Ο Kaurismaki και «η άλλη όψη της ελπίδας» του
Ενώ ο πρόσφυγας δηλώνει: «Ερωτεύτηκα την Φινλανδία αλλά αν βρεις τρόπο να φύγω από εδώ θα σου είμαι ευγνώμων»

Για τον Aki Kaurismaki ας γραφτούν πολλά. Είτε γραφτούν είτε όχι άλλωστε, ο δημιουργός τούτος είναι απόγονος μιας άλλης «σχολής» και μιας άλλης πάστας και ποσώς τον ενδιαφέρει. Δεν έχει ανάγκη την συγκατάβαση και το καλόπιασμα. Είναι εγγυημένο πως μια τέτοια συμπεριφορά τον εξοργίζει. Δεν έχει ανάγκη ταυτόχρονα την χυδαία πολεμική ή την πολυσχιδή ανάλυση και το ύφος χιλίων καρδιναλίων. Διότι δεν είναι υπερόπτης μα ούτε σεμνότυφος. Είναι σοβαρός, απόλυτα σοβαρός. Μονάχα για τούτο τον λόγο δικαιούται να καλαμπουρίζει με όλη την κινηματογραφική βιομηχανία, την άκαμπτη ακαδημαϊκότητα, την ψυχοπονιά των «κουλτουριάρηδων», την ορθότητα των υποταγμένων και τον φόβο των «σωστών». Ο Kaurismaki είναι με τους «λάθος». Το έργο του δεν θέλει διόλου σπρώξιμο για να πείσει. Δεν έχει ανάγκη βραβεία για να αναδειχθεί. Έχει το θάρρος να τα χώνει και στους κινηματογραφικούς κανόνες και στους εθιμοτυπικούς κανόνες και στα γούστα του εκάστοτε κοινού και στα γούστα της εκάστοτε εποχής. Θάρρος που μεταφράζεται σε μια μη «πολιτικώς ορθή» αντίληψη για την κοινωνική κατάσταση αλλά με πλήρη εμπιστοσύνη στην κοινωνία, στον άνθρωπο και στις προοδευτικές δυνατότητες της τέχνης. Κάνει ταινίες λαϊκές και ιντελεκτουέλ ταυτόχρονα. Γειωμένες, διόλου επαρμένες, αξιακά πλήρης και φιλοσοφικά αναγκαίες. Ο Aki Kaurismaki είναι από εκείνη την πάστα που συγκροτεί καλλιτέχνες. Μοναχικός, αγνός, ανθρώπινος και βαθιά ριζοσπαστικός. Παράτησε την χώρα του και το πολυδιαφημιζόμενο «κοινωνικό κράτος» και το «σκανδιναβικό θαύμα» και τρυγάει κάπου στην Πορτογαλία σταφύλια και ιδέες. Δεν γουστάρει να παραμένει μέτοχος μιας στέρφας και κατασκευασμένης κατάστασης πραγμάτων. Ανάβει το τσιγάρο του σε άλλα κλίματα, εκεί όπου η προσωπική του ηρεμία μπορεί ανελέητα να εκφράσει την γενική απελπισία.
Οι ταινίες του δεν προβάλλουν ούτε τίποτα μίζερους, ούτε τίποτα φουκαράδες, ούτε τίποτα δύστυχους που αναμασούν και κάνουν σημαία την κακοτυχία τους. Δεν εκχυδαΐζει το συναίσθημα μήτε το αναγορεύει σε πρωταρχική ποιότητα. Δεν εκμαιεύει δάκρυα και δεν γαργαλάει για ευκολονόητα και νευρικά γέλια. Και ωστόσο μας συγκινεί βαθύτατα και μας χαρίζει χαμόγελα. Στις ταινίες του δεν υποβόσκει καμιά φρίκη καθώς και καμιά ελπίδα. Δεν ακούγονται μοιρολόγια, ούτε παλαμάκια και ενθουσιασμοί. Στις ταινίες του δεν ανακυκλώνονται ούτε τέρατα, ούτε ήρωες, ούτε αντιήρωες. Στις ταινίες του επικρατούν μονάχα παλικάρια. Δίχως φράγκο στην τσέπη, δίχως φόβο στο βλέμμα, δίχως απεμπόληση του ανθρώπινου τσαγανού. Και ωστόσο δεν είναι μήτε άοσμες, μήτε ουδέτερες, μήτε μοιρολατρικές, μήτε βαρεμένες. Οι ταινίες του είναι καθημερινά σχόλια για καθημερινούς ανθρώπους και ουσιαστικές τοποθετήσεις για ουσιαστικά πράγματα. Ο Aki Kaurismaki υπεραγαπάει και δοξάζει την μαγκιά του λαού. Μαγκιά που δεν αναλώνεται σε φράσεις και δεν μυρίζει ναφθαλίνη. Μαγκιά ως η άλλη όψη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αξιοπρέπεια σκληρή, απέριττη και δωρική. Ατσαλένιο καρφί στους τοίχους. Και τοίχοι υπάρχουνε παντού. Κι αυτούς βάζει στόχο να γκρεμίσει ως ον καλλιτεχνικών ευαισθησιών και πολιτικής στόχευσης. Τον Kaurismaki αν δεν τον αγαπάς, όπως αυτός εγγυημένα σε λατρεύει, τότε τον φθονείς και τον φοβάσαι. Φοβάσαι την ευθύτητα του, φοβάσαι την «αλλοκοτιά» του, φοβάσαι την ανθρωπιά του, φοβάσαι τους χαρακτήρες του και πάνω από όλα φοβάσαι και φθονείς την ευφυΐα του. Που με λίγα λόγια, ξεδιάντροπα, καυστικά και φιλικά σου ανατρέπουν τα δεδομένα. Μπρος στα έργα του Kaurismaki μένει στο βλέμμα σου μια λάμψη μπρος στην ευτυχή αναγνώριση ότι υπάρχουν ακόμα τέτοιοι μάγκες δημιουργοί. Ο Kaurismaki είναι ακριβώς όπως οι χαρακτήρες του. Εξαίρετος.
