Ο Μπαντ Σπένσερ συνάντησε τους εφηβικούς μας παραδείσους...

... και ρίχνει απλόχερα τις «μπάφλες» του...

| 28/06/2016

Οσοι περάσαμε την εφηβεία μας εκείνη την τρομερή, τελικά, δεκαετία του ’80, τον γνωρίσαμε μέσα από το «μαγικό» VHS, να ρίχνει τις θρυλικές σφαλιάρες του, με εκείνα τα θηριώδη χέρια και το μισοκυνικό χαμόγελο μόνιμα χαραγμένο στα χείλη, στους ατυχείς «εχθρούς» και μετά να παραγγέλνει μια ομελέτα – «επειδή κάνω δίαιτα» -… με δώδεκα αυγά.

Ηταν το αδιαμφισβήτητο – σχεδόν εύλογο – «συνοδευτικό» των μπουγέλων εκείνων των αθώων καλοκαιριών στο τέλος της σχολικής χρονιάς, των κυριακάτικων μεσημεριών στο σπίτι του μοναδικού από την παρέα που είχε αποκτήσει βίντεο πρώτος, με αναψυκτικά, παγωμένα νερά, πατατάκια και λοιπά «επικίνδυνα» φαγώσιμα, το φιλμικό «σάουντρακ» του «παραδείσου» που κατασκευάζαμε από το μηδέν, μέσα σε μια στιγμή και μετά τον εξαφανίζαμε σαν να μην υπήρξε ποτέ, για να το ξαναψάξουμε πολλά χρόνια μετά.

Μάταια.

Τότε δεν ξέραμε ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Κάρλο Πεντερσόλι. Για χρόνια δεν ξέραμε καν ότι ήταν Ιταλός. Ποιος νοιαζόταν άλλωστε;

Δεν είχαμε ιδέα ότι πριν αρχίσει να σκορπά το γέλιο την δεκαετία του ’70 μαζί με τον Τέρενς Χιλ, ήταν πρωταθλητής κολύμβησης και μάλιστα ο πρώτος Ιταλός κολυμβητής που διήνυσε 100 μέτρα σε λιγότερο από ένα λεπτό το 1950. Δεν είχαμε ιδέα ότι στα 1951, στους Μεσογειακούς Αγώνες, κέρδισε το αργυρό μετάλλιο στα 100 μ. ελεύθερο, ότι συμμετείχε το 1952 στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, φτάνοντας στους ημιτελικούς, πάλι στο «κατοστάρι» και ότι τέσσερα χρόνια αργότερα, στη Μελβούρνη, πέρασε επίσης στα ημιτελικά στην ίδια κατηγορία. Ούτε πως, ως πολίστας, κέρδισε το ιταλικό πρωτάθλημα το 1954, με την Λάτσιο, ή ότι ήταν επαγγελματίας πιλότος αεροπλάνων τζετ και ελικοπτέρων.

Δεν είχαμε ιδέα ότι το ψευδώνυμο με το οποίο έγινε γνωστός προέκυψε εξαιτίας της αγάπης του στη μπίρα Budweiser και στον αμερικανό ηθοποιό Σπένσερ Τρέισι.

Καταλαβαίνω απόλυτα γιατί είναι απίθανο να γραφτεί κάτι γι’ αυτόν από την κινηματογραφική κριτική. Το σινεμά που τον έκανε διάσημο δεν ψυχαγωγούσε. Διασκέδαζε. Αν και, ποιος ξέρει, μπορεί ακριβώς αυτή η ειλικρίνεια των προθέσεων, το αβίαστο τρανταχτό γέλιο που προκαλούσε, να χρειάζεται καμιά φορά στο μυαλό και την «ψυχή» μας.

Σύμφωνοι. Το πολιτικό του κριτήριο ήταν μακράν πιο ανώριμο – για να το θέσουμε κομψά – από τις ταινίες του. Ομως, ευτυχώς, κανείς δεν τον θυμάται γι’ αυτό.

Αργότερα τον ξεχάσαμε κι εμείς. Μας πήραν ο Κέρουακ, ο Κόρσο, ο Τζάρμους, ο Μαγιακόφκι, ο Αϊζενστάιν, ο Κόπολα και κάποιοι άλλοι, αναλόγως περίεργοι τύποι, από το χέρι και μας πήγαν μακριά.

Οπως και νά’ χει, κάπου μέσα στα παραπάνω βρίσκεται και ο λόγος που υποθέτω ότι σήμερα, μαθαίνοντας τον θάνατο του, στα 86 του χρόνια, κάποιοι από την γενιά μου λυπηθήκαμε. Κι αμέσως μετά ίσως να χαμογελάσαμε, φέρνοντας στο νου τους ομηρικούς, κινηματογραφικούς καυγάδες του. Ισως μάλιστα και να δακρύσαμε για εκείνα τα μεσημέρια που λες και τα έχει ζήσει κάποιος άλλος, σε κάποια άλλη ζωή.

Η τελευταία του λέξη ήταν «ευχαριστώ» είπε ο γιος του.

Εμείς σε ευχαριστούμε Μπαντ Σπένσερ

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.