Ο πιο όμορφος ήχος μετά την σιωπή
Πενήντα χρόνια ECM
«The Most Beautiful Sound Next to Silence» -η φράση, παρμένη από τον πρώτο δίσκο του Keith Jarrett για την εν λόγω ετικέτα, το 1972- είναι αυτή που χαρακτηρίζει όλη την αισθητική και αν θέλετε την φιλοσοφία της ECM (Edition of Contemporary Music). Ο Manfred Eicher, ο ιδρυτής και ψυχή της εταιρίας ξεκίνησε ως (ακουστικός) μπασίστας στο δεύτερο μισό του ’60 παίζοντας με φιγούρες όπως ο σαξοφωνίστας Marion Brown και ο τρομπετίστας Wadada Leo Smith για να δημιουργήσει την ECM με πρώτη της κυκλοφορία το 1969, στο Μόναχο. To «Free At Last» του πιανίστα Mal Waldron, πέρα από τον συμβολισμό του τίτλου, έδινε την ευκαιρία στον μουσικό να σαλπάρει για τα καλά στα απρόβλεπτα μονοπάτια της free τζαζ. Ήταν το έναυσμα για την μια απίστευτη μουσική ιστορία που αριθμεί έως τώρα 1600 δίσκους και 600 καλλιτέχνες σε δυναμικό! Η ECM θεωρείται σήμερα ως η πιο σημαντική σύγχρονη ετικέτα τζαζ και όχι μόνο. Το ρεπερτόριό της περιλαμβάνει πλείστα όσα είδη μουσικής. Στο περιοδικό Coda, ο Eicher σημείωνε: «στην αρχή ήθελα να ηχογραφώ μουσική που μου άρεσε. Δεν ήξερα πως μια τόσο μικρή δισκογραφική θα μεγάλωνε τόσο πολύ». Στην προσπάθειά του να φέρει στο πλατύ ακροατήριο την αβαν γκαρντ μουσική δημιούργησε ένα εξαιρετικό αμάλγαμα εντελώς διαφορετικών συστατικών συνδυάζοντας την free, την κλασική, την αιχμηρή σύγχρονη σύνθεση με το έθνικ και την φωνητική μουσική. Αλλά και οι ηχητικές επιλογές διαπερνούν μερικούς αιώνες μουσικής με την μεσαιωνική, το εκλεκτικό άμπιεντ και το διαλογισμό να έχουν μερίδιο συμμετοχής. Ουσιαστικό συμπλήρωμα στον ήχο αποτελεί η εικόνα, ήγουν τα εξώφυλλα -με τη σχεδόν ασπρόμαυρη τις τελευταίες δεκαετίες όψη τους- κυριολεκτικά έργα τέχνης!
Τώρα, το πλήρωμα των καλλιτεχνών εμπεριέχει μεγάλα ονόματα της σύγχρονης δημιουργικής μουσικής- αρχής γενομένης από τον Keith Jarrett, τον Jan Garbarek, τον Paul Bley, Chick Corea, Pat Metheny, Carla Bley, Gary Burton, Charlie Haden, τoν Miroslav Vitous, τoν Stephen Micus, Louis Sclavis, Enrico Rava, Nana Vasconcelos αλλά και έντεχνους όπως οι Arvo Part, Steve Reich, Luciano Berio και John Adams. Φυσικά υπάρχει πληθώρα νεότερων μουσικών, διακριτή θέση κατέχουν οι Σκανδιναβοί παίκτες. Αλλά και οι δικοί μας αριθμούν μια δυναμική ομάδα στην ECM με την Ελένη Καραΐνδρου, την Σαβίνα Γιαννάτου, τον Dine Doneff (Κώστας Θεοδώρου), την Κωνσταντίνα Γουρζή, τον Σωκράτη Σινόπουλο, την Μαρία Φαραντούρη και τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο. Επίσης η εταιρεία έχει ασχοληθεί με φιλμικές μουσικές ή έχει εμπνευστεί από ταινίες όπως του Jean- Luc Godard και του Pasolini.
