Ο Μάνος Χατζιδάκις
και οι άγνωστοι, αναρχικοί «Παίδες επί Κολωνώ» του.

Οι Παίδες επί Κολωνώ είναι το υπ’ αριθμόν 35 έργο του Μάνου Χατζιδάκι, που γράφτηκε τη διετία 1977-78 και παρέμεινε ανολοκλήρωτο. Από το επίσημο site του συνθέτη και την πρόσφατη επανέκδοση του άλμπουμ «Ρεσιτάλ με τον Σπύρο Σακκά», μαθαίνουμε ότι τους στίχους του έργου είχαν γράψει ο Νίκος Γκάτσος, ο Μιχάλης Μπουρμπούλης και ο ίδιος ο Χατζιδάκις. Ωστόσο, στο ένθετο της έκδοσης Μάνος Χατζιδάκις 2.000 μ.Χ. από τον Σείριο, δίνεται η πληροφορία -και μάλιστα διά στόματος Χατζιδάκι- ότι συμμετείχαν ακόμη ως στιχουργοί ο Γιώργος Χρονάς και η Αγαθή Δημητρούκα. Δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο των στίχων του Χρονά, της Δημητρούκα, όμως το κομμάτι, ένα σκωπτικό λούμπεν ποίημα, που έγινε ωραιότατο ζεϊμπέκικο, κόσμησε το συγκεκριμένο cd- ντοκουμέντο με την ερμηνεία του δημιουργού του.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Χατζιδάκι, οι Παίδες επί Κολωνώ αποτελούσαν μια τολμηρή θρησκευτική ιδέα του, βασισμένη στον ερωτισμό των μεταπολεμικών συνοικιών της Αθήνας. Σαφώς τολμηρή ιδέα, αν υποτεθεί πως ο Χριστός δοκιμάζει τις ερωτικές εμπειρίες του Κολωνού, λίγο προτού αντικατασταθεί στον Σταυρό του Μαρτυρίου Του από τον Οιδίποδα! Και όλα αυτά, με τη ζωγραφική αισθητική του Γιάννη Τσαρούχη περί στρατιωτών και περί λαϊκών αγοριών. Σε επέκταση των παραπάνω, ο συνθέτης υποστήριξε, πάντα στο ένθετο του cd Μάνος Χατζιδάκις 2.000 μ.Χ: «Μια καντάτα σε μια ιδέα μου πάνω στον Οιδίποδα, να φτάνει στον Κολωνό, να παίρνει την όψη ενός σύγχρονου λαϊκού παλικαριού, να ζει τις οδυνηρές και σκοτεινές σύγχρονες εμπειρίες του και τέλος να παίρνει τη θέση του Χριστού πάνω στο Σταυρό- και ο Χριστός κατεβαίνοντας απ’ τον Σταυρό, με τη βοήθεια της Αντιγόνης να ντύνεται τα ενδύματα του Οιδίποδα και να χάνεται μαζί της απ’ τον Κολωνό». Πραγματικά, μόνο ένας Νταλί θα μπορούσε να’ χει σχεδιάσει το εξώφυλλο του έργου τούτου, αν δεν παρέμενε ημιτελές μέχρι το τέλος της ζωής του δημιουργού του!
Έξι τραγούδια σώζονται και η ακρόαση τους φανερώνει πως αποτελούν αναμφισβήτητα ένα χατζιδακικό αριστούργημα: το ένα, «Τα ζάρια», σε στίχους της Αγαθής Δημητρούκα, με πλήρη ορχήστρα, παρ’ όλο που η ηχογράφηση του είναι οδηγός, προορισμένη δηλαδή για κάποιον από τους ερμηνευτές του συνθέτη της εποχής εκείνης.
