Ο cult Μεσαίωνας του ελληνικού τραγουδιού
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
είναι κάμποσος καιρός που πέρασαν και οι άγιες μέρες του Πάσχα, αλλά εγώ δεν λέω να τις αποχωριστώ. Τις πέρασα, βλέπεις, πλάι σε καθόλα αξιόλογους ανθρώπους που προσπαθούσαν όμως να με πείσουν ότι δεν έγινε και τίποτα αν πηγαίνεις πού και πού στην Πάολα και στον Παντελίδη. Έχεις φάει αρνάκι ακούγοντας λαϊκο-ποπ «επιτυχίες» ντάλα μεσημέρι, συνοδευόμενες από τον «κοινό νου» που πλέον περιλαμβάνει και την παρακμή ως κανονικότητα;
Ο συγχωρεμένος ο Ρασούλης είχε πει κάποτε, στη μία και μοναδική γκαγκάν συνάντηση που αξιώθηκα να έχω μαζί του, ότι τη δεκαετία του ’80 συνέβη στην Ελλάδα η μεγαλύτερη πολιτιστική αντεπανάσταση που έγινε ποτέ. Και, ναι, η διαφορά ανάμεσα στον Λε-Πα και την Άντζελα από τη μια, και την Πάολα και τον Παντελίδη από την άλλη, μπορεί να είναι και μικρή. Μπορεί, όμως, να είναι και μεγάλη.
Κάμποσα χρόνια πριν μπορούσες να γνωρίζεις με ασφάλεια ότι αυτός που ακούει Χατζιδάκι δεν θα ακούσει και Αντύπα – και μην ακούσω τις χιλιοειπωμένες κοινοτοπίες για τον Χατζιδάκι που έβαλε στο ραδιόφωνο τον Φλωρινιώτη. Η κοινωνία και τα απόνερα της πολιτιστικής έκρηξης που βίωσε κάποτε η χώρα μας κρατούσαν μια-δυο σταθερές, ώστε ο Αντύπας και ο Φλωρινιώτης να υπάρχουν, αλλά να υπάρχουν στο χώρο τους, στη θεσούλα τους, να μεγαλουργούν και να μην ενοχλούν κανέναν. Δηλαδή, μπορεί το αισθητήριο μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας να ήταν πάντα κιμάς, αλλά η τόσο έντονη διάχυση της παρακμής είναι φρέσκο φρούτο. Η παρακμή δεν υπήρξε ποτέ τόσο διαδεδομένο, διαταξικό και mainstream πρότυπο. Και αυτή η παρακμή δεν έγκειται τόσο στην Πάολα και στον Παντελίδη και στην παρελκόμενη χυδαιότητα, αλλά στο ότι αυτός που άκουγε «Καπνισμένο Τσουκάλι» και «Τροπάρια για Φονιάδες» και «Αθανασία» μου τρίβει πλέον στα μούτρα ότι «πρέπει να διασκεδάσω κιόλας, και στον Παντελίδη πηγαίνεις για διασκέδαση».
Με άλλα λόγια, πριν από μερικά χρόνια, γραφικός ήταν αυτός που άκουγε τη χυδαιότητα. Σήμερα, γραφικός είναι αυτός που δεν την ακούει. Κι αν πεις και καμιά κουβέντα, κατηγορείσαι ως ακραίος, ως απόλυτος, κι άλλα τέτοια ωραία. Μιλάμε για μετατόπιση τεραστίων διαστάσεων! Πάντοτε υπήρχε μια Άντζελα Δημητρίου και ένας Λευτέρης Πανταζής, πάντα όμως ήξερες ότι ήταν cult, ότι ήταν κάτι δικό τους, οριοθετημένο, με συγκεκριμένη διάχυση μέσα στην κοινωνία. Γι’ αυτό και ακούγονται εντελώς γελοίοι σύγχρονοι ύμνοι όπως αυτοί του Γρηγόρη Αρναούτογλου για την Άντζελα – μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού, ή του Δημήτρη Σταρόβα για ύμνους και για τραγούδια της Άντζελας που τον έχουν σημαδέψει. Γιατί ξέραμε πάντα ότι η Άντζελα ήταν παρακμή χωρίς να γίνεται πρότυπο, χωρίς να γίνεται mainstream. Δεν ισχύει το ίδιο για την Πάολα και τον Παντελίδη – εδώ δεν μιλάμε για cult αλλά για θεσμό, για κανόνα, για μέσο όρο. Μιλάμε γι’ αυτό που η Δανάη Παναγιωτοπούλου αποκαλεί στο τραγούδι της «Λαύριο» CULT ΜΕΣΑΙΩΝΑ, αυτό που πριν από 20-30 χρόνια θα θεωρούσαμε κάτι ξένο προς εμάς, μεταβάλλεται πλέον σε συνθήκη, διεισδύει μέσα μας, και μας μεταλλάσσει.