Η επέτειος των 50 χρόνων γιορτάζεται με την κυκλοφορία 50 σημαντικών εκδόσεων της εταιρίας υπό τον τίτλο Touchstones. Πρόκειται για παλιότερα άλμπουμ της ECM πολλά εκ των οποίων έχουν έλλειψη εδώ και χρόνια. Ενδιαφέρον προκαλούν και τα πρωτότυπα εξώφυλλα τους που ανοίγουν όπως στους παλιούς δίσκους.
Όσον αφορά το περίφημο “ύφος της ECM”- σήμα κατατεθέν της ετικέτας –o Eicher, λάτρης της μουσικής δωματίου, επιδίωξε ακριβώς τον ήχο αυτό, την «κρυστάλλινη» αυτή «σιωπή» να μεταφέρει στην αίθουσα ηχογραφήσεων: όπως τα όργανα στις ορχήστρα δωματίου ακούγονται καθαρά σε όλον τον όγκο και το μέγεθός τους -ακούγονται αυτόνομα καθώς συνδυάζονται με τα υπόλοιπα- έτσι και στις ηχογραφήσεις της εταιρείας υπάρχει καθαρότητα και ισοτιμία ανάμεσα στα μουσικά όργανα. Άλλο σημαντικό επίτευγμα της ECM είναι πως στα τέλη του 1970 απετέλεσε το σπίτι για το για το αβάν γκαρ κίνημα της AACM (Association for the Advancement of Creative Musicians) με πρωταγωνιστές τους Art Ensemble Of Chicago, Lester Bowie και George Lewis μεταξύ άλλων. Σημειώνει πάλι, ο Eicher, «αυτό που ακούς είναι ο ήχος που μας αρέσει. Μερικοί κριτικοί δεν κατανοούν πως δουλεύουμε με τους μουσικούς ως συνέταιροι σε όλη την διαδικασία έως το mixing και το editing. Η ηχογράφηση είναι συλλογική δουλειά της ομάδας». Καθοριστικό για την ECM είναι πως δεν υπάρχουν συμβόλαια με τους καλλιτέχνες. Ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να ηχογραφεί όπου θέλει, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός σε αντίθεση με την συντριπτική πλειοψηφία των μεγάλων και μεσαίων ετικετών! Όλα βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Έπειτα είναι ο τρόπος που ο Eicher επιδιώκει τις συνεργασίες μεταξύ των μουσικών. Πολλές από τις εκατοντάδες παραγωγές του είναι ιδέες του ίδιου που βρίσκουν δημιουργική εφαρμογή ετερόκλητων αισθητικών στο στούντιο. Η εταιρεία εμφορείται από το ελευθεριακό, θα λέγαμε, πνεύμα των 60’s και συνεχίζει να δουλεύει με αυτήν την φιλοσοφία. Και όσο η γερμανική δισκογραφική μεγαλώνει, ένα πληροφορημένο ακροατήριο μεγαλώνει παράλληλα. Η μουσικής της υπήρξε διαμορφωτική αναφορά για μια δεύτερη γενιά μουσικών- τόσο της τζαζ όσο και της κλασικής που ηχογραφούν, πλέον, σε αυτήν. Και ούτως η ECM ανανέωνε και ανανεώνει το μουσικό δυναμικό της: Julia Hülsman, Theo Bleckmann, Cymin Samawatie, Mathias Eick, Elina Duni, Nils Økland, Trygve Seim, Vijay Iyer, Jon Balke, Tord Gustavsen, Anna Gourari- ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποιος είναι ο ομορφότερος ήχος μετά την σιωπή αλλά ο ήχος της ECM, o ήχος που φέρει την σφραγίδα του εμβληματικού Manfred Eicher μπορεί κάλλιστα να αποτελεί το πιο πολύτιμη εκδοχή του.