Ο Μίλαν Κούντερα για τη "Δίκη" και τον Φραντς Κάφκα
O Φραντς Κάφκα (3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924) υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα. O εβραϊκής καταγωγής συγγραφέας, εδραιώθηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους μοντερνιστές πεζογράφους, το έργο του οποίου έχει αναλυθεί εκτενώς. Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται η νουβέλα Η Μεταμόρφωση (1915) και τα μυθιστορήματα Η Δίκη (1925), Ο Πύργος (1926) και Αμερική (1927). Με αφορμή την ημερομηνία του θανάτου του, αναδημοσιεύουμε τη σκέψη το;y -επίσης ιδιαίτερα γνωστού- Μίλαν Κούντερα, για τη Δίκη.
Το κείμενο του Κούντερα:
Η υπόθεση: Δημοσιευμένη στη Γαλλία το 1933, «η δίκη» είναι η ιστορία του Γιόζεφ Κ. που ένα πρωί συλλαμβάνεται για ένα έγκλημα που αγνοεί και για το οποίο δεν πρόκειται να μάθει ποτέ τίποτα. Στο τέλος της δίκης του, δολοφονείται «σαν το σκυλί».
Αναρίθμητες είναι οι σελίδες που έχουν γραφεί για τον Φραντς Κάφκα (Franz Kafka) που όμως (ίσως λόγω του αναρίθμητου των σελίδων αυτών) είναι ένας από τους λιγότερο κατανοημένους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. ‘Αρχισε να γράφει το γνωστότερο μυθιστόρημά του, τη «δίκη», το 1914. Αυτό είναι ακριβώς δέκα χρόνια μετά την δημοσίευση του «μανιφέστου των σουρεαλιστών», που ήταν τότε εντελώς ανίδεοι για την «υπερ-ρεαλιστική» φαντασία του Κάφκα, ενός άγνωστου συγγραφέα που τα κείμενά του εκδόθηκαν πολύ μετά τον θάνατό του.
Από αυτήν την άποψη είναι απολύτως κατανοητή η ιδιοτυπία των μυθιστορημάτων του στην ιστορία της λογοτεχνίας, μιας που τα κείμενα αυτά ήταν κρυμμένα και αφορούσαν μόνο τον συντάκτη τους. Μολοταύτα, παρά την απομόνωσή τους, οι πρώιμες αισθητικές τους καινοτομίες συνιστούσαν ένα λογοτεχνικό γεγονός που δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει, έστω κι εκ των υστέρων, την ιστορία της μυθιστοριογραφίας. «Χάρη στον Κάφκα κατανόησα πως ένα μυθιστόρημα μπορεί να γραφεί κι αλλιώς», μου είπε κάποτε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (GabrielGarcía Márquez).
Όπως είναι σαφές στη «δίκη», ο Κάφκα εξετάζει τους μυθιστορηματικούς του χαρακτήρες με έναν εντελώς ιδιόμορφο τρόπο: δεν λέει ούτε μια λέξη για το φυσικό παρουσιαστικό του Κ· τίποτα για τη ζωή του πριν τα γεγονότα που διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα. Δεν μαθαίνουμε ποτέ το επίθετό του πέραν του πρώτου γράμματός του. Αντιθέτως, από την πρώτη παράγραφο της αφήγησής του ως την τελευταία σελίδα, επικεντρώνεται στην κατάσταση της ύπαρξής του.
«Η δίκη» περιγράφει την κατάσταση κάποιου που κατηγορείται για κάτι. Αρχικά όλα διαδραματίζονται με μάλλον κωμική διάθεση: δύο εντελώς συνηθισμένοι κύριοι εμφανίζονται ένα πρωί στο σπίτι του Κ. που βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι του, και κατά τη διάρκεια μιας μάλλον ευχάριστης συζήτησης του ανακοινώνουν πως είναι κατηγορούμενος και πως η διαλεύκανση της υπόθεσής του αναμένεται να διαρκέσει πάρα πολύ καιρό. Η όλη κατάσταση είναι παράλογη κι αστεία. Εξάλλου, όταν ο Κάφκα ανέγνωσε το κεφάλαιο αυτό για πρώτη φορά στους φίλους του, όλοι γέλασαν.
Ο συγγραφέας
Φραντς Κάφκα (1883-1924) Γεννημένος στην Πράγα από μια αστική εβραϊκή οικογένεια, ολοκληρώνει τις σπουδές του με ένα διδακτορικό στο δίκαιο. Σταδιοδρομεί στο χώρο των ασφαλίσεων και αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στη συγγραφή. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που είναι γραμμένο στα γερμανικά,θα εκδοθεί μετά θάνατον: είναι η περίπτωση της «Αμερικής», της «δίκης» και του «πύργου». Κι αυτό κατά παραβίαση της διαθήκης του, στην οποία ζητούσε να καούν όλα του τα χειρόγραφα.