Βεβαίως, δεν πρέπει να μας κάνει τίποτε απ’ όλα αυτά εντύπωση. Είναι άραγε η κοινωνία μας κάτι διαφορετικό από την Πάολα που βγαίνει στην πίστα, αλαλάζοντας «της πουτάνας γίνεται!!!»; Παράγει κάτι άλλο; Απαρτίζεται από κάτι άλλο; Γεννά κάτι άλλο η κοινωνία, ώστε να απαιτεί και κάτι άλλο για να εκφραστεί; Η απάντηση είναι ένα μεγάλο ΟΧΙ. Κι έτσι δε γεννιέται κανένα ζήτημα όταν ο Μιχάλης – των Σταβέντο, ο αλτέρνατιβ – τραγουδά παρεούλα με την Πάολα στα Mad Awards. Το ζόμπι ακροατήριο εκφράζεται με την ίδια ευκολία κι από τους δύο – είναι και οι δύο εξίσου κενοί του οποιουδήποτε νοήματος, και άρα η συνύπαρξη και η μετάβαση από το ένα στο άλλο μπορεί να γίνει ανεμπόδιστα. Ούτε βέβαια συμβαίνει κάτι όταν λούζεσαι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ την «πιο χαμηλά Λόλα» – δηλαδή τη χυδαιότητα του λαϊκο-ποπ απ’ την ανάποδη.
Όσο για τα «στον Παντελίδη πας για να διασκεδάσεις» και «δεν μπορείς να διασκεδάσεις με Σκαλκώτα», επιχειρήματα που ακούω ολοένα και περισσότερο γύρω μου, είναι κι αυτό ένα σημείο των καιρών: η διασκέδαση να νοείται περίπου σαν αρένα του Κολοσσαίου. Βεβαίως, μεταξύ του Σκαλκώτα και του Παντελίδη, το ελληνικό τραγουδάκι έβγαλε ιστορικά μυριάδες άλλες εκφάνσεις διασκέδασης (απ’ τον Τσιτσάνη μέχρι τα νησιώτικα «του Πάριου» κι απ’ τον Ζαμπέτα μέχρι τον Κορακάκη). Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα, για μια κοινωνία που έχει ήδη πάρει τις αποφάσεις της, σκυμμένη και παραιτημένη, μοστράροντας με περηφάνια τον Παντελίδη που κρύβει μέσα της και μετατρέποντας σε γραφικότητα ό,τι τολμά να πάει να της κόψει την τσαμπουκαλεμένη της μαγκιά.
Στον καφέ μας πάνω, η Μαριάνθη μου είπε ότι καλό είναι, ανάμεσα στα άλλα, να φωτίζω καινούργια πράγματα που έχουν αξία, να προτείνω νέα πρόσωπα και έργα, να δίνω διέξοδο. Έρχονται όμως στιγμές όπου το βίωμα της παρακμής γίνεται ανυπόφορο. Ίσως κι αυτό να έχει τη χρησιμότητά του. Ίσως η συναίσθηση του ότι πιάσαμε πάτο να είναι και μια πρώτη ύλη για να ξεκολλήσουμε απ’ αυτόν.
Μετεκλογικό updateγια όποιον δεν κατάλαβε:
Εμείς ρε παιδιά, για μας η τέχνη και η μουσική είναι οι άνθρωποι που μας διασκεδάζουν, αλλά ποτέ δεν περάσανε να πάρουνε τον ιδρώτα σας από τα υπουργεία Πολιτισμού και δήθεν κουλτούρας. Είναι ο Καρράς ο κουμπάρος μου, είναι πώς λέμε της Πάολας θα γίνει, είναι ο Ρέμος, ο Παντελίδης, ο Οικονομόπουλος, αυτοί που τους πληρώνουμε εμείς και δεν πήραν ποτέ τον ιδρώτα σας, σε αντίθεση με τον κάθε Νταλάρα και Κιμούλη και Φασουλή…
Αχιλλέας Μπέος, Βόλος, 25 Μαΐου 2014