Δεν θα πολύφιλοσοφήσουμε για την τελευταία του ταινία. Δεν υπάρχει ανάγκη. Είναι έτοιμη για αγκάλιασμα. Είναι καθολικά προσβάσιμη, είναι απέριττα απλή, είναι ήρεμη και σαφέστατη. Έχει πέντε χαρακτήρες, έχει λίγους χώρους, έχει εύληπτους διαλόγους. Έχει Σύριους πρόσφυγες, έχει γιαπωνέζους τουρίστες, έχει βαριεστημένους και απλήρωτους εργαζόμενους, έχει αποτυχημένους εμποράκους, έχει περιαυτολόγους μπάτσους, έχει γελοίους νεοναζί, έχει άστεγους αντιφασίστες. Έχει την Ευρώπη δοσμένη στο πιάτο, έχει την Ευρώπη συγκροτημένη σε μιάμιση ώρας ταινία. Έχει την Ευρώπη στα σκοτάδια, έχει την Ευρώπη σε noir και σε κιτς χρωματικούς τόνους. Η ταινία αφηγείται την παρακμή μα δεν δοξάζει την κατάντια. Και είναι μια απόλαυση να την βλέπεις.
Μέσα στο απλουστευμένο τούτο σκηνικό θα τονίσουμε όμως το τεράστιας σημασίας ζήτημα, την τεραστίων διαστάσεων υπόθεση. Ο Kaurismaki δεν ασχολείται ως ελεήμον παπαδαριό και προσκοπάκι με το κυρίαρχο θέμα της εποχής μας και την στερεότυπη, πλέον στις τέχνες, απεικόνιση του πολέμου και της προσφυγιάς. Απορρίπτει την όποια προνομιούχα κληρονομιά του δυτικού ανθρώπου και την εξουσία που έχει ως κινηματογραφιστής και καλλιτέχνης και δεν μελοδραματεί, δεν κλαψουρίζει. Δοξάζει τους ηττημένους και επιτίθεται στους ηλίθιους που κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Εμβαθύνει. Φανερώνει την αποικιοκρατικής αφετηρίας αντίληψη της Ευρώπης προς τους λαούς του κόσμου: Την εξαναγκαστική αφομοίωση του διαφορετικού πολιτισμικά ανθρώπου, τη δυτικοποίηση του, την χρήση του ως μισθωτού και την επιβαλλόμενη αλλαγή της εθνικής όπως και ταξικής ταυτότητας των πάντων. Διακωμωδεί και κρίνει ταυτόχρονα την επικίνδυνη δικαιολογία που χρησιμοποιεί η «μοδάτη», η «προοδευτική μες στον άκρατο συντηρητισμό» της, η υποκριτική εν τέλει αποδοχή της διαφορετικής κουλτούρας. Την ψευδή ανεκτικότητα και την ελεημοσύνη. Το βολικό ψευδολόγημα της πολυπολιτισμικότητας που κρύβει πίσω της την αναίρεση των πολιτισμών. Η όλη τούτη σύλληψη που ευνοεί τον πεσιμισμό και παράγει μια μελαγχολία, παράγει ταυτόχρονα όμως και μια πολιτική θέση κεφαλαιώδους αξίας.
Δεν θα τολμήσω να ερμηνεύσω κάτι άλλο. Ούτε προφανώς να επιχειρηματολογήσω τελεσίδικα για το αληθινό (και παράδοξο) νόημα του τίτλου της ταινίας. Ο Kaurismaki με όπλο μια κάμερα, λίγο φιλμ, ένα λιτό σενάριο και λιγοστούς φίλους κάνει ταινίες. Και επιλέγει να είναι ένας τρυφερός άνθρωπος, ένας ευγενικός αφηγητής, ένας φιλικός πλακατζής και ένας στοργικός επαναστάτης. Γιατί γράφω έτσι; Του Kausimaki δεν θα του άρεσε αλλιώς. Και τον σέβομαι.