Ο φόβος ως νέα κανονικότητα
Γονείς βάζουν λουκέτο στο σχολείο για να κλείσουν έξω τα παιδιά των προσφύγων
[br]
Με ενωμένες φωνές,
με “απροϋπόθετη” φιλοξενία,
ας συνθλίψουμε τα τείχη των διακρίσεων.
Οι αναμνήσεις απ’ το χωριό πάντα περιλαμβάνουν καφενεία γεμάτα από χωριανούς και φωνές –που ακόμη κι αν προέρχονται από καβγά, στο τέλος θα φτάσει η συγχώρεση ή η λησμονιά που θα αφήσει μια αύρα ξεγνοιασιάς- αυλές με λουλούδια και πηγάδια, παιδιά στα σοκάκια, αλλά κυρίως ανοιχτά σπίτια, με τους ανθρώπους τους έτοιμους να σε φιλέψουν, χωρίς συζήτηση, κάτι –οτιδήποτε, αρκεί να πιεις ή να φας- ως ένδειξη χαράς για τη συνάντηση, ως απόδειξη της φιλοξενίας, για την οποία ο λαός μας φημίζεται.
Το χωριό μου είναι στη Μυτιλήνη κι οι φιλόξενοι άνθρωποί του είναι Μυτιληνιοί. Περιστατικά των τελευταίων ετών, που συνδέονται με την άφιξη προσφύγων (θυμάτων πολέμου μην ξεχνάμε) και στο νησί και στη χώρα συνολικά, στέκονται ολόρθα μπροστά μας, χτίζοντας ένα τείχος αδιαφορίας, που συχνά καταλήγει και στην πρόκληση κακού απέναντι στον Άλλον. Ένα τείχος που θέτει υπό αμφισβήτηση τη φήμη της φιλοξενίας. Και το πρόβλημα δεν έγκειται στο να χαλάσει η φήμη, αλλά στο να σαπίσει η ίδια η έννοια του εγκάρδιου καλωσορίσματος και να διατηρηθεί μονάχα ως γλυκιά ανάμνηση η φιλοξενία.
Το νέο βίντεο που κυκλοφορεί στο ίντερνετ, ενδεικτικό του φοβικού κλίματος που κατακλύζει πλέον μεγάλο μέρος του κόσμου, παρουσιάζει κάμποσους γονείς, αγανακτισμένους, έξω από ένα σχολείο της Μυτιλήνης να βάζουν λουκέτο σε αυτό, προκειμένου να μην μπουν προσφυγόπουλα-μαθητές μαζί με τα δικά τους παιδιά-μαθητές.
«Δεν είναι ρατσιστικό αυτό που θα κάνουμε, αλλά επιτέλους η πολιτεία πρέπει να βρει μια λύση. Το σχολείο κλειδώνει τώρα!», απαντά ένας πατέρας με μια αλυσίδα κι ένα λουκέτο στο χέρι, στην ερώτηση του δημοσιογράφου «Τι πρόκειται να κάνετε εδώ;». Και με αποφασιστικότητα βάζει λουκέτο στην πόρτα του δημόσιου σχολείου, υπό τις επιδοκιμαστικές βέβαια ζητωκραυγές των παρευρισκόμενων. «Δεν έχουμε πρόβλημα με τα παιδάκια που είναι για να έρθουν. Το πρόβλημα μόνο είναι ότι η πολιτεία έχει αφήσει όλο αυτό το βάρος στο νησί μας. Εμείς ό,τι μπορούμε κάνουμε (…) Δεν είναι η λύση να έρθουν όλα αυτά τα παιδιά σε καθένα από αυτά τα σχολεία, και πρώτο το δικό μας που επέλεξαν», συνεχίζει μια μητέρα, που επίσης δεν βλέπει στη συμπεριφορά της ίχνος ρατσισμού. Μέχρι που ακολουθούν και πιο σκληροπυρηνικές τοποθετήσεις (του άντρα με το λουκέτο) περί επέλευσης ασθενειών, λόγω έλλειψης κανόνων υγιεινής. Ο αγανακτισμένος, μη ρατσιστής (;) πατέρας μάλιστα φτάνει στο σημείο να κινδυνολογήσει πως θα πεθάνουν τα παιδιά τους από τις μολυσματικές ασθένειες των προσφύγων! «Δεν έχουμε κάποιο πρόβλημα με τα παιδιά –προς Θεού! Μάνα είμαι κι εγώ και τους καταλαβαίνω, αλλά οφείλω να προφυλάξω τα δικά μας παιδιά», τελειώνει το βίντεο ίσως πιο μετριοπαθώς με μια μητέρα, που τυγχάνει και πρόεδρος του συλλόγου, βάζοντας ωστόσο στο ζύγι ανθρώπους – τα δικά μας παιδιά (τα καθαρά) και τα παιδιά των άλλων (τα μιασμένα).
Παρακολουθώντας τους γονείς σε αυτό το βίντεο –τα λόγια τους, τις κινήσεις τους, τη στάση του σώματός τους, τα βλέμματά τους- αναρωτιέμαι αν είναι δυνατόν να αποτυπωθεί με περισσότερη ενάργεια, η διαπίστωση ότι ζούμε στην εποχή που ο φόβος έχει γίνει η νέα κανονικότητα. Επικαλούμενοι την έλλειψη κανόνων υγιεινής, οι γονείς φοβούνται πως τα παιδιά τους, στη συνύπαρξή τους με τους πρόσφυγες, “θα μολυνθούν από τα μικρόβια που αυτοί κουβαλούν”. Καμία σημασία για τους ίδιους και την λογική–παραλογισμό τους δεν έχουν οι ανακοινώσεις των Γιατρών του Κόσμου και των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, που, στην προσπάθειά τους να καθησυχάσουν όσους εξακολουθούν να διατηρούν ενδοιασμούς για τους κινδύνους δημόσιας υγειας που ελλοχεύει –σύμφωνα με αυτούς- η συναναστροφή με πρόσφυγες, έρχονται να διαβεβαιώσουν την έλλειψη κινδύνου μολύνσεων και εμφάνισης ασθενειών που έχουν εκλείψει στην Ελλάδα. [βλ. και εδώ: http://www.tovima.gr/society/article/?aid=830524].
Ερχόμαστε έτσι αντιμέτωποι με κρούσματα καθαρού ρατσιστικού μίσους, κι ας ευαγγελίζονται οι πρωταγωνιστές τους το αντίθετο· επεισόδια απέχθειας απέναντι στον διαφορετικό Άλλον, ενδεδυμένα με το συναίσθημα του φόβου. Φόβος που έχει ενσταλλαχθεί στο μυαλό χιλιάδων ανθρώπων από τα εκατοντάδες μηνύματα μισαλλοδοξίας που εμφανίζονται κατά τρόπο βομβαρδιστικό από κάθε πλευρά της κοινωνίας (Χρυσή Αυγή, ΜΜΕ, καθωσπρέπει πολίτες, άνθρωποι του θεάματος κλπ…). Φόβος που μέρα τη μέρα ριζώνει όλο και πιο βαθιά. Φόβος που σαν τσεκούρι κόβει απότομα τις ανθρώπινες σχέσεις πριν ακόμα αρχινήσουν και βάζει διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σ’ εμάς και τους άλλους, τον Άλλον. Τον Άλλον που τρέμουμε, γιατί δεν μοιάζει σαν κι εμάς. Αδυνατούμε ή δεν προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε τον Άλλον, να τον κατανοήσουμε και τελικά να σταθούμε πλάι του. Οι φωνές της διάκρισης είναι πολλές, αλλά περισσότερες είναι αυτές της ένωσης και της αλληλεγγύης. Το αποδεικνύουν εξάλλου οι πολυάριθμες δομές βοήθειας, οι καθημερινές προσφορές ανένταχτων ανθρώπων, οι μαζικές αντιφασιστικές διαδηλώσεις… Κι είναι εκείνες οι φωνές που έχουν τη δύναμη να καταλύσουν τον φόβο και με “έμπρακτες κουβέντες” να ρίξουν τα τείχη που υψώνει ο αποκλεισμός.
Η φιλοξενία, έτσι όπως ξυπνά απ’ τις αναμνήσεις μου, δεν είχε προϋποθέσεις· μόνο ένα ζεστό χαμόγελο και μια πρόσκληση για κουβέντα. Η φιλοξενία, έτσι όπως εμφανίζεται από τους νοικοκυραίους πολίτες της σύγχρονης κοινωνίας, δίνεται (αν δίνεται) υπό προϋποθέσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως, πως “ό,τι ξεχωρίζει τον άνθρωπο από την αγριότητα είναι η αναγνώριση του Άλλου, του Ξένου, το δώρο της φιλοξενίας ως Νόμος”.
Υ.Γ. Αμέσως μετά, το βλέμμα μου πήγε σ’ ένα άλλο βίντεο με έναν Σύρο πρόσφυγα, που διαμένει σ’ ένα camp προσφύγων στην Ιορδανία. Ο Abu Rabbee, όπως ονομάζεται, ζει μακριά από τη χώρα του με τα παιδιά του σε άσχημες συνθήκες και καταφέρνει να επιβιώνει φτιάχνοντας το παραδοσιακό γλυκό της πατρίδας του (raha). Όταν μαγειρεύει ξεχνιέται και νιώθει πως βρίσκεται πάλι στη Συρία, στα εδάφη από τα οποία βίαια, μαζί με εκατομμύρια άλλους, εκδιώχθηκε. Στο μυαλό και την ψυχή του έχει μείνει χαραγμένη η γεύση, η μυρωδιά, η υφή αυτού του γλυκού. Μέσω αυτής της ενθύμησης, προσπαθεί να συνδεθεί με το παρελθόν του, ζώντας ταυτόχρονα με αξιοπρέπεια το παρόν του. Το ίδιο έκαναν και οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, το ίδιο έκαναν και οι Έλληνες μετανάστες της δεκαετίας του ’60, το ίδιο κάνουν και θα κάνουν όσοι με πόνο εγκαταλείπουν τη χώρα τους. Όποιος δεν επιθυμεί, άνθρωποι που ξεριζώνονται να γίνονται ενεργό, σταθερό κομμάτι της κοινωνίας όπου πλέον ζουν, συμβάλλει στην οπισθοδρόμηση. Κι η συμπεριφορά αυτή μόνο ως προσβολή, ως ύβρις εναντίον της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μπορεί να ερμηνευθεί, και ως τέτοια να καταπολεμηθεί.