Επιστολές αναγνωστών / Αναδημοσιεύσεις απόψεων

Ο υποδειγματικός πολίτης Μανώλης Γλέζος και το εθνικό μας πρόσωπο

| 12/08/2022

Εκκινώντας, κατά τα ειωθότα, με τις πάγιες Αριστοτελικές συντεταγμένες της μείζονος Ρητορικής Τέχνης, αλλά και τα νεωτερικά συγκείμενα του Δομισμού, για τον προσδιορισμό και την ερμηνεία των ένεστιν φαινομένων, αγγίζω συγκυριακά, το εν πολλοίς θρυλικό πρόσωπο – του υπέρτατου νικητή εκ των ηττημένων, στο πεδίο της ηθικής αποτίμησης – του πολυτιμημένου, άμα και πολυδοξασμένου, ήρωα και πάνυ κοσμαγάπητου Μανώλη Γλέζου. 

Αφορμή, για το παρόν κείμενο δεν ήταν και τόσον ο θάνατός του (η τελευτή του βίου) αλλά η καθ’ όλα μεγαλειώδης, και κατά ταύτα πρωτοφανής δήλωση του – όταν η Ελληνική Κυβέρνηση υπετάγη και παρά πάσαν προσδοκίαν υποθήκευσε, εκνόμως βέβαια την χώρα και απέκοψε τον λαό της απ’ τα δημόσια αγαθά και τα υπάρχοντά του  – Ζητώ συγγνώμη απτον ελληνικό λαό (Βρυξέλλες 22 / 2 / 2015), αναφερόμενος στην αποφράδα μέρα της μέγιστης εθνικής ταπείνωσης, όπου η Ελλάδα μετεβλήθη απροκάλυπτα, εν μία νυκτί, σε Γερμανο-Ευρωκοινοτική αποικία, και το Vae Victis, πραξικοπιματικώς και με θηριώδη αναισχυντία νομιμοποιήθηκε, ως status operandi. Η συντριβή του αείζωου πάθους και του ανύπουλου ήθους συνετελέσθη ως τραγικό συναπάντημα, δίκαιων και άδικων όρων, με την ανενδοίαστη καταπάτηση κάθε αιδούς και τιμής. Η βροντερή αυτή χειρονομία, ανυπέρβλητης μεγαλοψυχίας και υψίστης γενναιότητος – ως καταγγελία κι ανάθεμα της ατιμίας – φυσικώ τω τρόπω με συγκλόνισε βαθύτατα κι ανατάραξε αισθητώς την σύνολη κλίμακα των ηθικών αξιών που διέπουν ενέκαθεν τις μείζονες υποθέσεις της πολιτικής πρακτικής και δεοντολογίας, στο οριακό ανάχωμα μεταξύ δέοντος καθήκοντος κι απευκταίας, είτε εκ πολιτικής διολισθήσεως, ή και εξ αμελείας, προδοσίας. 

Η καθ’ όλα παραδειγματική αυτή πράξη, δεν ήταν, και δεν είναι δυνατόν, ν’ αξιολογηθεί ευρύτερα, και προπαντός να εκτιμηθεί δεόντως, από έναν υπερεκτεταμένο δημοσιο-γραφο-κρατικό και συνάμα ραδιο-τηλε-κρατικό εσμό, χρόνιας υποσταθμικής καταστάσεως και εντατικής διαχύσεως θορύβου. Βέβαια, ως τρέχουσα είδηση, ανακυκλώθηκε ευρέως, απ’ τους ποικιλόμορφους οχετούς, τα πρόστυχα Μ.Μ.Ε. του έξαλλου ιδιωτικισμού, των κατακλυσμιαίων διαφημίσεων και του υποτυπωδώς προσχηματικού περιεχομένου – άμα κι εκτεταμένης πλύσεως εγκεφάλου – αλλά ως πράξη, ως ενέργημα πολιτικής ουσίας και σημασίας, αγνοήθηκε εντελώς. Αλλά μήπως το ίδιο δεν είχε γίνει και το 1958, όταν όλος ο κόσμος είχε σταθεί στο πλευρό του Διευθυντή της εφημερίδος ΑΥΓΗ; και οι περιδεείς κι αναίσχυντοι συνάδελφοι δημοσιογράφοι σφύριζαν αδιάφορα; Εκ προοιμίου βέβαια, ένα τέτοιο γεγονός, δεν είναι οικουμενικής διαστάσεως, ώστε να κοινοποιηθεί στα πέρατα της υφηλίου – όπως όταν τα ελληνόπουλα (Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας), υπέστειλαν τη μιαρή σβάστικα από τον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως – αλλά επρόκειτο αναμφίλεκτα για παμμέγιστο γεγονός, ύψιστης εθνικής σημασίας για τον πολύπαθο Ελληνισμό, που όμως κατεπνίγη στον ανίερο βωμό της παραθέσμιας φαυλότητος, όπου μεταξύ αιδοιόπανων και κουραφέξαλων, τέτοια θέματα, ζητήματα και αξίες, επ’ ουδενί λόγω επιχωριάζουν. 

Μετά ταύτα, κι αναλογιζόμενος, εν εντάσει, μίαν κάποιαν ενδεικτική παρέμβαση συμμερισμού προσέκρουσα στον απέραντο τοίχο, της ατύπου μεν, αλλά σκαιάς πανταχόθεν λογοκρισίας, που είχεν δολίως και σιωπηρώς εγκαθιδρυθεί μετά το υποχθόνιο πραξικόπημα της Χούντας των Εκδοτών – τρισχειρότερη αυτής των Συνταγματαρχών – το ολετήριον έτος 1989, όπου 1η και 4η εξουσία συνεμίγησαν παρά φύσιν και ιδιαζόντως κολάσιμα, υπονομεύοντας καίρια την δεκαπενταετή διεργασία εκδημοκρατισμού της χώρας και τερματίζοντας άκαιρα τον όλο κύκλο της Μεταπολίτευσης με την δόλια εκτροπή της υφισταμένης καθεστωτικής τάξεως. Οι ζηλωτές του Μπερλουσκόνι – νταβατζήδες, κατά Κώστα Καραμανλή (sic) – αυτοπεριήλθαν στην θέση του βασιλικού θρόνου, μ’ επιβασιλέα τον Χρήστο Λαμπράκη, Μέγα Αυλάρχη τον Γιώργο Μπόμπολα και ηρακλείς τους Βαρδή Βαρδινογιάννη και Μίνωα Κυριακού, κι όλοι οι άλλοι, Αλαφούζηδες και τα νεοφυή φιντάνια, σαν τον Μιχάλη Ανδρουλιδάκη, ή και τον Κώστα Γιαννίκο – εκτός των πονηρών Κουρήδων – προαγωγοί της συστημικής ημιαγραμματοσύνης, της ρεμούλας και της αρπαχτής, εκόντες άκοντες, σύρθηκαν ξωπίσω τους, σ’ έναν ανελέητο ψυχολογικό πόλεμο, ενάντια στα πολιτικά κόμματα και την πολιτειακή έννομη τάξη, την οποία έθεσαν, όλως καταχρηστικώς και φόρτσα εκβιαστικά, υπό εξαναγκαστική κηδεμονία. Μία χύδην και αλλόφρων δημοσιογραφίλα, κατωτάτης υποστάθμης, επεβλήθη αμείλικτα και παντοιοτρόπως, μέσω της διατεταγμένης λήθης – που εξαφάνισε ακόμα και το μέλλον – σ’ όλες τις πτυχές του δημόσιου, αλλά και του ιδιωτικού βίου. Έκτοτε τα ζέοντα ζητήματα της Δημοκρατίας απωθήθηκαν απ’ το προσκήνιο της δημόσιας σφαίρας κι ο παραμερισμός του λαού από κάθε συμμετοχική δραστηριότητα κατέστη πρώτιστη επιδίωξη. Οι εργαζόμενοι και οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποί τους, λοιδορήθηκαν παντοειδώς μαζί με τους ελεύθερους διανοούμενους που φιμώθηκαν βάναυσα χλευαζόμενοι στους διατεταγμένους ιμάντες των γλίσχρων ‘ειδήσεων’ και των φαλκιδευμένων πληροφοριών, διαχέοντας πανταχόθεν την πλέον σαπρή αμερικανίτιδα – κατά την απρόοπτη Μπερλουσκονική λαίλαπα – υπό την σκέπη της ακατάσχετης και πανκυρίαρχης πλέον, επί των ποικίλων Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, διαφημιστικής μεγαμηχανής, και προπαντός της άτυπης και ιδιαζόντως άτιμης λογοκρισίας, επί του ελευθέρου πνεύματος. Η νομενκλατούρα των μεντιοκρατών-λογοκριτών και το σκυλολόϊ τών, εν πρώτοις, εξαγορασμένων και είτα, εκ μεταγραφής, ξεπουλημένων κονδυλοφόρων της λούμπεν ιντελιγκέντσιας, επιδόθηκαν, μαζί με την καταστροφή των κοινών τόπων και την συνακόλουθη μαζική ιδιώτευση, και στην ανηπόφορα σκανδαλώδη επινόηση, της δήθεν «Σιωπής των Διανοουμένων», ως άλλοθι της κολάσιμης λογοκρισίας τους που τους αφάνισε απ’ την ένεστι δημόσια σφαίρα. Οι διανοούμενοι, τουτέστιν, η πνευματική ηγεσία του τόπου, ουδέποτε ’σιώπησε, περί ανηλεούς διωγμού επρόκειτο – όπως κι επί της στρατοκρατικής Χούντας – γι’ αυτό και τους φίμωσαν, τους σπίλωσαν, και τους χλεύασαν, ως κουλτουριάρηδες, κατ’ ελάχιστον, ή/και γραφικούς και λαπάδες.  Όμως οι δημοσιογράφοι, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, έχαιραν κάποιας εκτιμήσεως στην κοινή γνώμη, αλλά απ’ τα μέσα του ’90 εξέπεσαν στην κατωτάτη βαθμίδα και πλέον αποτελούν, πρωτίστως εν Ελλάδι, το πλέον κακόφημο επάγγελμα που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην 108η θέση στην παγκόσμια κατάταξη – δηλαδή πίσω απ’ τα γαϊδούρια. Το μόνον ελεύθερο βήμα, που είχεν απομείνει, κι όπου ’μπορούσε κανείς να δημοσιεύσει αξιοπρεπώς, ήταν το ιστορικό κι έγκριτο περιοδικό ΑΝΤΙ, του αείμνηστου φίλου και χρηστού πολίτη, Χρήστου Παπουτσάκη – όπου σέβονταν το χειρόγραφο – αλλά κι αυτό είχε από καιρού εκλείψει, κι ότι είχεν απομείνει, ή και εν τω μεταξύ αναφανεί (όλα με ανελληνικούς, ή αμερικανίστικους, τίτλους), διέπονταν πρωτίστως απ’ τις ανελαστικές επιταγές των σαπρογόνων κυκλωμάτων της μεγιστοποιημένης κι άκρως επιθετικής διαφημιστικής μεγα-μηχανής και του λίαν μονοδιάστατου μοντέλου της: από την παραγωγή στην κατανάλωση και την απόρριψη – που όλως ανοήτως απεκλήθη lifestyle (βιοτροπία) – δεν ήταν, και δεν μπορούν να είναι βέβαια, ει μη μόνον παραμάγαζα με στρατιές άξεστων και αγενών γραφιάδων, μισθοφόρων εμμανούς παραγοντισμού, ασελγούντων επιτατικά επί της δημοσίας σφαίρας, μέσω της καταιγιστικής διασποράς αλλογενών μιμιδίων, για τον ολοσχερή εκμαυλισμό, και την ακαταπαύστως επιδιωκόμενη μετάλλαξη των συνειδήσεων και της εν γένει καταστασιακής συνθήκης των πολιτών. Με αδιάφευκτη συνέπεια, η άρδην απο-πολιτικοποίηση και η σχετική απο-κοινωνικοποίηση κατέστησαν τα θλιβερά επακόλουθα μίας, εις το έπακρον, ολέθριας ηθο-πνευματικής καθίζησης, κοινωνικής εξαθλίωσης κι εν τέλει οικονομικής καταπτώχευσης. 

