«Ο χρόνος είναι μάνα», του Όσιαν Βουόνγκ

Το χιόνι, το ξύλο, ο ήλιος-μάνα

| 09/03/2024

Η πρώτη σελίδα και το χιόνι-σεντόνι που απλώνεται. Η τελευταία και ο ελάχιστος εαυτός που επιμένει. Και ο λόγος; Αυτός που γεννά ποιητές, γιους, κόρες, γονείς, απώλειες, κατακτήσεις, χώρους και δευτερόλεπτα αξόδευτα, με αυτόν τι γίνεται; Ο άνθρωπος είναι στο ξεκίνημα και εκεί, στην αρχή, γίνεται το ανακάτεμα χρωμάτων, ασυνόδευτων βλεμμάτων και πρώτων βημάτων. Η πορεία, όμως, δεν έχει μόνο δυο χέρια, δύο πόδια, μία καρδιά. Το αόρατο χάδι και η αμέτρητη κίνηση της πρώτης μάνας όλων μας, είναι δίπλα μας, στην αγκαλιά μας, στο στήθος μας. Ο χρόνος προϋπάρχει και στις φωτοσκιάσεις του ζούμε, αναπνέουμε, προσπαθούμε να επιβιώσουμε, να αγαπήσουμε, να δημιουργήσουμε. Το λίγο κόκκινο είναι το αποτύπωμα του πρώτου κλάματος και αυτού που περιμένει κάπου στο μέλλον. Και το παιδί, ο ποιητής, σηκώνεται αμέσως και με γυμνό στήθος αναζητά το ξίφος που θα τον καρφώσει, θα τον λυτρώσει και θα του δώσει τον οριστικό θάνατο και το θαύμα της νέας αρχής. Και αυτός ο γιος, νέος, ώριμος, γέρος, σοφός, παιδί, είναι ο Όσιαν Βουόνγκ. Ο γεννημένος στη Σαϊγκόν ποιητής δίνει σάρκα στο «μαζί ποτέ!» και το ντύνει με χιόνι, ξύλο και την απουσία-παρουσία της μάνας. Ο Βουόνγκ μας βρίσκει στα ποιήματά του, στο «Ο χρόνος είναι μάνα» (Εκδόσεις Gutenberg).

Πριν τα δικά του ποιήματα, αυτό: Συγχώρεσέ με, Κύριε: έχω πεθάνει ελάχιστα! του Cesar Vallejo. Το ελάχιστο, ο θάνατος και η συγχώρεση, συνθέτουν τον ιερό σκοπό του Βουόνγκ. Εδώ έχουμε την προσευχή που στρέφεται στον εαυτό και στις ανοιχτές πληγές του. Εδώ η απουσία ακούγεται και οι ποιητικοί ψίθυροι όντως είναι η βροχή που έρχεται από κάτω. Νιτσεϊκό πνεύμα διατρέχει τη συλλογή και μια αντανάκλαση-ανάμνηση του Γιούκιο Μισίμα. Το πολυφωνικό έργο καλύπτει αμέσως τη λαβυρινθώδη πορεία, σαν αυτή του μινώταυρου, και ο δημιουργός ακολουθεί τα βήματα του εαυτού του. Ψυχρός και αιχμηρά ευαίσθητος, ο Βουόνγκ δεν διστάζει να μας δώσει παραληρηματικό λόγο και να γίνει ο άλλος, ο αναγνώστης. Το υπαρξιακό, φιλοσοφικό υπόβαθρο θέτει γερές βάσεις για να υψωθεί και να απλωθεί το ποιητικό σώμα. Υπάρχουν στιγμές που «πετάει» τον στίχο σαν να χρησιμοποιεί την τεχνική Πόλοκ. Τα ποιήματά του είναι, τα περισσότερα, μεγάλες αφηγηματικές διαδρομές  και σε αυτές διακρίνεις τον εξαιρετικό ρυθμό και τη διαύγεια του. Ο Βουόνγκ αφήνεται στη δίνη του χρόνου και κινείται με τις χρονικές ταχύτητες «πατώντας», κάποιες στιγμές, σε slam poetry μέσα.

Η μάνα είναι ο ήλιος του και τα προσωπικά βιώματα οδηγός. Η μάνα δεν υπάρχει πια τα βιώματα άφησαν τις αιχμές του και αντικαταστάθηκαν από άλλα. Ο Βουόνγκ φυλά τη μνήμη και ζητά ειλικρινά το αγαθό του χρόνου. Ναι, έτσι το βλέπει και το αντιμετωπίζει. Διαθέτει την ικανότητα να διαλύει και να συστήνει εκ νέου πυρηνικές έννοιες όπως: μητρότητα, αγάπη, θάνατος, συμπόνοια… Κοιτά κατάματα τον σεξισμό και τη διαστρέβλωση στο queer και ισορροπεί το «ανάλαφρο» με το βαθυστόχαστο. Ο χρόνος σου γαμάει τη μάνα, είπα στις ταφόπετρες, ζωντανός, γελοίος/Σώμα, πύλη που είσαι, ας είσαι κάτι παραπάνω από αυτό που θα διασχίσω/Ακινησία ήταν. [σ. 61]. Ο λόγος του γίνεται χείμαρρος και στο ποίημα «kunstlerroman» [σ.73-82] δεν αφήνει τίποτα όρθιο, τοποθετεί τον αναγνώστη στο ανεξέλεγκτο κύμα τη μνήμης. Και επειδή «Ο χρόνος είναι μάνα», εδώ υπάρχουν λεπτομέρειες ανθρώπινης κοσμογονίας [Ars Poetica ως ο δημιουργός, σ.89], το τίποτα αναπνέει. Η δομή των ποιημάτων ιδιαίτερη, ο τρόπος που τοποθετεί τους στίχους φτιάχνουν κλίμακες προς τον ουρανό και όταν στέκεται μπροστά στην πένα-κάννη όπλου, εξαπολύει λέξεις-σφαίρες για τη μάνα του. Παραδινόμαστε και σπαράζουμε μαζί του: της Σαϊγκόν αναγνώστρια που/δεν ξέρεις να διαβάζεις/ή να γράφεις έγραψες στον κόσμο/ένα γιος χωρίς/λέξεις μα με μια συλλαβή τόσο/σαν σφαίρα που σε γεμίζει η ζέστη της/σήμερα Πέμπτη/(η δικιά μας όχι του Vallejo) με αραιές [σ.110]. Και το τέλος έχει να κάνει με την ξυλουργική, με τη γέννηση ξανά και με τα όρια παρελθόντος-μέλλοντος. Το «Ο χρόνος είναι μάνα» είναι ένα ταξίδι στην ανατολή και δύση του ήλιου όταν οι σφαίρες της ζωής σφυρίζουν πάνω από τα αυτιά μας. Η μετάφραση του Δημήτρη Μαύρου δεν ήταν καθόλου εύκολη. Οι ιδιαιτερότητες στην ποιητική-γλωσσική έκφραση του Βουόνγκ, τα αρκετά σημεία που χρειάζονταν έρευνα για να αποσαφηνιστούν και η πρόκληση διατήρησης, όσο γινόταν, του ύφους και του πνεύματος του δημιουργού, δοκίμασαν έντονα τον μεταφραστή. Το τελικό αποτέλεσμα, με τις σπάνιες και χρήσιμες σημειώσεις, ικανοποιεί τον αναγνώστη.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις