεθοδευμένων τραμπουκισμών και βασανισμών, μην λέει κανείς ότι θα συνέλθει, επειδή λέει ψέματα ή εκφράζει απλά ευσεβείς πόθους.

Προσωπικά ξέρω δυο θύματα μεθοδευμένων τραμπουκισμών και βασανισμών, τα οποία επανεφανίστηκαν μεν, αλλά ως ναυάγια της ζωής και μετά από χρόνια τουλάχιστον αμφίβολης ανάρρωσης.

Το ένα επικοινωνεί αραιά και που από μια παράγκα στην άκρη της γης (στην κυριολεξία όμως) από την οποία έχει πρόβλημα να βγει ακόμα και για τα απαραίτητα (το μετατραυματικό σοκ δεν επουλώθηκε ποτέ).

Το δεύτερο θύμα ζει ακόμα πέριξ του τόπου του βασανισμού του αλλά βρίσκεται πλέον τετελεσμένα σε “εναλλακτικά νοητικά επίπεδα” και η οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του στα πλαίσια της Αριστοτέλειας λογικής είναι αδύνατη πια.

Και οι δυο περιπτώσεις δεν συνήλθαν και είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα συνέλθουν και ποτέ.

Πίσω από την ψυχαναγκαστική πειθώ να συνέλθει το θύμα της μεθοδευμένης κακοποίησης λουφάζει ο κροκόδειλος της αποσιώπησης. Έχει συνέλθει απόλυτα εκείνος ο οποίος δεν αναφέρεται καν στο έγκλημα, εκείνος που είναι απόλυτα πειστικός καθώς υποδύεται ότι δεν συνέβη απολύτως τίποτε, και διαλαλεί “επιτέλους” πως όλα είναι περασμένα και ξεχασμένα.

Πώς μπορεί να είναι ξεχασμένο το έγκλημα όταν δεν έχει περάσει το ίδιο θύμα στην όχθη της λήθης?

Και πώς να περάσει το θύμα στην όχθη της έστω και προσχηματικής λήθης όταν δεν έχει υπάρξει το μεταβατικό στάδιο προς την συγχώρεση και την εξιλέωση, δηλαδή δεν έχει υπάρξει δικαιοσύνη?

Λήθη περί δολοφονικών τραμπουκισμών δεν υπάρχει κυρίες και κύριοι, αυτά δεν σβήνουν, δεν παραγράφονται, δεν εξιλεώνονται, αντίθετα όσο απομακρύνεται το θύμα από το γεγονός του τραμπουκισμού του και από την ημερομηνία του μαρτυρίου που υπέστη τόσο η έκταση της βραδυφλεγούς ζημιάς ακολουθεί σαν αίμα που στάζει από μια πληγή που δεν θα κλείσει ποτέ όχι επειδή δεν θέλει, αλλά επειδή το τραύμα είναι η μόνη υπενθύμιση του λόγου για τον οποίο το θύμα κατάφερε να επιβιώσει – ακριβώς επειδή πόνεσε, και δεν έμεινε ατάραχο, ακριβώς επειδή ποτέ δεν υποκρίθηκε πως τίποτε δεν συμβαίνει, αλλά αντίθετα διέγνωσε τον κίνδυνο και έτρεξε να σωθεί.

Το να ζητάς από το θύμα να ξεχάσει είναι εφάμιλλο με φίμωση των καταγγελιών του.

Ούτε και εγώ θα συνέλθω ποτέ από τους πάσης φύσης τραμπουκισμούς που έχω υποστεί και ακόμα υφίσταμαι, από τις μεθοδευμένες διώξεις πάσης φύσης, από τα πρωτοσέλιδα των Ναζιστικών εφημερίδων με τη μούρη μου φάτσα κάρτα και τους τίτλους να υποκινούν την δολοφονία μου, από τους δυο εμπρησμούς στο κτήριο που έμενα στα Εξάρχεια και ένα ατελείωτο κατάλογο από κακοποιήσεις πάσης φύσης που έχω υποστεί στην Ελλάδα και για τις οποίες είναι βέβαιο ότι δεν θα αποδοθεί ποτέ δικαιοσύνη.

Και δεν με νοιάζει και τόσο να συνέλθω να πω την αλήθεια, από ένα σημείο και μετά απλά χαίρομαι που κατάφερα και διέσχισα αρτιμελής τα σύνορα της χώρας, αφού ακόμα και αυτό ήταν πολύ δύσκολο για μένα υπό τις συνθήκες που αυτο-εξορίστηκα.

Όταν μιλάμε λοιπόν για κάποιον που μαρτύρησε δια της βίας και αγιοποιήθηκε δίχως να ερωτηθεί αν διεκδικεί την εξαΰλωση του, μιλάμε λοιπόν πάλι για έναν περίπατο στην περιφέρεια της συνενοχής.

Αυτή τη φορά πρόκειται περί οικογενειακής εκδρομής σε δημόσια παρέλαση ανάσχεσης παρέμβασης.

Τουρίστες all inclusive στα θέρετρα της φρίκης , η Μήδεια και ο Gilles des Rais κατέφθασαν φορτωμένοι με sac voyages γεμάτα μαλλιά πνιγμένων παιδιών.

Είναι πανέτοιμοι για νέες ανθρωποθυσίες εκεί όπου οι διαβαθμίσεις της σκιάς συγκαλύπτουν το σκοτάδι, την νύχτα που έρχεται σιωπηλά και κρύβει ο απατεώνας ήλιος στο κέντρο του φαύλου κύκλου της δολοφονικής συνέργειας.

Πηγή