«Ο Τάσος πέθανε», της Γεωργίας Δρακάκη
Αυτές οι καλησπέρες δεν πεθαίνουν

Ανοίγεις τα μάτια και βγαίνεις. Μπαίνεις. Περπατάς αφηρημένος. Το φανάρι δεν λειτουργεί. Κίνδυνος. Το παλιό, λευκό, Honda φρενάρει. Οι ρόδες παραπονιούνται. Μόνο αυτές ξέρουν το γιατί. Και προχωράς. Και τα κτίρια χάνουν την υλική τους υπόσταση. Η απόσταση μεγαλώνει. Τίποτα δεν τελειώνει. Δεν το ξέρεις, το αισθάνεσαι. Δεν παρατηρείς το γατίσιο περπάτημα που επαναλαμβάνεται. Η διαδρομή σου γνωστή-άγνωστη. Οδηγός σου το βιβλίο και οδοδείκτες οι λέξεις που ορθώνονται. Κουράζεσαι και θες να επιστρέψεις. Κάθε μέρα η ίδια ιστορία. Πάνω-κάτω. Όχι, σήμερα θέλω να κουβεντιάσω. Και σκέφτεσαι ένα καφενείο. Μια πλατεία. Μια στοά με φαρμακεία και πεταμένα φυλλάδια. Μια μοντέρνα καφετέρια. Μια οθόνη και ένα αποτύπωμα. Σκέφτεσαι το δωμάτιο. Το δικό σου, το δικό του. Η εικόνα θα έρθει, πάντα έρχεται. Αφετηρία το μέλλον και το αξέχαστο παρελθόν. Φτάνεις έξω από την πόρτα. Κλείνεις για ένα δευτερόλεπτα τα μάτια. Έχεις ήδη μπει. Και όταν βάζεις το κλειδί, οι αριθμοί που έχεις πάνω σου σκορπάνε. Πλένεις χέρια και μια στάλα αίμα. Τρως παγωμένες τηγανητές πατάτες. Πίνεις νερό από τη βρύση. Βουρτσίζεις τα δόντια. Δεν κοιτάς τον καθρέφτη. Κάθεσαι στο μικρό γραφείο. Το άδειο κάδρο έχει γεμίσει. Αρχίζεις να κουβεντιάζεις. Και δεν είναι το γαμώτο. Το βιβλίο που έχεις μπροστά σου, αυτό το με λευκό εξώφυλλο, βρίσκει τον τίτλο του: «Ο Τάσος πέθανε» (Εκδόσεις Κάκτος).
Η Γεωργία Δρακάκη έγραψε ένα σπαρακτικό, αφηγηματικό, ποίημα. Θα μπορούσε να είναι μια «κυκλική» προσευχή που δεν τελειώνει, δεν έχει τελεία και πάντα επιστρέφει στον Τάσο. Ο φίλος, ο σύντροφος, αυτός που ήταν/είναι πάντα δίπλα της, αυτός που παρέμεινε άνθρωπος. Γι’ αυτόν γράφει η Δρακάκη και διαλέγει τις λέξεις ακολουθώντας τους χτύπους της καρδιάς. Ένα ηφαίστειο μέσα της και εκεί σχηματίζονται τα πυρακτωμένα και απόλυτα παγωμένα γράμματα. Η ίδια μας πληροφορεί ότι έγραψε έναν αντι-επιτάφιο. Δεν χρειαζόταν. Η δύναμη της κραυγής, που πάντα έρχεται, του ξεσπάσματός της γραφής, είναι τέτοια που σε κάνει να συνομιλείς με τη συγγραφέα άμεσα, λες και την ξέρεις μια ζωή. Και ναι, το έαρ της ζωής που ζει και έζησε η Δρακάκη είναι γλυκό. Αλλά μη μείνετε εκεί. Και ναι, οι εικόνες του «Επιτάφιου» του Ρίτσου είναι εδώ. Αλλά μη μείνετε εκεί. Όταν αγαπάς κάποιον αληθινά, όταν ετοιμάζεσαι να σχηματίσεις τον χρόνο αγάπησες, τότε είναι το αυθεντικό, λαϊκό, τραγούδι που τα λέει όλα. Και ο αντι-επιτάφιος της Δρακάκη είναι η φωνή του Μητροπάνου στις «Πεθαμένες καλησπέρες». Ό,τι γουστάρει και ό,τι δεν γουστάρει, είναι εδώ. Και η γλώσσα η ποιητική ξέμπλεξε τα λόγια, τα αλμυρά μαλλιά και έδωσε αυτό το γεμάτα σάρκα, γέλια, δάκρυα, βιβλίο. Χαρακτηριστικό απόσπασμα [σ.23]: Καθισμένος στο παλιό κουζινάκι εφτά η ώρα το πρωί/Να κουρδίζεις/Ο τόπος ντουμάνι/Εγώ ούτε 25 χρόνων/Ξυπόλυτη/Ένα λαϊκό τραγούδι να φτερουγίζει στα μαλλιά μου.
Η Δρακάκη ξέρει να χειρίζεται το συναίσθημά της. Δεν το περιορίζει, απλώς του δίνει τη σωστή κατεύθυνση. Η κίνηση του λόγου έχει κάτι από την «αυτόματη γραφή», αλλά είναι η ιδιότυπη ελεγεία που καθορίζει το ύφος και την απεύθυνση. Ο λυρισμός είναι διάχυτος και ο θρήνος λειτουργεί λυτρωτικά, αναζωογονητικά. Η Δρακάκη δεν στέκεται πάνω από τον τάφο, αλλά πάνω από σύννεφο και στον ουρανό του Τάσου. Στα ποιητικά λόγια της δεν περισσεύει τίποτα και τίποτα δεν μένει πίσω. Γενναιοδωρία, ειλικρίνεια και τόλμη μικρού παιδιού, αυτά είναι τα υλικά της Δρακάκη, αυτά φτιάχνουν το αφιέρωμα που λέγεται «Ο Τάσος πέθανε».