Ο Κωνσταντίνος Μίχος με το σώμα του "Μόνο"
31 Μαΐου, η καινούργια παράσταση-παρέμβαση του Κωνσταντίνου Μίχου στο Εμπρός
Ο Κωνσταντίνος Μίχος είναι μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στον κόσμο των χορευτών. Από τους βασικούς ανθρώπους που γνώρισαν την τεχνική τού contact improvisation στους Έλληνες, η παρουσία του είναι αδιάλειπτη στα χορευτικά δρώμενα εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο η παρουσία αυτή δεν εξαντλείται στην απλή σύνθεση αρμονικών κινήσεων. Δημιουργός της ομάδας Λάθος Κίνηση, ο Κωνσταντίνος Μίχος μελετάει το χορό ως εργαλείο για την ανάπτυξη κοινωνικής συνείδησης. Έβαλε τους χορευτές του να δημιουργήσουν πάνω στον Θούριο του Ρήγα Φεραίου, ανέβασε την παράσταση «Πρώτη Κατοικία» στα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, την «Ανάκριση» στα κελιά των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Πλατεία Κοραή και το «Χωρίς στίγμα» στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Έχει πρωτοπαρουσιάσει στην Ελλάδα τον χορό με άτομα με ειδικές ανάγκες και έχει δημιουργήσει παραστάσεις σε δημόσιους χώρους με ιστορικές και πολιτικές αναφορές. Από το 1988 έχει διδάξει σε πανεπιστήμια, επαγγελματικές σχολές χορού και εργαστήρια στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Το 2000, το έργο του ‘Empty man’ – μια χορευτική παραγωγή βασισμένη σε τεχνικές contact improvisation, με τη συμμετοχή μιας χορεύτριας 7 μηνών έγκυου- κέρδισε το Εθνικό βραβείο χορογραφίας. Στις 31 Μαΐου παρουσιάζει την καινούργια του παράσταση, το σόλο «Μόνο», στο αυτοδιαχειριζόμενο «Εμπρός», ενώ η ίδια παράσταση θα παρουσιαστεί και στις 22 Ιουνίου στο Ίδρυμα Κακογιάννης.
Αναδημοσιεύουμε από την Ελευθεροτυπία μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη για την παράσταση αυτή.
«Ένα σώμα, μια τρομπέτα, δώδεκα προβολείς»
Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ
Πάντα κόντρα στο ρεύμα πορευόταν ο Κωνσταντίνος Μίχος. Στην ίδια ταλαντούχα και υπερπαραγωγική γενιά χορογράφων με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και τον Κωνσταντίνο Ρήγο, δεν ενέδωσε σε συμβιβασμούς, δεν φλέρταρε με το mainstream, δεν μπήκε στο «σύστημα», δεν γύρισε την πλάτη στον πολιτικό στοχασμό, στον καλλιτεχνικό ακτιβισμό.
Έκανε performances στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας, προτού γίνουν μόδα, συνεργάστηκε με άτομα με ειδικές ανάγκες, προτού γίνουν βορά των διαφημιστικών εταιρειών.
Και ξαφνικά, έπειτα από μια σειρά πολιτικών παραστάσεων-παρεμβάσεων που βασίζονταν στη συλλογικότητα, επιστρέφει στα απολύτως απαραίτητα, σε ένα και μόνο σώμα. Το δικό του σώμα. Το σόλο «Μόνο», που θα παρουσιαστεί στις 31 Μαΐου στο αυτοδιαχειριζόμενο «Εμπρός» και στις 22 Ιουνίου στο Ίδρυμα Κακογιάννη, είναι μια συνάντηση με έναν μουσικό, αυτοσχεδιαστική, κάθε φορά διαφορετική καθώς αλλάζει στον εκάστοτε χώρο, χρησιμοποιώντας το ελάχιστο. «Μια τρομπέτα, ένα πιάνο, 12 μόνο προβολείς, το σώμα μου 54 -πια- χρόνων. Μαζί αντιμετωπίζουμε την παράσταση, την απαίτηση για καθησυχαστική διασκέδαση, για νόημα, τις μνήμες μας και τις μνήμες του θεατή, τον τρόμο, την ένταση της αυτοσχεδιαζόμενης παράστασης».
