«Ο εφιάλτης», του Χανς Φάλαντα
Ο εφιάλτης μετά τον εφιάλτη
Οι σφαίρες να πέφτουν σαν το χαλάζι, οι σιωπές να καλύπτουν τα κενά, να γίνονται η μόνη γλώσσα επικοινωνίας, η φωτιά να έρχεται από πάνω και κάθε κρατήρας να είναι η ανακάλυψη μαζικού τάφου. Όλοι στα χαρακώματα, όλοι στα αίματα, όλοι στο χώμα. Μα τίποτα δεν έχει σημασία, παρά μόνο η μεγάλη νίκη, η μεγάλη ήττα, ο θάνατος του άλλου. Και οι σφαίρες να σφυρίζουν, να ουρλιάζουν, να διατάζουν, να ορίζουν και να γίνονται η μοναδική τελεία στην πορεία της εύθραυστης ζωής. Ώσπου μια μέρα κάποιος, μια φωνή από το πουθενά, μια απρόσκλητη ηχώ μεταφέρει την ξεχασμένη λέξη: Ειρήνη. Τα όπλα σιγούν, τα χαρακώματα μένουν να χάσκουν βουβά και οι σφαίρες στρώνουν τον νέο δρόμο, τον ανισόρροπο, τον αταξίδευτο, τον επίπονο. Το «κρακ», «κρακ» είναι ο ενοχλητικός ήχος από το παρελθόν που μόλις έφυγε, σημάδι δυσερμήνευτο, παραπλανητικό, ακόμη και εφιαλτικό. Το νέο οδόστρωμα θυμίζει τις αμέτρητες απώλειες, κυρίως αυτές που σκότωσαν την ψυχή των ανθρώπων και την εποχή που όλα ήταν καλύτερα κι ας ήταν κατάμαυρα τα γράμματα της. Το ξαφνικό τέρμα και η ξαφνική αρχή ενός κουρελιασμένου κόσμου. Το σημείωμα του γραμμένο από τον Χανς Φάλαντα στο βιβλίο «Ο εφιάλτης» (Εκδόσεις Gutenberg).
Αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που συνέβη στη Γερμανία αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας εφιάλτης μετά τον εφιάλτη, αυτό ξεπήδησε, αυτό δημιουργήθηκε στις ζωές των ηττημένων Γερμανών. Όχι των ηγετών του Γ’ Ράιχ, των στελεχών του ναζιστικού καθεστώτος, των αξιωματούχων, των φίλων επιχειρηματιών. Για τους απλούς πολίτες κάνει λόγο ο Φάλαντα, γι’ αυτούς που πίστεψαν, πολέμησαν και γι’ αυτούς που σωπάσαν. Ένας εφιάλτης που τους πήρε τη συνείδηση και την αξιοπρέπεια, τους εξαθλίωσε, μα το χειρότερο, τους έριξε στον αήττητο παραλογισμό της εξιδανίκευσης του κακού. Γράφει στη σελίδα 291 και μας καθηλώνει:
Δεν ήταν λίγες οι φορές που άκουγε να λένε: «Τον καιρό του Φύρερ ετούτο δεν μας έλειπε, κι είχαμε παραπάνω κι από εκείνο!». Και όλοι τους, ακόμα κι όσοι ανάμεσα τους δεν υπήρξαν ποτέ ναζιστές, νοσταλγούσαν τον παλιό καλό καιρό της τυραννίας του Χίτλερ. Τον τρόμο του πολέμου, τις νύχτες των βομβαρδισμών, τους άντρες και τους γιους τους που στέλνονταν στο αίμα και στο θάνατο, τη βεβήλωση κάθε αθωότητας- όλα αυτά τα ξεχνούσαν.
Μας θυμίζει πάρα πολλά αυτό το απόσπασμα, «μιλά» στην ψυχή μας και στην Ιστορία μας. Για τον Φάλαντα η ανελέητη δύναμη, η μεγάλη δύναμη και η μεγάλη ήττα, δημιούργησαν έναν νέο άνθρωπο, τον απαθή, τον οριστικά παραδομένο στον νοσηρό εγωισμό της καταπιεστικής εξουσίας.
Ο Φάλαντα εστιάζει σ’ αυτό που κανείς ομοεθνής του δεν ήθελε και δεν θα θέλει ακόμη να δει: τις πρώτες μέρες, τους πρώτους μήνες, μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας. Ούτε και ο υπόλοιπος κόσμος κοιτά εκεί. Δεν τον ενδιαφέρει. Η συντριπτική ήττα ήταν η δίκαιη τιμωρία για τους αιμοδιψείς ναζί. Ο σιδερένιος τροχός όμως παρασέρνει κάθε Γερμανό και καθετί γερμανικό. Δεν αρκούν οι απώλειες σε ζωές, η απώλεια της τιμής και της υπόληψης είναι αναγκαία για να συνετιστούν οι Γερμανοί. Όλα κατεστραμμένα και μέσα στα ερείπια ένας συγγραφέας και η γυναίκα του, κυριευμένοι από φόβος και ενοχές, προσπαθούν απελπισμένα να επιβιώσουν. Πρέπει να παλέψουν με την μεγάλη αρρώστια εκείνων των ημερών: την απάθεια. Κανείς δεν νοιάζεται, κανείς δεν ελπίζει, κανείς δεν βοηθά. Ο Φάλαντα όμως κρατά την αισιοδοξία του και πιάνεται απ’ αυτή την άγνωστη λέξη, έννοια, την ειρήνη. Το πιο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα είναι μια συγκινητική μαρτυρία για τα πρώτα μεταπολεμικά διαστήματα και η «ανάγνωση» του εσωτερικού κόσμου των ηρώων περιλαμβάνει όλο τον τραυματισμένο κόσμο. Εκπληκτική ακρίβεια στην αφήγηση, σύνθετη μα άμεσα αντιληπτή πλοκή και ένας λόγος πραγματικά αποκαλυπτικός. Η εύληπτη, γεμάτη ζωντάνια, μετάφραση ανήκει στους Αγγελο Αγγελίδη, Μαρία Αγγελίδου.