Ο Χολμς... στην οδό Μοργκ
Οταν ο ένοικος της οδού Μπέικερ 221Β ξεκαθαρίζει δημοσίως τους «λογαριασμούς» του με τους λογοτεχνικούς του ανταγωνιστές

Οταν στις 20 Απριλίου του 1841 δημοσιεύθηκε το διήγημα «Οι Φόνοι της Οδού Μοργκ» του ‘Εντγκαρ ‘Αλλαν Πο στο «Graham’s Magazine», έπαιρνε συγκεκριμένη μορφή αυτό που αργότερα η κριτική θα καταχωρούσε ως «αστυνομική λογοτεχνία». Για πολλούς θεωρητικούς, μάλιστα, πρόκειται ακριβώς για την ημερομηνία «γέννησης» αυτής της λογοτεχνίας.
Δεν θα μαλώσουμε γι’ αυτό τώρα. ‘Αλλωστε, στην Τέχνη, δεν υπάρχει «παρθενογέννηση». Υπάρχει εξέλιξη, διαλεκτική συνέχεια, διαρκής αναζήτηση, ανταλλαγή, δημιουργικά ή όχι «δάνεια». Υπήρχαν και πριν από αυτό το διήγημα έργα μυστηρίου. Υπήρχαν και πριν λογοτεχνικοί ήρωες που επιδίδονταν στην απόπειρα επίλυσής του. Οπως η ηρωίδα του Ερνστ Χόφμαν, η δεσποινίς Ντε Σκιντερί, ένα είδος πρώιμης «μις Μαρπλ» του 1820. Αλλά με την αριστουργηματική πρόζα του ‘Εντγκαρ ‘Αλλαν Πο, όλο αυτό που μέχρι τότε ήταν ασχημάτιστο, θολό, χαώδες, ίσως άτολμο ή μην έχοντας συνειδητοποιήσει την διαφορετικότητά του, σχηματίστηκε, «κωδικοποιήθηκε», αυτονομήθηκε, διεκδίκησε και κέρδισε την δική του, ξεχωριστή θέση στο λογοτεχνικό σύμπαν.
Αν και ο Ντιπέν του Πο δεν έχει κανένα κοινό γνώρισμα με τον Χολμς ή τον Πουαρό – είναι ένας «καθαρόαιμος» ήρωας της «μυθολογίας» του Πο, σκοτεινός, απόμακρος, μυστηριώδης ο ίδιος περισσότερο και από τα μυστήρια που καλείται να λύσει – ωστόσο, με τους «Φόνους της οδού Μοργκ» εισάγονται χαρακτηριστικά του ιδιωτικού ντεντέκτιβ που θα αποτελέσουν κοινό τόπο, τόσο για τον Αρθουρ Κόναν Ντόιλ και την Αγκάθα Κρίστι, όσο και για οτιδήποτε άλλο γραφτεί στην συνέχεια, μέχρι και την στιγμή που θα εμφανιστεί το «νουάρ» και το «παγοθραυστικό» Ντάσιελ Χάμετ. Αλλά που ακόμη και ο Σαμ Σπέιντ, ο εμβληματικός χαμετικός ντεντέκτιβ, θα φέρει στον πυρήνα του: Πρωτ’ απ’ όλα, η λογική. Η οποία στον Ντιπέν αποθεώνεται, παρά και ενάντια – ή, μήπως, τελικά όχι; – στην ρηξικέλευθα ρομαντική «επέλαση» του Πο στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Σε επιστολή του προς τον Δρ Τζόζεφ Σνόντγκρας, ο Πο γράφει ότι το θέμα της ιστορίας είναι «η χρήση της εφευρετικότητας για τον προσδιορισμό του δολοφόνου». Ο Ντιπέν δεν είναι επαγγελματίας ντετέκτιβ, ερευνά τη δολοφονία όπως ασχολείται με ένα χόμπι. Επιπλέον, έχει την επιθυμία να αποδείξει την αλήθεια και να σώσει έναν άνθρωπο που έχει κατηγορηθεί άδικα. Ο Ντιπέν δεν έχει οικονομικό συμφέρον και στο τέλος αρνείται την αμοιβή που του προσφέρεται. Η αποκάλυψη του πραγματικού δολοφόνου, ένα ζώο, βάζει τέλος στην έρευνα, καθώς, ούτε το ζώο, ούτε το αφεντικό του μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι.
