Ο Φώτης Κόντογλου και η αναζήτηση της ελληνικότητας

Η καλλιτεχνική περιπέτεια της γενιάς του '30

| 14/07/2017

Ο ζωγράφος Φώτης Κόντογλου (8 Νοεμβρίου 1895-13 Ιουλίου 1965) γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και ήταν γιος του Νικολάου Αποστολέλλη και της Δέσποινας Κόντογλου. Η καλλιτεχνική του πορεία ξεκίνησε το 1913 όταν μετέβη στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών, παρότι προς στιγμήν σκέφθηκε να γίνει ναυτικός. Στη Σχολή κυριαρχούσε το ακαδημαϊκό στυλ του Μονάχου, ενώ ο ίδιος είχε γερά μέσα του ριζωμένο το μικρασιατικό λαϊκό πολιτισμό, γεγονός που τον οδήγησε να εγκαταλείψει, το 1914, τη Σχολή και να φύγει για την Ευρώπη.

Η γενιά του ’30 και ο ελληνο-κεντρικός μοντερνισμός

Ο Φ. Κόντογλου ανήκει σε μια γενιά καλλιτεχνών, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα,  η οποία συνδέθηκε με το κίνημα του Μοντερνισμού, βασικά στοιχεία του οποίου ήταν: η επίπεδη απεικόνιση, η ασυμμετρία, η ανατροπή των σχέσεων κλίμακας, η υποβάθμιση του ρόλου του θέματος και η ανάδειξη της μορφής. Κύριος εκπρόσωπος του μοντερνισμού στην Ελλάδα ήταν ο Ν. Λύτρας, ωστόσο λίγοι έλληνες ζωγράφοι ακολούθησαν αμιγώς τις αισθητικές αρχές του πρωτοπόρου αυτού καλλιτεχνικού ρεύματος. Αντίθετα η πλειοψηφία των ελλήνων ζωγράφων στράφηκε σε έναν ελληνοκεντρικό μοντερνισμό, αφομοιώνοντας τα στοιχεία του νέου ρεύματος, αναζητώντας παράλληλα μια «εθνικά διακριτή» τέχνη.

Οι παραπάνω αναζητήσεις των ελληνοκεντρικών μοντερνιστών δεν μπορούν να διαχωριστούν από την ευρύτερη συζήτηση που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου από μια γενιά ελλήνων καλλιτεχνών (ζωγράφων, λογοτεχνών κ.λπ.), που είναι γνωστή με τον όρο γενιά του ’30. Επρόκειτο για καλλιτέχνες, που παρά το γεγονός ότι είχαν εμβαπτιστεί στη ευρωπαϊκή παιδεία, αναζήτησαν την ελληνικότητα στα νέα συμφραζόμενα του Μεσοπολέμου. Μάλιστα το δυτικό πρότυπο, θεωρήθηκε ότι διαιωνίζει τις σχέσεις εξάρτησης και για αυτό παρακάμφθηκε.

Νέα υλικά για τον προσδιορισμό της ελληνικότητας

Καταλυτικά γεγονότα που συντέλεσαν σε αυτή την καλλιτεχνική στροφή ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή και η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον απαιτούνταν νέα υλικά για τον προσδιορισμό της ελληνικότητας, καθώς η συνήθης μέχρι τότε αναγωγή στο λαμπρό αρχαιοελληνικό παρελθόν έμοιαζε στερούμενη ζωογόνου δύναμης. Σε αυτό το πλαίσιο, η γενιά του ’30  στράφηκε στο βυζαντινό παρελθόν, ένα παρελθόν δόξας και μεγαλείου, εγγύτερο χρονικά από την αρχαιότητα, το οποίο μπορούσε να τροφοδοτήσει «φαντασιακά» την επέκταση της Ελλάδας πέρα από τα στενά εθνικά όρια.

