Steven Patrick Morrissey:
Οι χαμένοι νεανικοί έρωτες και η Βρετανική εργατική τάξη

Μπορεί για πολλούς ο Morrissey να θεωρείται πλέον καρικατούρα – περισσότερο σελέμπριτι παρά μουσικός. Αλλά για αρκετούς, συμπεριλαμβανομένης και της γράφουσας, παραμένει ο μελαγχολικός τύπος από τα προάστια του Μάντσεστερ που έγραψε, μαζί με τον φίλο του Μαρ, τους εξαιρετικούς στίχους που σημάδεψαν την εφηβεία μας, περιέγραψαν τα απαισιόδοξα συναισθήματα και την αγανάκτηση μας. Τα τραγούδια των Smiths ήταν εκεί στο λύκειο, στους «τρομερούς» έρωτες, στους χωρισμούς, στις τακτικές κρίσεις ταυτότητας, στις πιο σκοτεινές στιγμές μας, στις πολιτικές μας αναζητήσεις και τις αμφισβητήσεις, για να μας θυμίσουν ότι «δεν είμαστε μόνοι».
Σίγουρα οι Smiths είναι ευρέως γνωστοί για την εξύμνηση των μοναχικών, ντροπαλών, αμήχανων, σεξουαλικά «μπερδεμένων» και αγανακτισμένων νέων, για τραγούδια όπως το How soon is now? ή το There’s a light that never goes out – φταίει άλλωστε και αυτό το καταραμένο (500) Days of Summer – αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως δημιουργήθηκαν σε μια εποχή μεγάλης καταπίεσης και λιτότητας, μια εποχή που μοιάζει αρκετά με τη δική μας, και έγραψαν και τραγούδια βαθιά πολιτικά όπως το The Queen is Dead.
Ήταν μια μπάντα που έγραψε τόσο εύστοχα και ποιητικά για τον πόνο μιας ερωτικής απογοήτευσης: “Sing me to sleep, I don’t want to wake up on my own anymore” αλλά ταυτόχρονα και για το μίσος μιας ολόκληρης γενιάς για τη Θάτσερ και τη βασιλική οικογένεια: “Her very Lowness with her head in a sling. I’m truly sorry but it sounds like a wonderful thing”.
Το 1984, τη χρονιά που κυκλοφόρησε ο πρώτος – ομώνυμος – δίσκος των Smiths, στη Μεγάλη Βρετανία οι νέοι βίωναν την καταπίεση, την ανεργία και τα αποτελέσματα των αυστηρών μέτρων της συντηρητικής κυβέρνησης της Θάτσερ και η ποπ μουσική είχε σαν πρωτοστάτες τους Wham! εξυμνώντας το λαμπερό όνειρο του καταναλωτισμού. Ήταν όμως κι η χρονιά της μεγάλης απεργίας των εργατών στα μεταλλεία, μια χρονιά εξεγέρσεων ενάντια στο συνεχόμενο κυβερνητικό αυταρχισμό. Μακριά από το Βρετανικό Νότο, η ανεργία κυριαρχούσε και ο Morrissey κι η παρέα του, που προέρχονταν από τα φτωχικά προάστια του ξεπεσμένου βιομηχανικού Μάντσεστερ, ζούσαν και έγραφαν σε σάπια δωμάτια δίπλα στις ράγες, μακριά από τις χιπ μουσικές γειτονιές του.
Καθ’ όλη την περίοδο της μουσικής τους δράσης, από το 1982 έως το 1987, οι Smiths προσπάθησαν να μεταφέρουν την πραγματικότητα που αγνοούσαν τα κυρίαρχα μίντια και οι δισκογραφικές. Αυτή τη γκρίζα, απαισιόδοξη πραγματικότητα της Βόρειας Αγγλίας, όπου η φτώχεια κι η εγκατάλειψη δεν άφηνε κανένα περιθώριο δημιουργικής έκφρασης και ευχάριστων – ανάλαφρων – συναισθημάτων.