Περνώντας τώρα, εις την άλλη πλευρά, στα απαιτούμενα συγκείμενα, αλλά και παρακείμενα του Δομισμού, όπου τα φαινόμενα αλληλοσυσχετίζονται κι εν ταυτώ αλληλοπροσδιορίζονται, όπως και τα πλάνα στις κινηματογραφικές ταινίες, βρέθηκα μπρός στο ήκιστα ευαίσθητο ζήτημα προσδιορισμού του προσώπου του Μανώλη Γλέζου, στο ευρύτερο πλαίσιο της συγχρονικής μας ιστορίας. Η ασύγκριτη μοναδικότης του συγκεκριμένου προσώπου, επέφερε εξακολουθητικώς πλείστες όσες δυσχέρειες, ως προς την προϊούσα ταξινομία, καθότι οι προσωπικότητες, δεν μπορεί παρά να συσχετίζονται με προσωπικότητες, κι έτσι ποιές εξ αυτών, θα μπορούσαν να έχουν μίαν κάποιαν αναλογική, κι εξ αυτού διαφωτιστική συσχέτιση, που θα μας έδινε ενδεικτικώς την τάξη και το στίγμα του εν λόγω προσώπου, του Απεραθίτη με την άπειρη σεμνότητα και την παγκόσμια ακτινοβολία. Τα πρόσωπα, απ’ τον χώρο της πολιτικής, με τα οποία είχα, λόγω εκτίμησης, διαρκή διάλογο, ήταν ουσιωδώς τρία: Ηλίας Ηλιού, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Μανώλης Γλέζος. Τον Γλέζο τον γνώρισα γύρω στα 1972–’73 μέσω των Ανδρέα Λεντάκη, Αντώνη Καρκαγιάννη και κυρίως της φιλτάτης Τζώρτζιας Αργυροπούλου, ως έναν εκ των ολίγων που αγνόησαν την θορυβώδη διάσπαση του Κ.Κ.Ε. κι έμειναν εκτός της εσωκομματικής αντιδικίας, αποκαλούμενοι, προς τούτο, ομάδα του ‘Χάους’. Στο βιβλιοπωλείο που είχε ανοίξει, στην αρχή της οδού Ιπποκράτους, όαση και μικροβασίλειο της terra scriptorum, δέσποζε το επίγραμμα του Βιργιλίου: Τimeo hominem unius libri και είχε καταστεί το σημαντικότερο συζητητικό στέκι των Αθηνών, κατά την τριετίαν ’73–’76. Εκεί με καφέδες, ή κι ενίοτε ουζάκια, είχαμε ενδελεχείς συνομιλίες επί παντός επιστητού, και κυρίως την προϊούσα πολιτική κατάσταση, απ’ την οποία προέκυψε και η ανασυγκρότηση της ΕΔΑ, με προέχον πρόταγμα, την πολιτική ενότητα της αριστεράς, έναντι της ιδεολογικής, η οποία επ’ ουδενί εθεωρείτο ως οιονεί στατική πνευματοκρασία, αλλ’ αντιθέτως δυναμικώς αναμορφούμενη στα μεταβλητά όρια τής αεί κυρίαρχης σύγκρουσης, μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Απ’ το υπερώον των Γραφείων της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, επί της οδού Ακαδημίας 62, έναντι του θεάτρου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, βλέπαμε την ανελέητη κι όλως άγονη διαμάχη, μεταξύ Κ.Κ.Ε. και Κ.Κ.