Χάρτης Κοινοποίηση More Ειδήσεις: ΞενάγησηΌλες οι φωτογραφίες ©2017 Δεδομένα χάρτη Google Όροι Χρήσης Χάρτης Δορυφόρος «Περικλής». Τμήμα της τοιχογραφίας του Φώτη Κόντογλου στο Δημαρχείο Αθηνών.

«Περικλής». Τμήμα της τοιχογραφίας του Φώτη Κόντογλου στο Δημαρχείο Αθηνών.

Με βάση τα παραπάνω, αιτούμενο των καλλιτεχνών της εποχής αποτέλεσε η επιβεβαίωση της αδιάλειπτης συνέχειας της καλλιτεχνικής έκφρασης στον ελληνικό χώρο, από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο, και από εκεί τη σύγχρονη Ελλάδα. Έτσι στράφηκαν στη λαϊκή πολιτιστική παράδοση, θεωρώντας ότι η λαϊκή δημιουργία (ζωγραφική, αρχιτεκτονική), συχνά ανώνυμη και μακριά από νεωτερισμούς, διαφύλασσε τα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά του βυζαντινού παρελθόντος. Χαρακτηριστική, αυτή την περίοδο, είναι η «ανακάλυψη» του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, στο έργο του οποίου απαντώνται τα βασικά χαρακτηριστικά της λαϊκής ζωγραφικής: έντονα χρώματα, έμφαση στις λεπτομέρειες, παραμορφώσεις στην ανατομία και την προοπτική, στοιχεία που απατιόνταν και στη τέχνη του Κόντογλου.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η επιστροφή στην ελληνικότητα τη δεκαετία του ’30 δεν εκκινήθηκε μόνο από γηγενή ελατήρια αλλά πριμοδοτήθηκε έμμεσα και από τις πολιτιστικές εξελίξεις της ίδιας της Δύσης (στροφή στη λαϊκή ζωγραφική, απομάκρυνση από τις διεθνιστικές πειραματικές πρωτοπορίες). Οι καλλιτεχνικές αυτές εξελίξεις συμπορευτήκαν με την άνοδο ολοκληρωτικών καθεστώτων σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Και στην Ελλάδα, στα τέλη του ελληνικού Μεσοπολέμου, η εθνοκεντρική αναδίπλωση και ο πολιτικός συντηρητισμός συμβάδιζαν, καθώς το ήδη διαμορφωμένο ρεύμα  της επιστροφής στην παράδοση υιοθετήθηκε και από τη δικτατορία του Μεταξά.

Εκπρόσωπος της σύνδεσης της ελληνικής τέχνης με το βυζαντινό παρελθόν

Ο Φ. Κόντογλου κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη (Μαδρίτη, Παρίσι) ήρθε σε επαφή με τα ευρωπαϊκά ρεύματα τέχνης. Ωστόσο απέρριψε πλήρως τα δυτικά πρότυπα και τις «ακαδημαϊκές μορφές τέχνης». Σε αυτή την κατεύθυνση, ενώ αρχικά βρίσκουμε στα έργα του επιρροές από τον Θεοτοκόπουλου και ένα είδος «συγκρατημένου εξπρεσιονισμού», στη συνέχεια γίνεται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της σύνδεσης της ελληνικής τέχνης με το βυζαντινό παρελθόν.