Ναι, ναι μπορεί να έγραφαν τραγούδια για ντροπαλά αγόρια και κορίτσια που κανείς δεν αγάπησε, αλλά έγραφαν και για την αγανάκτηση όλων αυτών που τους πρόδωσε το σύστημα και ξέμειναν στο περιθώριο. Οι Smiths δεν ήταν άλλη μια γλυκανάλατη ποπ μπάντα, αντιθέτως στήριξαν τις απεργίες της περιόδου, παίζοντας σε συναυλίες για την οικονομική υποστήριξη των εργατικών αγώνων και των σωματείων. Ο Morrissey άλλωστε δεν έκρυψε ποτέ το μίσος του για τη Θάτσερ, εξέφρασε αντιθέτως πολλές φορές την έντονη επιθυμία του για το θάνατο της. Ας μην ξεχνάμε το αγαπημένο Margaret to the Guillotine.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη διάλυση των Smiths ο Morrissey συνέχισε μέσα από τους στίχους του να περιγράφει τους αγώνες, την καθημερινότητα, τις δυσκολίες και την αδιαφορία κατά καιρούς της εργατικής τάξης. Έγραψε για την αλλοτρίωση της και την άγνοια της, για τα κινήματα που συνέθλιψε η κυβέρνηση της Θάτσερ και όλοι νεοφιλελεύθεροι που ακολούθησαν μετά από αυτήν. Ο Morrissey ήταν ένας τρομερά εύστοχος παρατηρητής της Βρετανικής κοινωνίας και κατάφερε να μας μεταφέρει, στα νεανικά μας αυτιά, μια πραγματικότητα ξένη σε εμάς. Έγραψε για τον καταπιεσμένο ομοφυλοφιλικό έρωτα, χωρίς βέβαια ποτέ να παραδεχθεί ο ίδιος την ερωτική του κλίση, έγραψε για τους χούλιγκαν, για τη βία και την εγκληματικότητα, για το βάρος της Αγγλικής κληρονομιάς και ταυτότητας, πάντα με το δικό του ιδιαίτερα ποιητικό λόγο. “I’ve been dreaming of a time when to be English is not to be baneful, to be standing by the flag, not feeling shameful, racist or partial..”
Ναι σίγουρα ο Morrissey μεγάλωσε και όπως πολλοί πριν από αυτόν στη μουσική βιομηχανία προσπάθησε μάταια να διατηρήσει την νεανική του φρεσκάδα, την προκλητικότητα και το πάθος του. Ναι μπορεί για πολλούς να είναι πια ένας εγωπαθής μεσήλικας. Αλλά όχι για όλους. Για κάποιους θα είναι πάντα αυτός ο μελαγχολικός νεαρός με τα κοκάλινα γυαλιά που ερωτευτήκαμε όταν τραγουδούσε για ένα άδοξα χαμένο έρωτα και μια άγνωστη εργατική τάξη στους βροχερούς δρόμους του Μάντσεστερ. Για κάποιους από εμάς θα είναι αδύνατο να μην σιγοτραγουδήσουμε όταν κάπου παίξει το This Charming Man. Για κάποιους από εμάς είναι ακόμη όνειρο να τον δούμε λάιβ – ακόμη κι αν αυτό είναι τόσα χρόνια μετά, στην Ελλάδα μόνο κι όχι στο Μάντσεστερ με τους Smiths όπως θα θέλαμε – και να τραγουδήσουμε με όλη μας τη δύναμη το Panic.
Burn down the disco
Hang the blessed DJ
Because the music that they constantly play
It says nothing to me about my life
Hang the DJ, Hang the DJ, Hang the DJ…
* Τη Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου θα πραγματοποιηθεί τελικά η συναυλία του Morrissey που αναβλήθηκε στις 5 Δεκέμβρη. Η εταιρεία με ανάρτησή της στο Facebook ενημερώνει ότι τα εισιτήρια που έχουν πουληθεί και αναγράφουν την παλιά ημερομηνία διεξαγωγής, ισχύουν κανονικά. Η Detox Events είχε ανακοινώσει την Παρασκευή ότι η συναυλία δεν θα γινόταν, επειδή ο γνωστός τραγουδιστής και τραγουδοποιός έχασε το αεροπλάνο του.