Ε. (εσ), για την μονοπώληση του σφυροδρέπανου και θλιβόμασταν βέβαια για τα, εν πολλοίς, ιδιοτελή κίνητρα που διείπαν διακριτές πολιτικές και λάθρες πρακτικές, για μία μονολιθική και προφανώς δογματική – αν κι εκ των πραγμάτων ανέφικτη – κηδεμόνευση του εκτενούς μωσαϊκού της αριστεράς. Έτσι μία από τις πλέον γόνιμες, από πλευράς κοινωνικής πολιτικοποίησης, ιστορική περίοδος, αναλώθηκε στην ταυτοποίηση του ‘φύλου των αγγέλων’, για να καταλήξει, στην άρδην υπονόμευση της περαιτέρω δημοκρατικής εμπέδωσης, με την τυχοδιωκτική πλαισίωση και νομιμοποίηση, της πολλαπλής ασυδοσίας που επήλθε με την βίαιη απορρύθμιση και υποβάθμιση των κοινωνικο-πολιτικών κανονιστικών πλαισίων που είθιστο ευλόγως να προάγει την συνέργεια μεταξύ των πλέον συγγενών κομμάτων – δημοκρατικών, σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών – κι όχι φυσικά το αντίθετο, όπως συνέβη κατά το ηπίως αποκληθέν βρόμικο και αφθόνως δυσώδες έτος 1989, όπου αναστυλώθηκε η φαύλη δεξιά, με την συνδρομή, μίας έκτοτε, συγχυσμένης, απροσανατόλιστης, άμα και διασυρμένης αριστεράς. Πάντα ταύτα δε, με την ολοκληρωτική απεμπόληση βασικών πάγιων θέσεων κι επιδιώξεων της εν γένει αριστεράς, ως προς την μικτή οικονομία, την βαρύτητα του δημόσιου τομέα, ακόμα και την απλή αναλογική, ως κατ’ εξοχήν δίκαιου εκλογικού συστήματος. Ο Γλέζος, που είχε πολλάκις περάσει ανάστροφα, το φράγμα του θανάτου, έδωσε και σ’ αυτή τη φάση το παρόν, καταρτίζοντας ένα ανεξάρτητο κι εμβληματικό ψηφοδέλτιο: ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, με κατεύθυνση την περαιτέρω εμβάθυνση κι επέκταση της Δημοκρατίας, αλλά φεύ, συνεθλίβη, στις καθ’ όλα παράταιρες μυλόπετρες τής, εν πλήρει εξάρσει, κι άκρως επίβουλης φαυλο-διαπλοκής που λυσσομανούσε παντοειδώς. Η μανιασμένη καταστροφή της κοινοτικής μνημοσύνης, ο υποβολιμαίος φθόνος για τους πνευματικούς ταγούς και τους ποιητές, η μεθοδική απαξίωση των πραγμάτων, η απώθηση της αφιλοκέρδιας και του φιλότιμου, της δεκτικότητας και της δοτικότητας, κατίσχυσαν εφ’ όλου του επικοινωνιακού πεδίου, με την εφάπαξ εγκαθίδρυση της πλουραλιστικής μονοφωνίας και την παραλυσία κάθε κριτικής συνείδησης. Η ‘έννοµη’ αδικία φαλκιδεύει τα ουσιώδη ανθρώπινα δικαιώµατα για την ζωή, και κυρίως το ευ ζην, τη µόρφωση και τον πολιτισµό και υπονομεύει την αέναη προσπάθεια του ανθρώπου ν’ ανταξιωθεί του εαυτού του.  

Κάποιαν στιγμή, παραθεριστικής ανάπαυλας, είχα βρεθεί αυγουστιάτικα, μαζί με τον φίλο Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, Κωνσταντίνο Ρωμανό, στην Ικαρία και πληροφορηθείς ότι το πλοίο της επιστροφής διέρχεται κι απ’ τη Νάξο, σκέφθηκα πως, αν ήταν ο Γλέζος στην Απείρανθο, να σταθμεύσω για κανένα διήμερο να τον δω, όπως και τη Τζώρτζια βέβαια. Τους τηλεφώνησα και στη συνέχεια βρέθηκα φιλοξενούμενος και το διήμερο, χωρίς άλλο, έγινε δεκαήμερο. Ήταν η εποχή που ο Γλέζος βρίσκονταν στα τελειώματα του κολοσσιαίου έργου του για την Εθνική Αντίσταση (2008). Στο διάστημα αυτό, o Μανώλης, με ξενάγησε επισταμένως