Έγκλημα και τιμωρία; Επ’ ουδενί! Η κατάσταση εδώ είναι εντελώς άσχετη με τη διάταξη του Ντοστογιέφσκι (Достое́вский). Κι όμως, στρατιές ολόκληρες από αναλυτές του Κάφκα επέμεναν πως αυτή είναι η κεντρική ιδέα της «δίκης». Ο πιστός φίλος του Κάφκα Μαξ Μπροντ (Max Brod) δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως ο Κ. είναι ένοχος για ένα βαρύτατο, αν και καλά κρυμμένο, αδίκημα: θεωρεί τον Κ. ένοχο για «Lieblosigkeit» (ανικανότητα να αγαπήσει)· παρομοίως, ο Έντουαρντ Γκολντστάκερ (Edouard Goldstücker), ένας άλλος διάσημος αναλυτής του Κάφκα, θεωρεί πως ο Κ. είναι ένοχος «διότι επέτρεψε την αυτοματοποίηση, την μηχανοποίηση, την αλλοτρίωση της ίδιας του της ζωής» και παραβίασε «το νόμο στον οποίο υπόκεινται όλοι οι άνθρωποι και ο οποίος επιτάσσει την ανθρωπιά». Ακόμα πιο συχνή (και πιο ανόητη) είναι μια άλλη ερμηνεία, που κατά κάποιον τρόπο «οργουελοποιεί» τον Κάφκα και σύμφωνα με την οποία ο Κ. διώκεται από εγκληματίες-πράκτορες ενός (πρώιμου) «ολοκληρωτικού» καθεστώτος, όπως π.χ. συμβαίνει στη διαβόητη κινηματογραφική απόδοση της «δίκης», από τον Όρσον Γουελς (Orson Wells), το 1962.
Ο Κ. όμως δεν είναι ούτε αθώος, ούτε ένοχος. Είναι ένας άνθρωπος ενοχοποιημένος, κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό. Φυλλομετρώ το λεξικό: το ρήμα «ενοχοποιώ» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 και ως ουσιαστικό («ενοχοποίηση») το 1968. Παρά την τόσο πρόσφατη δημιουργία αυτών των λέξεων, η παρουσία τους αποδεικνύει πως κάθε άνθρωπος είναι «ενοχοποιήσιμος», πως η ενοχοποίηση αποτελεί τμήμα της ανθρώπινης κατάστασης: φοβόμαστε -από καλοσύνη- μήπως πληγώσουμε τους αδύναμους, αλλά και δειλιάζουμε να συσχετισθούμε με τους ισχυρότερους από εμάς.
Ο Κάφκα ουδέποτε διατύπωσε αφηρημένες σκέψεις για τα ανθρώπινα προβλήματα· δεν του άρεσε να θεωρητικολογεί, να παριστάνει το φιλόσοφο. Δεν έμοιαζε στον Σαρτρ (Sartre) ή στον Καμί (Camus)· οι παρατηρήσεις του μετασχηματίζονταν αυτομάτως σε φαντασία, σε ποίηση: στην ποιηση της πρόζας.
Ξέρετε ότι…
Αυτό το παράλογο εκ πρώτης όψεως μυθιστόρημα, ανέκαθεν προκαλούσε τις πιο ποικιλόμορφες ερμηνείες. Θεωρήθηκε διαδοχικά καταγγελία κατά της γραφειοκρατικής απανθρωποποίησης, κατηγορητήριο κατά του ολοκληρωτισμού, μεταφορά για τον αντισημιτισμό. «Η δίκη» πλέον αναγιγνώσκεται ολοένα και περισσότερο ως παράλογο χιούμορ ή σουρεαλιστικό κείμενο.
Μια ημέρα, ο Κ. προσκαλείται (ανώνυμα, τηλεφωνικά) να εμφανιστεί την επόμενη Κυριακή σε ένα σπίτι στα προάστια, προκειμένου να παρασταθεί σε μια μικρή έρευνα που τον αφορά. Προκειμένου να μην δημιουργήσει πρόβλημα στις διαδικασίες και να μην καθυστερεί χωρίς λόγο την ανάκριση, αποφασίζει να ανταποκριθεί στην πρόσκληση. Πηγαίνοντας στο ραντεβού, αν και δεν του έχει υποδειχθεί κάποια συγκεκριμένη ώρα, βιάζεται. Στην αρχή σκέφτεται να πάρει το τραμ. Αλλά μετανιώνει, μη θέλοντας να είναι υπερβολικά ακριβής και να δώσει έτσι στους δικαστές την εντύπωση πως είναι πολύ πειθήνιος. Από την άλλη όμως δεν θέλει να καθυστερήσει υπερβολικά, οπότε τρέχει, τρέχει (στη γερμανική εκδοχή το ρήμα «τρέχω»-«laufen» εμφανίζεται τρεις φορές στην ίδια παράγραφο). Τρέχει διότι θέλει να προφυλάξει την αξιοπρέπειά του, και φθάνει στο ραντεβού του εγκαίρως, παρά την απροσδιόριστη ώρα της συνάντησης.
Αυτό το μείγμα ελαφρύτητος-βαρύτητας, κωμικού-θλιβερού, λογικού-παράλογου, χαρακτηρίζει όλο το μυθιστόρημα, ως την εκτέλεση του Κ. δημιουργώντας μιαν απαράμιλλη ομορφιά· πολύ θα ήθελα να προσδιορίσω την ομορφιά αυτή, μα ξέρω πως δεν θα τα καταφέρω ποτέ.