Στήλη: Auditorium

Ο σύγχρονος ήχος της Ευρωπαϊκής μετά-τζαζ

| 18/12/2018

Δεν είναι καθόλου καινούρια τούτη η στήλη. Έκανε την πορεία της για αρκετό καιρό, στο παρελθόν («Δίφωνο», «Jazz& Τζαζ») πέρασε στην διαθεσιμότητα και έρχεται και πάλι στο προσκήνιο του φιλόξενου «Περιοδικού». Κυρίως νέες μουσικές θα παρουσιάζει αλλά δεν θα παραλείπει να μεταφέρει δημιουργικές προτάσεις από το κυρίως ρεύμα της δισκογραφίας. Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι η συνοπτική αλλά ουσιαστική παρουσίαση των καλλιτεχνικών προϊόντων.

Το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Βρετανού σαξοφωνίστα και συνθέτη Tom Barford αποτελεί γεγονός πολύ ενδιαφέρον. Ο βραβευμένος με το Kenny Wheeler Jazz Prize– του 2017- ηχογράφησε το «Bloomer»  με το κουϊντέτο του ( πιάνο, ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο, κρουστά)- και είναι  εκεί που αποκαλύπτει τις μεγάλες δυνατότητες του: μεγάλη ενέργεια αλλά και μελωδικότητα παράλληλα με την αυτοσχεδιαστική  δεξιοτεχνία. Οι επιρροές, βέβαια, από Wheeler και Chris Potter πλανιόνται στους ήχους αλλά οι συνθέσεις  του νεαρού μουσικού εν συνδυασμό με δάνεια από το προγκρέσιβ ροκ – King Crimson- δημιουργούν ένα ιδιαίτερο νευρώδες μετά- φιουζιονίστικο κλίμα από αυτά που μας συνηθίζει η ετικέτα Edition.

 


Οι Slowly Rolling Camera, σχήμα του δημιουργού της Edition Records, Dave Stapleton στα πλήκτρα- με τον Deri Roberts στα ηλεκτρονικά και τον Elliot Bennett στα κρουστά. Το τρίτο τους άλμπουμ  «Juniper» περιλαμβάνει περαιτέρω  πέντε μουσικούς μεταξύ των οποίων, ο Stuart McCallum στην ηλεκτρική κιθάρα συν τρομπέτα, ακουστικό μπάσο και άλλα δυο σαξόφωνα. Με αντιστοιχίες σχετικά με την Cinematic Orchestra, οι SRC χρωματίζουν μεν ατμοσφαιρικά τοπία αλλά αναφέρονται στην γκρουβάτη τζαζ, το τριπ –χοπ με την ισχυρή υποστήριξη εδώ του ρυθμικού τομέα. Αποτέλεσμα δημιουργικής συνεργασίας 15 χρόνων, η τελευταία  δουλειά του γκρουπ δείχνει γλαφυρά την προσπάθεια των συντελεστών για έναν διαφορετικό, εξελιγμένο, ύφος στην σύγχρονη τζαζ.


Η τελευταία δουλειά του Βρετανού σαξοφωνίστα Tim Garland τιτλοφορείται «Weather Walker» και ηχογραφήθηκε ως φανταστικό σάουντρακ  μιας  μεγάλης απόκοσμης λίμνης στην Βορειοδυτική  Αγγλία.  Με την, 35 εγχόρδων, English Session Orchestra υπό την διεύθυνση του David Juritz- μαζί και το String Octet- γράφτηκε στο ιστορικό στούντιο του Abbey Road,  με στενούς συνεργάτες τους πιανίστες  Jason Rebello  και Pablo Held. Ο Garland διασκεύασε γνωστό παραδοσιακό τραγούδι έτσι ώστε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της λόγιας ερμηνείας και είναι αλήθεια πως έστησε ένα ατμοσφαιρικό τοπίο έντονα μελωδικό και ταυτόχρονα συναισθηματικό με  παρτιτούρες αλλά και με ευρηματικούς αυτοσχεδιασμούς. Εξαιρετικά χαρακτηριστικό  το κομμάτι «Angry Sun».