Ολα τα παραπάνω στοιχεία, με την μία ή την άλλη μορφή, με μεγαλύτερη ή μικρότερη συχνότητα, απαντώνται σε όλη την κλασική αστυνομική λογοτεχνία και στο «νουάρ». Πόσες φορές ο Χολμς δεν ασχολήθηκε με υποθέσεις φτωχών ανθρώπων, οι οποίοι δεν είχαν την δυνατότητα να πληρώσουν, μόνο και μόνο για το «παιχνίδι»; Πόσες φορές ο ίδιος ο ντεντέκτιβ δεν άφησε τον ένοχο να ξεφύγει επειδή θεωρούσε ότι το κακό που θα έκανε με την παράδοσή του στην αστυνομία θα ήταν μεγαλύτερο; Και πόσες φορές δεν υπήρχε, ουσιαστικά, ένοχος; Ο Χάμετ θα ανοίξει πρώτος άλλα μονοπάτια, με τον Οπ του και τον Σπέιντ του να είναι μακράν περισσότερο κυνικοί και πραγματιστές. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ο καταλυτικός ρόλος του Πο και του ήρωά του στην δημιουργία της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι απόλυτα τεκμηριωμένος. Βέβαια, η κριτική και η θεωρία της λογοτεχνίας είναι ένα πράγμα και οι ίδιοι οι λογοτέχνες είναι εντελώς άλλο. Ενίοτε, αυτή η διαφορετικότητα μπορεί να γίνει ακόμη και απολαυστική. Οπως στην περίπτωση του τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνεται από τον Αρθουρ Κόναν Ντόιλ ο Πο και ο Ντιπέν του, αλλά και ο άλλος πρωτοπόρος της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Γάλλος συγγραφέας Εμίλ Γκαμποριό, που με τον επιθεωρητή του, τον Λεκόκ, γνώρισε μεγάλη επιτυχία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Αυτή ακριβώς η πρόσληψη είναι που μας ενδιαφέρει εδώ.
Το 1887 εκδίδεται η «Σπουδή σε Κόκκινο», με το οποίο ο Ντόιλ μας συστήνει για πρώτη φορά τον Χολμς. Ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά γενναιόδωρος στους αναγνώστες του, αλλά και στην λογοτεχνική κριτική, αφού, το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί και το «μανιφέστο» του για τον πώς αντιλαμβάνεται τον ντεντέκτιβ, με τον ίδιο τρόπο που θα το κάνει και ο Χάμετ με το «Γεράκι της Μάλτας», 43 χρόνια αργότερα.
Σε αντίθεση, όμως, με τον Χάμετ, ο Ντόιλ θα ρισκάρει μια συγκριτική διαδικασία με τους άλλους διάσημους συναδέλφους του, με το θράσος της μεγαλοφυίας, ή απλά, θα μπορούσε κάποιος να πει, της έλλειψης στοιχειώδους ευγένειας. Καμιά φορά αυτά τα δύο πάνε παρέα. Ομως αυτό δεν είναι πρωτοφανές στα λογοτεχνικά χρονικά. Οι κρίσεις των λογοτεχνών για τους ομότεχνούς τους σπανίως χαρακτηρίζονται από μεγαλοψυχία, προσφέροντάς μας, όμως, πολύτιμες πληροφορίες για να κατανοήσουμε καλύτερα τους ίδιους, το έργο τους και την εποχή τους.
Στην «Σπουδή σε Κόκκινο» λοιπόν, ο Ντόιλ, με έναν ιδιοφυή τρόπο, βάζει τον Χολμς να λέει την γνώμη του, την γνώμη του Ντόιλ φυσικά, τόσο για τον Ντιπέν, όσο και για τον Λεκόκ, με έναν τρόπο που σίγουρα είναι ενδιαφέρων αλλά και έξυπνος, αν όχι «πονηρός»: «Ποιητική άδεια»!