σ’ όλα τα έργα της θρυλικής θητείας του (1986–1988), ως Πρόεδρος της Κοινότητος Απειράνθου, ή τ’ Απεράθου (μίας κοινότητας μόλις χιλίων κατοίκων), όπου εγκαθίδρυσε ad hoc, την Άμεση Δημοκρατία, ως περίτρανο υπόδειγμα πολιτικής αγωγής και συνακόλουθα λαϊκής συμμετοχής. Αφού περιδιαβάσαμε εκτενώς τα πέντε νεοσύστατα μικρο-μουσεία του χωριού, καταλήξαμε στο νεόδμητο Πολιτιστικό Κέντρο Απεράθου, όπου γίνονταν προσπάθεια να διευθετηθούν οι 26.000 τόμοι της Βιβλιοθήκης Νίκου Γλέζου. Στη συνέχεια με ανέβασε, μετά από ολοήμερη πεζοπορία, στο δύσβατο όρος Φανάρι, προκειμένου να δούμε την κατάσταση των θυλάκων των ταμιευτήρων ύδατος που είχαν επαναφέρει την υδροδότηση του χωριού. Το εν λόγω αξιοθαύμαστο κι εν πολλοίς εμβληματικό έργο, παρά το ότι επαινέθηκε απεριόριστα κι επιβραβεύθηκε δεόντως, δεν κατέστη υπόδειγμα αναζωογόνησης και για άλλες κοινοτικές μονάδες, ένεκα διάχυτης ψυχο-πνευματικής αδράνειας και κοινωνικής οκνηρίας.  

Άλλη στιγμή. Ραστώνη του Δεκαπενταύγουστου, του ακλεούς έτους 1.999, και βρίσκομαι, ως συνήθως, στην Ύδρα. Μετ’ ολίγους μήνες έληγε και η θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου και οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν στα πολιτικά στέκια και τα καφενεία. Η πρωτοβουλία για το ποιός θα τον διαδέχονταν, ήταν φυσικά στα ηνία του Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη – αρχιερέως του υφέρποντος ενδοτισμού και του κυνικού εκσυγχρονισμού, όπερ μεθερμηνευόμενον δηλούσε: το ανώτατον στάδιον του αφελληνισμού, ή κι αντιστρόφως, αφελληνισμός: το ανώτατον στάδιον του εκσυγχρονισμού – αλλ ωστόσο και στους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς υπήρχε σχετική συζήτηση. Η ΕΔΑ, μπορεί μεν να είχε από δεκαπενταετίας διαλυθεί και τα περισσότερα στελέχη της είχαν προσχωρήσει σταδιακά, είτε στο ΚΚΕ (εσ.), είτε στο ΠΑΣΟΚ καί τινες στο ΚΚΕ, αλλά οι εναπομείναντες, αν και κομματικά άσκεποι, εξακολουθούσαν να έχουν τις έγνοιές τους κι επιζητούσαν, ως πρόσωπα πλέον, δυνατότητες συμμετοχής και παρέμβασης στα όποια τεκταινόμενα. Σ αυτό το πλαίσιο λοιπόν μπορούμε να εντάξουμε και το τηλεφώνημα που δέχτηκα απ τον φίλο εκδότη Γιώργο Δαρδανό, ο οποίος με καλούσε σ’ επείγουσα σύσκεψη για το θέμα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η πρόταση – καθ όλα ρηξικέλευθη – ήταν: Μανώλης Γλέζος. Ξαφνιάστηκα βέβαια, αλλά η αντίδρασή μου ήταν απολύτως θετική. Μετά ταύτα κι αφού δεν ’μπόρεσα να παραστώ στη σύσκεψη των Αθηνών (στα γραφεία των Εκδόσεων Gütenberg), ο Δαρδανός και ο Τάσης Τζαβέλλας (δικηγόρος-συγγραφέας κι επιστήθιος φίλος του Γλέζου), απεφάσισαν πως έπρεπε να τα πούμε κι από κοντά, κι έτσι την επομένη