Οι Frans Petter Eldh ( ακουστικό μπάσο), Kit Downes (πιάνο) και James Maddren (κρουστά) είναι οι Enemy και έχουν έδρα το Λονδίνο και το  Βερολίνο. Το ομώνυμο τους άλμπουμ, «ENEMY», περιέχει δέκα συνθέσεις από Eldh  και Downes καθώς παρουσιάζει ένα είδος post- post bop με πολυρυθμίες. «Ελαφρές» και γρήγορες εναλλαγές, πυκνά αρμονικά συμπλέγματα από ένα τρίο που δεν φείδεται στην έκφραση μέσω ποικιλίας στιλ και ηχοχρωμάτων. Έχοντας μεγάλη τρέλα με την ελεκτρόνικα , ο FPE χρησιμοποιεί τα σάμπλς ως βασικό του εργαλείο. Η παραγωγή του είναι, μάλλον ανορθόδοξη, μιας και κόβει και ράβει τις πρωτότυπες ηχογραφήσεις για τις επανατοποθετήσει με διαφορετικό τρόπο καθώς προσθέτει έτσι νέα, λεπτά, ηχητικά ηχοστρώματα.


Τρίτο LP για τον Βρετανό κιθαρίστα και συνθέτη Ant Law, το «Life I Know», τον βρίσκει με το κουαρτέτο του- άλτο σαξόφωνο, ακουστικό μπάσο, ντραμς και πιάνο τον γνωστό μας Ivo Neame. Με διδακτορικό στη φυσική τον κέρδισε η τζαζ μουσική και έχοντας φθάσει σε ένα επίπεδο τεχνικής,  με αρκετές εμπειρίες  από τις συναυλίες του με σημαντικά ονόματα της σκηνής- πχ τον σαξοφωνίστα Tim Garland που συμπράττει εδώ- νιώθει περισσότερο απελευθερωμένος να εκφραστεί μέσα από το ροκ , την τζαζ, την φολκ αλλά και την Ινδική μουσική  -άκουσε το «Introduction to Laurvin Glaslowe». Με ένα παίξιμο της ηλεκτρικής κιθάρας που θυμίζει φορές –φορές John McLaughlin, μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με εντελώς διαφορετική μενταλιτέ.

 


Το νέο κουαρτέτο του Βρετανού- ισπανικής καταγωγής- σαξοφωνίστα, Julian Argüelles, περιλαμβάνει τον Ivo Neame στο πιάνο- στο ακουστικό μπάσο τον Sam Lasserson και τον James Maddren στα κρουστά. Τιτλοφορείται «Tonadas» (σκοποί, μελωδίες) και επιχειρεί να συγκεράσει τις ισπανικές ρίζες του με την σύγχρονη αυτοσχεδιαζόμενη μουσική. Παλιότερα ο Chick Corea αλλά και νεώτεροι το προσπάθησαν χωρίς μεγάλη επιτυχία καθώς έπεσαν στα βράχια φολκλορικού φιούζιον κάτι που ο  Argüelles επιμελώς αποφεύγει και με εξαιρετική μαεστρία οδηγεί  τους μουσικούς του σε δυναμικά bop περάσματα χωρίς καθόλου να υποτιμάει τις λυρικές συνθέσεις.

 


Το όγδοο μουσικό έργο των Phronesis, με όνομα, «We Are All» κυκλοφορεί με διαφορετικό εξώφυλλο σε κάθε φυσική φόρμα καθώς συμβολίζει την ολιστική μουσική φιλοσοφία του τρίο για τα έμβια και άβια του πλανήτη. Αλλά και η προέλευση των τριών μουσικών αυτό μάλλον συμβολίζει , καθώς ο μπασίστας Jasper Høiby  είναι από την Δανία, ο κρουστός  Anton Eger εκ Νορβηγίας ενώ ο πιανίστας, Ivo Neame πολίτης της Βρετανίας. Με αυτά τα δεδομένα, οι έξι συνθέσεις του δίσκου, γραμμένες από διαφορετικά μέλη, λειτουργούν σε μια μετά- μποπ, μετά- κλασική κατάσταση όπου διάφορα στιλ μπερδεύονται δημιουργικά. Υπάρχει, βέβαια, νεύρο, διαρκής αυτοσχεδιασμός  όπως και εξαίσια τεχνική εκ μέρους των μουσικών- ήχος ταυτοτικός της ετικέτας Edition.


Από το Μάντσεστερ ο Phil France, έπαιξε βασικό ρόλο στους Cinematic Orchestra, δίπλα στον Jason Swinscoe, ως μπασίστας, συνθέτης και παραγωγός, όντας συνυπεύθυνος στις πιο σημαντικές δουλειές του γκρουπ. Το «Circle» είναι το δεύτερο του άλμπουμ, ύστερα από το «The Swimmer» του 2013 και φέρει εμφανή τα ηχητικά σημάδια αλλαγής. Με διάφορα πλήκτρα, κιθάρες, κρουστά και συνθετητές, η μουσική του μαντσεστεριανού αφηγείται εικόνες ανοιχτού πεδίου, νωχελικές- εν πολλοίς χαλαρωτικές- ελαφριοί ηχητικοί όγκοι, μίνιμαλ περασμάτων που εμπεριέχουν λεπτές μελωδικές γραμμές. Ηλεκτρονικές δομές με φαινομενικά κυκλική εξέλιξη και trans ηλεκτρονική αίσθηση.

 


Η πενταμελής μπάντα των STUFF εδρεύει στο Βέλγιο και ηχογραφεί οργανική μουσική όπως στο δεύτερο LP τους, «Old Dreams New Planets», ένθα ακούγεται να γκρουβάρει, να χιπ- χοπάρει, να μπερδεύει ελεκτρόνικα- να αυτοσχεδιάζει κατά το δοκούν και να παίζει ενίοτε, φανκ. Χρησιμοποιεί παλιούς συνθετητές, , ντραμς, ηλεκτρικό μπάσο,  πικάπ- όλα αρμολογημένα ως η δομή του να κρέμεται από μια κλωστή. Το edit καλά κρατεί όπως και οι λούπες έτσι ώστε να στηθεί το κατάλληλο «εξωτικό» σκηνικό για ολονύχτιες meditation. Μη εντασσόμενη σε κατηγορία η μουσική των Βέλγων λειτουργεί άνετα σε έναν κόσμο που οι ηχητικές προσμίξεις αποτελούν κανόνα.

Info  

 


Το «The Height Of The Reeds» είναι το μουσικό έργο που παράγγειλε ο Δήμος του Χαλ, της Αγγλίας, στους Arve Henriksen (τρομπέτα και φωνή), Eivind Aarset (ηλεκτρική κιθάρα-ηλεκτρονικά), Jan Bang ( σάμπλς και programming) και Jez riley French (field recordings). Η ιδέα ήταν οι όσοι και όσες ελάμβαναν μέρος στο γεγονός να ακούνε την μουσική μέσω ακουστικών ενώ διάβαιναν την τεράστια γέφυρα Humber Bridge. Με το γκρουπ συνεργάστηκαν η χορωδία και η ορχήστρα της Opera North συμπληρώνοντας τρόπον τινά την ατμοσφαιρική, εικόνα του έργου. Ο ήχος της τρομπέτας του Henriksen που προσμοιάζει με το γιαπωνέζικο φλάουτο shakuhachi- οι υψηλές νότες που πιάνει- αλλά και το μουσικό περιβάλλον που σκηνοθετούν οι υπόλοιποι έχει ως βάση τις μελαγχολικές μελωδίες και την αίσθηση που προκαλεί το υποβλητικό τοπίο της περιοχής. Αντιπροσωπευτικό δείγμα το τελευταίο κομμάτι, «Pink Cherry Trees». Πολύ κοντά σε αυτά που έκαναν ο Henriksen με τον Bang, το  ’04- «Chiaroscuro» και το ’13- «Places Of Worship»- μια άτυπη τριλογία, ίσως.

Info

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.