Στην αρχή του μυθιστορήματος, που περιγράφει και την αρχή της γνωριμίας του Χολμς με τον μετέπειτα πιστό του σύντροφο, τον Γουότσον, ο τελευταίος δυσπιστεί για την αναλυτική θεωρία του ντεντέκτιβ χαρακτηρίζοντάς την αργόσχολα θεωρητική και υπερβολική. Ο Χολμς του λέει πως, αντίθετα, είναι εξαιρετικά πρακτική, τόσο, που με αυτήν βγάζει το ψωμί του. Μάλιστα, κάνει και μια επίδειξη αναλυτικής ικανότητας στον Γουότσον, η οποία τον αφήνει έκπληκτο. Ακριβώς σε αυτό το σημείο ο Γουότσον κάνει το «λάθος» να πει στον Χολμς πως του θυμίζει τον Ντιπέν του Πο. Ας δούμε την συνέχεια:
«Ο Σέρλοκ Χολμς σηκώθηκε και άναψε την πίπα του. “Σίγουρα νομίζεις ότι η σύγκριση με τον Ντιπέν είναι φιλοφρόνηση”, είπε. “Κατά τη γνώμη μου, όμως, ο Ντιπέν είναι χαμηλού επιπέδου. Αυτή η συνήθειά του να διακόπτει τις σκέψεις των φίλων του με ένα περιστασιακό σχόλιο, αφού έχει μείνει αμίλητος ένα τέταρτο της ώρας, είναι στην πραγματικότητα πολύ επιδεικτική και επιφανειακή. Είχε κάποια αναλυτική ικανότητα, αναμφίβολα. Αλλά δεν ήταν με κανέναν τρόπο το φαινόμενο που φανταζόταν ο Πόε”».
Ο Γουότσον θα κάνει το δεύτερο και χειρότερο «λάθος» του. Θα ρωτήσει τον Χολμς αν ο Λεκόκ του Γκαμποριό ικανοποιεί τα κριτήριά του για έναν ντεντέκτιβ.
«Ο Σέρλοκ Χολμς ξεφύσηξε σαρκαστικά. “Ο Λεκόκ ήταν ένα άθλιος ανίκανος”, είπε θυμωμένος. “Είχε μόνο ένα προσόν, και αυτό ήταν η ενεργητικότητά του. Αυτό το βιβλίο πραγματικά με αρρώστησε. Το ερώτημα ήταν πώς να αναγνωριστεί ένας άγνωστος κρατούμενος. Θα μπορούσα να το κάνω σε είκοσι τέσσερις ώρες. Ο Λεκόκ χρειάστηκε έξι μήνες πάνω κάτω. Θα μπορούσε να είναι ένα εγχειρίδιο για ντεντέκτιβ, για να μαθαίνουν τι να αποφεύγουν”».
Ο Γουότσον, ο οποίος εκείνη την στιγμή θα μπορούσε να εκπροσωπεί το αναγνωστικό κοινό ή και την κριτική της εποχής, αγανακτεί, διότι αγαπά και τους δύο ήρωες: «”Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να είναι πολύ έξυπνος”, σκέφτηκα, “αλλά σίγουρα είναι και πολύ υπερφίαλος”»*.
Είναι φανερό ότι ο Ντόιλ είναι μακράν επιεικέστερος με τον Πο σε σχέση με τον Γκαμποριό. Ισως να αναγνωρίζει το ειδικό βάρος του Αμερικανού στην λογοτεχνία και, πιο συγκεκριμένα, την αστυνομική. Ισως να μην θέλει να προβοκάρει περισσότερο το κοινό του, το οποίο έχει ήδη αναγνωρίσει τον Πο ως έναν σπουδαίο λογοτέχνη.
Σε κάθε περίπτωση, ο Ντιπέν δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από τον Χολμς ή να αποδείξει. Μπορούσε να απολαύσει την δόξα του επιστρέφοντας στο αγαπημένο του σκοτάδι.
Με τον Γκαμποριό ο Ντόιλ μάλλον νιώθει πιο άνετα. Ξέρει ότι ο Χολμς είναι όντως καλύτερος.
Επιπλέον, ο Λεκόκ είναι ιδιαίτερα δημοφιλής την εποχή που εκδίδεται η «Σπουδή σε Κόκκινο» και ίσως ο Ντόιλ να θέλει να ξεκαθαρίσει στους αναγνώστες του εξαρχής το τι πιστεύει για τον Γάλλο φανταστικό επιθεωρητή.
Οπως και νά ‘χει, η διεθνής επιτυχία του Λεκόκ θα διακοπεί απότομα με την εμφάνιση του Χολμς. Και παρά το γεγονός ότι ο πρώιμος βωβός κινηματογράφος θα μεταφέρει πολλές από τις περιπέτειες του Γάλλου επιθεωρητή στην μεγάλη οθόνη, ποτέ δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί τον φλεγματικό ένοικο της οδού Μπέικερ 221Β.
*Τα αποσπάσματα προέρχονται από το «Απαντα του Σέρλοκ Χολμς – Σπουδή σε Κόκκινο», μετάφραση Γιώργος Μπαρουξής, Εκδόσεις «Το Ποντίκι».