Στη ζωγραφική του κυριαρχεί η βυζαντινή τεχνοτροπία: τα πρόσωπα αποδίδονται μετωπικά, αντι-φυσιοκρατικά. Τα χρώματα ξεκινούν από σκούρες αποχρώσεις, ενώ αξιοποιεί και ορισμένα «φωτίσματα», όπως οι τεχνίτες της Κρητικής σχολής. Τα θέματα χωρίζονται σε ζώνες, όπως οι τοιχογραφίες των βυζαντινών εκκλησιών. Τα στοιχεία αυτά τα μετασχηματίζει ελεύθερα και δημιουργικά. Διαμορφώνει έτσι το δικό του ύφος, στο οποίο περιλαμβάνονται και στοιχεία της λαϊκής τέχνης (απεικονίσεις προσωποποιημένων ήλιων-φεγγαριών). Πάντως, η εμμονική προσήλωση του στα βυζαντινά πρότυπα κάνει εμφανή την απόρριψη κάθε εικονογραφικού στοιχείου προερχόμενου από τη δυτική νεωτερικότητα. Φιλοτέχνησε τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικών, ποιητικών συλλογών, πορτραίτα, ενώ το σημαντικότερο έργο στην κοσμική ζωγραφική είναι οι βυζαντινοπρεπείς νωπογραφίες του στο Δημαρχείο Αθηνών, με θέματα και πρόσωπα από την Ελληνική Ιστορία.

Το μοναδικό καλλιτεχνικό ιδίωμα του Κόντογλου προσδιορίστηκε σαφώς και από την ανατολίτικη καταγωγή του, η οποία: αφενός τον οδήγησε να αποδεχτεί τη σύνδεση της ελληνικότητας με την πολιτιστική παράδοση της Ανατολής. Αφετέρου έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στον τραυματικό τρόπο με τον οποίο προσέλαβε τη Μικρασιατική Καταστροφή, γεγονός που λειτούργησε καθοριστικά στην καλλιτεχνική του πορεία. Μετά την ήττα του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και ήρθε σε επαφή συστηματικότερα με τη βυζαντινή ζωγραφική, τόσο την εκκλησιαστική όσο και τη μεταβυζαντινή τέχνη της Κρητικής Σχολής. Το 1926 έφτιαξε τα πρώτα πρωτότυπα έργα βασισμένα στη βυζαντινή τεχνοτροπία, την οποία θα αναπτύξει στην κοσμική του ζωγραφική όλη τη δεκαετία του ’30. Παράλληλα έπαιξε το ρόλο καθοδηγητή ενός νέου καλλιτεχνικού ρεύματος: Στο εργαστήρι του μαθήτευσαν αρκετοί νέοι ζωγράφοι, που επηρεάστηκαν από τα διδάγματά του, προσαρμόζοντάς τα στις δικές τους προσωπικές καλλιτεχνικές αναζητήσεις.

Μαθητής του Κόντογλου υπήρξε ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Γιάννης Τσαρούχη. Και οι δύο, μαζί με τον Κόντογλου, ζωγράφισαν με νωπογραφίες ένα δωμάτιο από το σπίτι του δασκάλου τους, στην οδό Βιζυηνού 16 (περιοχή Πατησίων). Το σπίτι αυτό, ο Κόντογλου, αναγκάστηκε να το πουλήσει για ένα σακί αλεύρι, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μετακομίζοντας με την οικογένειά του σε ένα γκαράζ. Την περίοδο αυτή ο Χριστιανισμός τον απορροφά εντελώς και αποφασίζει να τον διακονήσει ολόψυχα ως λογοτέχνης και ζωγράφος.

Τοιχογραφία με την οποία ο καλλιτέχνης διακόσμησε το σπίτι του, 1932

Τοιχογραφία με την οποία ο καλλιτέχνης διακόσμησε το σπίτι του, 1932

Ο Φ. Κόντογλου πέθανε στις 13 Ιουλίου 1965 στον «Ευαγγελισμό» από τις επιπλοκές που του είχε προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

 

Από πιτσιρίκα ήθελε να «δουλέψει ένα φεγγάρι αλογάκι σε λούνα παρκ» (βλέπεις κάτι είχε πιάσει το αυτί της από το ποίημα της Τζένη Μαστοράκη, Δούρειος Ίππος). Τελικά δεν τα κατάφερε και ασχολήθηκε με πιο πεζά πράγματα όπως η ιστορία και η δημοσιογραφία. Από το 2008 γράφει στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.