«Είναι ο καιρός της προσωπικής πυράκτωσης – ή τουλάχιστον έκθεσης. Παλιότερα έφτιαχνα έργα με την ιδέα ότι ο χορός είχε ανάγκη ένα λουτρό καθημερινότητας, να έρθει κοντά στη ζωή, γι’ αυτό έκανα παραστάσεις σε δημόσιους χώρους ή αυτές με καθημερινούς ανθρώπους, με παιδιά πολιτικών προσφύγων και ΑμΕΑ. Ομως όλα τα οικειοποιήθηκε το σύστημα κατανάλωσης τέχνης. Εταιρείες τηλεφωνίας κάνουν πια παραστάσεις σε δημόσιους χώρους, τα προσφυγόπουλα που δουλέψαμε μαζί χάθηκαν σε σόου στην τηλεόραση και οι ανάπηροι χορευτές μου στεγάστηκαν σε πολιτιστικές προσόψεις χρηματιστηριακών δυνάμεων», λέει ο καλλιτέχνης που «αυτή τη στιγμή» βρίσκεται σε ένα διαδικτυακό «άγριο καβγά» με χορευτές από όλη την Ευρώπη για την Ουκρανία. «Τους παλεύω όλους μόνος μου», υπερηφανεύεται.
Τον Ιούνιο θα ξεκινήσει μια «εκστρατεία» από το «Εμπρός» στο Νόβισαντ, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. «Θα προσφέρω ένα εργαστήρι με ανθρώπους που έχουν πάθει εργατικά ατυχήματα. Είναι κάτι που πολλά χρόνια προσπαθώ αλλά δεν έχω καταφέρει να κάνω στην Ελλάδα, καθώς δεν έχω κομματική ταυτότητα».
– Είναι παράξενο που ειδικά σήμερα ετοίμασες μια δουλειά χωρίς πολιτικό σχόλιο. Γιατί; Πώς την τιτλοφορείς;
«”ΜΟΝΟ”. Ο υπότιτλος που δεν λέμε είναι: όλα όσα χρειάζονται για να γίνει η επανάσταση. Πρόκειται για ένα χορευτικό σόλο μαζί με τον μουσικό Αντώνη Σταυρινό, ο οποίος παίζει ζωντανά στην παράσταση. Ενα σώμα, μια τρομπέτα, ένα πιάνο, ακόμα και μια νότα, μια φωνή, αυτό ήταν το μόνο που χρειάζεται. Μόνο η αρχή να γινόταν και όλα θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει αυτά τα χρόνια των βουβών συγκρούσεων».
– Τι εννοείς;
«Η καταστολή των τελευταίων χρόνων βασίστηκε στην καθαρά σωματική βία την οποία υφιστάμεθα σε κάθε συνάντηση με την εκτελεστική αλλά και νομοθετική εξουσία και στον υπερ-πληθωρισμό δημοσίων λόγων, με αποτέλεσμα τον αποπροσανατολισμό, όπως το είδαμε στους Αγανακτισμένους. Ολα αυτά τα χρόνια δούλευα συλλογικά κατά τη δημιουργία της παραγωγής αλλά και στην παρουσίαση ενός έργου. Στην τελευταία μου δουλειά στην Μπιενάλε, τον Νοέμβρη, συμμετείχαν 40 περφόρμερ. Ομως είναι καιρός να δούμε την ατομική ευθύνη του καθενός. Σκέφτομαι όλες αυτές τις πορείες που πήγαμε γνωρίζοντας και αποδεχόμενοι εκ των προτέρων την κατάληξή τους, “τώρα θα αρχίσουν να μας κυκλώνουν” “τώρα θα ορμήξουν σαν καρχαρίες σε ναυαγούς”, “να τα δακρυγόνα”. Ομως, μόνο ένα σώμα να έτρεχε καταπάνω στις γραμμές των ΜΑΤ, θα ακολουθούσαν και άλλοι, αυτό περιμέναμε, μόνο ένα σώμα να ξεθαρρέψει, να κάνει την πρώτη κίνηση, σαν τον Πρωτεσίλαο, τίποτα περισσότερο. Θα μας ενθάρρυνε, θα μας παράσερνε απλά να τρέξουμε κατά πάνω τους και τότε θα παρασέρναμε τα πάντα».
– Θα ήταν τόσο εύκολο να αντιστραφούν οι συνήθεις όροι;
«Γιατί τα ΜΑΤ φοράνε τόσα πολλά προστατευτικά; Διότι η σάρκα τους είναι νέα, πλασμένη πρόσφατα σε γυμναστήρια, πληγώνεται εύκολα, δεν είναι ψημένη από δουλειά, από μεροκάματο και από μέσα είναι γυμνή, χωρίς ηθικό στήριγμα, δεν αντέχει στη σύγκρουση. Ενα σώμα χρειάζεται μόνο, χωρίς να αρνούμαι ότι οι μάζες δημιουργούν την ιστορία. Το σώμα μπορεί να αντιμετωπίζει τον καιρό του να περνάει φανερά, να χτυπιέται, να εγκαταλείπει, να παίρνει κουράγιο, να αυτοσχεδιάζει, είναι εδώ. Νομίζω ότι είναι ο καιρός της προσωπικής πυράκτωσης – ή τουλάχιστον έκθεσης. Ε, το σώμα μου θα ξεφύγει, αυτή τη φορά κανείς δεν θα το οικειοποιηθεί, όχι όπως όταν έφτιαξα το “Audition Βάκχες” στην Ευριπίδου και μου ήρθαν οι Ατενίστας, καθώς το έργο θα μπορούσε να εκληφθεί και ως έκκληση να καθαρίσει η περιοχή από μετανάστες».
– Εχεις κάνει παραστάσεις στα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στα κελιά των Γερμανών, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στην κατάληψη του «Εμπρός», χώρους πολιτικά και ιστορικά φορτισμένους. Ο χορός μπορεί να είναι συγχρόνως ακτιβισμός;
«Το μέσο του χορού, το σώμα, είναι το τελευταίο οχυρό που μας απομένει, ή το πιο προχωρημένο. Δεν είναι τυχαίο ότι με την κρίση αυξήθηκε ο τζίρος στα γυμναστήρια, και αυτό δεν εξηγείται μόνο με τις αυξανόμενες προσλήψεις πράσινων και μπλε και ελεγκτών εισιτηρίων. Εχω σπουδάσει κινηματογράφο και μουσική, όμως ήταν ο χορός χάρις στον οποίο κατάλαβα τον κόσμο και εμένα, χάρις σε αυτόν κατάλαβα το σεξισμό, το ρατσισμό, πώς κατασκευάστηκε το φύλο μου, τη σχέση μου με τα σώματα στον τόπο μου, τις μνήμες του σώματός μου».
– Παραμένεις κατά της πειθαρχίας σε μια εξαιρετικά πειθαρχημένη τέχνη. Πότε πρέπει να επιβάλλεται πειθαρχία;
«Πολύ συχνά ταυτίζουμε τον χορό με την πειθαρχία. Μου είναι αδιανόητη η αυταρχικότητα, ειδικά στην εκπαίδευση, είναι τρομακτικές οι ιστορίες που γνωρίζω ή συνειδητοποιώ ότι αποδέχονται γύρω μου, μαθητές και συνάδελφοι. Φαντάζεσαι στη Σχολή Καλών να υπήρχαν κάμερες, σωματικές ποινές, προσωπικές λεκτικές προσβολές, τρομοκράτηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε πολιτική εκδήλωση; Σε καμία άλλη τέχνη δεν θα γίνονταν αποδεκτές συμπεριφορές που είναι δεδομένες στην εκπαίδευση του χορού. Ας τερματίσει αυτή η τρομοκρατία πριν θεωρητικολογήσουμε για την πειθαρχία, την οποία μπορώ να ονομάσω και ειλικρίνεια προς τον εαυτό μας. Θα ήθελα να θυμίσω, χαμογελώντας, ότι όπως είπε και ο Μίνγκους χρειάζεται μεγαλύτερη πειθαρχία για να αυτοσχεδιάσεις και να επικοινωνήσεις».
– Είναι αστείο, αλλά στο βιογραφικό σου φαίνεται πως ακόμα επιχορηγείσαι από το ΥΠΠΟ! Υπήρξαν κάποιοι που ευνοήθηκαν συστηματικά και αναίτια;
«Πού βρήκες τέτοιο βιογραφικό; Αυτό ακριβώς το μπέρδεμα εικονογραφεί την κατάσταση στο χώρο της τέχνης, πρέπει να ανανεώσουμε τα βιογραφικά αλλά και την καθημερινή βιογραφία μας. Θα σου θυμίσω ότι επανειλημμένα έχω δηλώσει δημόσια, σε συνεντεύξεις στην τηλεόραση και γραπτά, ότι οι επιχορηγήσεις κατέστρεψαν τον ιστό των σχέσεων ανάμεσα στους χορογράφους και θα ήθελα να μην υπάρχουν, και αυτό το είπα όταν έπαιρνα τη μεγαλύτερη επιχορήγηση, δεν ήταν παράπονο αλλά συνειδητοποίηση του τι συνέβαινε και τι εξελισσόταν. Πρέπει να ομολογήσω ότι ήταν λάθος και σωστό. Ηταν λάθος διότι και τώρα που δεν υπάρχουν συνεχίζουν να συμβαίνουν τα ίδια, π.χ., προσπάθησα να οργανώσω στην ημέρα χορού μια βραδιά όπου όλοι οι Ελληνες χορογράφοι θα παρουσιάζαν ένα έργο άλλου που τους αρέσει και δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, διότι πάρα πολλοί δεν ήθελαν να πουν οτιδήποτε καλό για κανέναν. Από την άλλη ήταν λάθος, διότι τώρα χωρίς τις επιχορηγήσεις η τέχνη ελέγχεται απόλυτα από ιδιώτες».
Σήμερα θα έπρεπε να επιβιώνει ο θεσμός των επιχορηγήσεων;
«Ποιο σήμερα; Σε αυτό το σήμερα θα αισθανόμουν ντροπή, όπως αισθάνθηκα για τις παραστάσεις που κάποιοι συνάδελφοι επέμεναν να κάνουν την ημέρα της γενικής απεργίας πρόπερσι το καλοκαίρι, όταν ψηφιζόταν το Μνημόνιο.
»Αλλά μια σημείωση, θα ήθελα να κοπούν εντελώς, αυτό το λίγο, μισό, που δίνεται σε κάποιους, εκμαυλίζει, τους κάνει όλους να ελπίζουν να χωθούν για να σωθούν. Μόνο αν κοπούν εντελώς, θα βρούμε άλλους τρόπους παραγωγής και κυρίως επαφής με τον κόσμο.
– Την τελευταία δεκαετία που κόπασε ο ενθουσιασμός της μεταπρατικής «άνοιξης του ελληνικού χορού», όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεις, τι συμβαίνει στον εγχώριο χορό;
«Οπως και με τις οικονομίες από τον καιρό της ευφρόσυνης εποχής Σημίτη, τρώμε από το μαζεμένο λίπος. Διαβάζω τα δελτία Τύπου παραστάσεων χορού που λαμβάνω, τα περισσότερα είναι σαν να είναι από άλλη εποχή, πριν από την κρίση, μερικές φορές και πριν υπάρξουμε πολλοί χορογράφοι».
– Ανήκεις στους ελάχιστους επώνυμους καλλιτέχνες που, προτού γίνει μόδα το αυτοδιαχειριζόμενο «Εμπρός», στήριξες την κατάληψη. Εχει προοπτικές, μπορεί να αποτελέσει ένα μοντέλο παραγωγής πολιτισμού μακριά από τις επικρατούσες νόρμες της αγοράς;
«Μπορώ να σου πω τι είχα ονειρευτεί. Στο “Εμπρός” βρέθηκα όχι για τον τρόπο παραγωγής αλλά για τα υποκείμενα πρόσληψης. Πίστευα ότι θα εξελισσόταν σε χώρο όπου θα συναντιόταν επιτέλους ο κόσμος των κινημάτων με ριζοσπαστικές μορφές τέχνης.
»Είχα την ελπίδα ότι δεν θα ήταν ένα σκαλοπάτι για να περάσεις έπειτα από αυτό στις συνήθεις δομές πολιτισμού, γι’ αυτό και πρότεινα να κάνουμε μια συμφωνία ότι οι δράσεις μας δεν θα αναφέρονται σε κανένα μελλοντικό βιογραφικό.
»Βλέπεις, σου λέω τα όνειρά μου, διότι γυρνώντας στην πραγματικότητα θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι οι καλλιτέχνες είναι μια αυτόνομη τάξη στο σύστημα παραγωγής· παρά τη μεγάλη επικοινωνιακή υπεραξία, αν τους ξεφλουδίσεις, θα δεις ότι δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά μικροαστοί, μικροπαραγωγοί, εισαγωγείς, μεταπράτες, με μικρο- ιδιοκτησίες (ιδεών). Δεν είναι λίγο, αλλά ας το θυμόμαστε. Σαν το όνειρο του Αντόρνο για τη νέα τέχνη και τον νέο αριστερό, δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα. Πηγαίνω σε κάθε εκδήλωση και κοιτάζω και το κοινό. Κάποιοι κάνουν θέατρο νομίζοντας ότι κάνουν πολιτική και κάποιοι κάνουν πολιτική νομίζοντας ότι κάνουν θέατρο. Το πρόβλημα για τους ανθρώπους που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί είναι ότι ο χώρος της τέχνης, του θεάτρου είναι ο πιο αληθινός, ενώ η πολιτική λειτουργεί πολύ συχνά και σαν θέατρο, σαν θέαμα. Παρ’ όλα αυτά, στις δύο φορές που η ΚΕΔ και το ΤΑΥΠΕΔ επιχείρησαν κατάληψή του, εγώ αισθάνθηκα απόγνωση, λες και κάτι σημαντικό από τη ζωή μου θα τέλειωνε, όχι κάτι συγκεκριμένο αλλά κάτι σαν εν δυνάμει, μια ευκαιρία, μια πιθανότητα».
– Είναι κρίσιμες αυτές οι εκλογές; Μπορούν να αλλάξουν κάτι;
«Κρίσιμη είναι κάθε στιγμή πια, δεν αφήνω τίποτα να πέσει κάτω, την προηγούμενη εβδομάδα προσπαθούσα να αλλάξω τηλεφωνικά την ψήφο μιας θείας μου στο χωριό».
ΠΗΓΗ: enet.gr