κιόλας κατέφθασαν στο νησί. Εκεί, αφού ακρογιαλιστήκαμε στον Βλυχό, καθήσαμε στην ηλιόλουστη ταβερνίτσα της Μαρίνας (του Λεμπέση) και μ’ αστακούς, άφθονα τσίπουρα κι ακατάσχετο κουβεντολόϊ, διαμορφώσαμε – όπως και φιλοδοξήσαμε άλλωστε – την πρόταση της αριστεράς για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Βέβαια, δεν θεωρήσαμε ότι θα είχε κάποια τύχη, πέρα απ το να κοινοποιηθεί ευρέως και συνεπώς να συζητηθεί. Είχε όμως ένα ιδιαίτερο νόημα για μας, διότι, σ’ αυτή την πρωτοβουλία, βλέπαμε ένα στίγμα για την πολλαπλώς επιζητούμενη ενότητα της αριστεράς, πράγμα για το οποίο είχαμε πολύ πασχίσει – κυρίως ο Δαρδανός,  ο οποίος είχε πρωτοστατήσει μαζί με τον Θανάση Καστανιώτη στην έκδοση της εφημερίδος ΠΡΩΤΗ, στην οποία είχα συνεργαστεί κι εγώ – και η οποία ήταν αποκλειστικά ταγμένη σ’ αυτόν τον σκοπό· γενικώς δε, η μεταδικτατορική ΕΔΑ είχε πάντα, ως κύριο μέλημά της, την ενότητα της αριστεράς. Τούτο και μόνο μας αρκούσε, καθότι, θα έδειχνε έμπρακτα ότι η αριστερά είναι σε θέση, να προτείνει μ’ ενιαίο τρόπο, ένα πρόσωπο εθνικής εμβέλειας, κι έτσι να είναι παρούσα στις πολιτικές εξελίξεις προκαλώντας ταυτόχρονα εύλογη αμηχανία στις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Τελικά και μετά από κάποιες ενστάσεις τού, ως συνήθως advocatus diaboli, Τάση Τζαβέλλα, αποφασίσαμε να ενημερώσουμε άμεσα και τον ίδιο τον Γλέζο, ώστε να έχουμε και την σύμφωνη γνώμη του, πριν προχωρήσουμε στην περαιτέρω ανακίνηση του θέματος. Επ αυτού ο κλήρος έπεσε κατευθείαν σε μένα. Ανέβηκα επί τούτου στην Αθήνα κι επισκέφθηκα τον Γλέζο στο σπίτι του στο Νέο Ψυχικό. «Το» και «το» βρε Μανώλη «πως το βλέπεις και τι φρονείς;» Ξαφνιάστηκε αρχικώς, αλλά στη συνέχεια μιλήσαμε εξονυχιστικά για το όλον ζήτημα. Το τι είπαμε επί εξάωρον και πλέον, δεν είναι δυνατόν ν’ αναπαραχθεί εδώ, αλλά ούτε μπορεί και να τα θυμάται κανείς λεπτομερώς. Ωστόσο, η κατάληξη ήταν πως το θέμα δεν θα έπρεπε να προχωρήσει περαιτέρω, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν ήταν διατεθειμένος να εμπλακεί σε μίαν άκαρπη – όπως την έβλεπε – επίσημη διεργασία και με τον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί, άνευ λόγου, δοξομανής. Έτσι το όλον θέμα έληξε εκεί, μ επιστέγασμα μίαν καυτή τυρόπιτα, της σεπτής συζύγου του Τζώρτζιας, και συνοδεία ένα εξαίρετο κοκκινέλι αξιώτικο. Η συνέχεια ήταν ότι και πάλι η αριστερά παρέμεινε διασπασμένη κι αυτή τη φορά με την πρόταση του Συνασπισμού (υποψηφιότητα Λεωνίδα Κύρκου), να αγνοείται παντελώς από το Κ.Κ.Ε. και την εν γένει νοοτροπία της γραφειοκρατικής αδράνειας να δεσπόζει άδοξα, και ο Κωστής Στεφανόπουλος επανεξελέγη – ως ανεμένετο άλλωστε – πανηγυρικά.  