Τα άλλα πέντε, σε στίχους Γκάτσου, Μπουρμπούλη και Χατζιδάκι, για πιάνο- φωνή με ιδανικό ερμηνευτή τον βαρύτονο Σπύρο Σακκά. Από τα τραγούδια αυτά παρελαύνει σύσσωμος κυριολεκτικά ο λαϊκός ελληνικός πολιτισμός, από τον Θεόφιλο και τον Μάρκο Βαμβακάρη μέχρι τη Γκόλφω και την Αρετούσα. Θα σταθώ σε δύο από αυτά, στο «Βρέχει στο σιδεράδικο» και στα «Βράδια της Σαρακοστής». Το πρώτο περιέχει στίχους του Χατζιδάκι και ουσιαστικά περιγράφει μια επώδυνη ερωτική συναισθηματική εμπειρία του. Όταν κάποια στιγμή ο συνθέτης, που ουδέποτε μάσησε τα λόγια του αναφορικά με τις ερωτικές προτιμήσεις του, προλόγισε στο Τρίτο Πρόγραμμα τα τραγούδια του κύκλου «Παίδες επί Κολωνώ», φτάνοντας στη μπαλάντα «Βρέχει στο σιδεράδικο», πληροφόρησε το ακροατήριο του πώς όντας νέος στη γενέτειρα του, την Ξάνθη, εργάστηκε σε σιδεράδικο, όπου και ερωτεύθηκε τον, συνομήλικο του, σιδερά. Ο φόβος της απόρριψης και το ερωτικό ανικανοποίητο φαίνεται φανερά πως τον εξώθησαν στη σύνθεση ενός ολότελα μελαγχολικού τραγουδιού, που μιλούσε για μια μπόρα ταυτισμένη με την έλξη και την ενδεχόμενη απώθηση των σωμάτων:
Βρέχει στο σιδεράδικο κι απ’ έξω σκοτεινιάζει/ δικό σου ήταν τ’ άδικο, δικό μου το μαράζι ή, παρακάτω, Εκεί στο σιδεράδικο η μπόρα μ’ έχει αρπάξει/ στον έρωτα και στ’ άδικο σαν τη φωτιά έχω ανάψει
Απ’ την άλλη, τα «Βράδια της Σαρακοστής», σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη, ήταν το μοναδικό τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι με σαφείς αναφορές στα ναρκωτικά και συγκεκριμένα στο δημοφιλές χασίσι. Ο συνθέτης δεν είχε ποτέ σχέση με ναρκωτικές ουσίες. Ακόμη κι όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ακολουθούσε τους χίπις Jefferson Airplane με το πολύχρωμο βαν τους, βρισκόταν ανάμεσα τους ως παρατηρητής και περισσότερο- θα έλεγα- ως θιασώτης κάθε ανατρεπτικής πράξης που προέκυπτε από τη νεότητα. Θυμάμαι ακόμη τον Νίκο Κυπουργό να μου διηγείται κάποτε πώς ο Χατζιδάκις είχε εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι του ζητούν ελεημοσύνη διάφορα φρικιά στους δρόμους της Νέας Υόρκης, όχι για το ψωμί τους, μα για τη μαριχουάνα τους.
Σε μιαν άλλη πάλι ραδιοφωνική εκπομπή του στο Τρίτο Πρόγραμμα εν έτει 1978, τη χρονιά δηλαδή που ηχογραφήθηκαν και οι «Παίδες επί Κολωνώ» (ασχέτως της έκδοσης τους μετά από αρκετά χρόνια), ο Χατζιδάκις αναρωτήθηκε στον αέρα εάν η τέχνη της μουσικής αποτελεί στην πραγματικότητα ένα ηχητικό LSD, μια ψευδαίσθηση του ανθρώπου. Πάντως, τα «Βράδια της Σαρακοστής» δεν περιείχαν ούτε LSD, ούτε μαριχουάνα, αλλά ρεμπέτικο λιβάνι, απ’ το οποίο μοσχοβολούσε ο ντουνιάς και δείπνα με χασίσι μεταξύ ενός ληστή κι ενός παλιού δερβίση. Στην Καρχηδόνα, στη Σμύρνη, στην Πειραιώς και στην Αθηνάς! Για όλους αυτούς τους λόγους, θα φυλάω για πάντα εντός μου τους «Παίδες επί Κολωνώ», ως ένα από τα πιο ατόφια, ελληνικά, παιγνιώδη και αναρχικά, λιγότερο γνωστά, έργα του Μάνου Χατζιδάκι.