 

Τελευταία όμως, μετά δεκαπενταετίαν και δεδομένου του γεγονότος ότι η αριστερά, απ τον κυβερνητικό θώκο αυτή τη φορά, είχε την δυνατότητα να εκλέξει, ακόμα και μόνη της, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το ζήτημα του αριστερού προέδρου ετέθη από πολλές πλευρές, ακόμα και από τον ίδιο τον Γλέζο. Το όνομα του λαοφιλούς Γλέζου βρέθηκε σε πολλά χείλη στην δεδομένη συγκυρία, κυρίως λόγω της αξεπέραστης παγκοσμίως φήμης του, αλλά και της όλως ιδιαίτατης ενασχόλησής του με το επίμαχο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και του ανεξόφλητου κατοχικού δανείου, καθώς έτσι θα ήταν σε εξαιρετικά πλεονεκτικότερη θέση, σε σχέση με αυτήν του Ευρωβουλευτή – αλλά η κατάληξη ως γνωρίζουμε ήταν δυστυχώς άλλη. Όμως το ζήτημα, όχι μόνον του αριστερού προέδρου, αλλά και πέραν αυτού, δηλαδή της αναγνώρισης του προσώπου-συμβόλου, που υπερυψώνεται σε συγχρονικό έμβλημα πανεθνικής διάστασης, είναι κάτι που πρέπει να το φροντίσουμε θεσμικώς και να κάνουμε, το τεράστιο συμβολικό κεφάλαιο Γλέζος, πρότυπο για κάθε πολίτη, με την καθιέρωση ενός θέσμιου βραβείου ανυπέρβλητων πράξεων. Οι υφιστάμενοι μεγαλόσταυροι των ποικιλώνυμων ταγμάτων (Φοίνικος, Σωτήρος, Τιμής), δεν έχουν πλέον το αλλοτινό τους κλέος και αντίκρυσμα κι από καιρού έχουν περιπέσει σε αχρηστία, φρονώ δε, και ωσαύτως προτείνω την αντικατάστασή τους, από ένα καινοπαγές βραβείο εμπνευσμένο απ την εκτενή αντιστασιακή δράση του Μανώλη Γλέζου, μετά από σχετική πρόταση της Ακαδημίας Αθηνών, και με το οποίο θα τιμώνται οι παραδειγματικώς εξέχοντες Ενεργοί Πολίτες. Ο Γλέζος είναι παγκοσμίως γνωστός για μιαν εξαιρετικώς παραδειγματική πράξη, το υψηλόφρον ανδραγάθημα, αυτό της υποστολής της σβάστικας από την Ακρόπολη. Όμως η πράξη αυτή, ως εξόχως μοναδική, κατασκιάζει πληθώρα άλλων αρετών, καθώς στο πρόσωπό του συγκεντρώνεται η μεγαλύτερη δυνατή ευρυμάθεια που μπορεί να συναντήσει κανείς στις μέρες μας. Ακραιφνής Αριστοτελικός, και με την συνοδοιπορία των Johann Heinrich Pestalozzi και Karl Marx, διήλθε από πληθώρα γνωστικών πεδίων. Απ την Γεωλογία και την Υδρογεωλογία, έως την Κοινωνιολογία και την Ανθρωπολογία και από την Γλωσσολογία και τη Λαογραφία, έως την Πολιτική Θεωρία, την Οικονομία και βεβαίως την Ιστορία. Homo Universalis, τω όντι, και ζῷον πολιτικὸν υπερυψηλής εντάσεως κι επιρρεπής εις ανδραγαθίαν, ακάματος πρέσβυς της δικαιοσύνης και απηνής πολέμιος της αχρείας και κακόβουλης νομοσύνης, ἐπαΐων εγκυκλοπαιδιστής απ τα μικράτα του, ἄρτιος παιδαγωγός, και πάντοτε οικείος, υπήρξεν ανέκαθεν δεινός διανοητής ευρυτάτου φάσματος και υψίστης αισθαντικότητος.  

Τέλος, η σώφρων εναρμόνιση θεωρίας και πράξης, που χαρακτηρίζει το σύνολον του βίου του, η συνέπεια και η παντοίως αγόγγυστη αγωνιστικότητα, είναι χωρίς προηγούμενο στην εναντιόδρομη πορεία της πρόσφατης ιστορίας μας. Το πρόταγμα και το υπόδειγμα: κάθε πολίτης κι ένας Γλέζος, είναι πλέον το δέον έμβλημα του Έλληνος Πολίτη. 

Ύδρα /Αθήνα, Θέρος 2022

του Θανάση Ρεντζή, καθηγητή της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών