«Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου», του Δημήτρη Αγγελή
Ολα σε μια ανάσα

Το λεπτό, πράσινο, γυαλί γίνεται δοχείο υποδοχής της σταγόνας. Ο σχεδόν άηχος πόνος της και το κρυμμένο φως της απλώνονται στη χρωματισμένη επιφάνεια. Το μπουκάλι καταλαμβάνει τον έρημο χώρο, γεμίζει το ρημαγμένο σπίτι. Έξω δεν βρέχει, όμως τα ξύλινα δοκάρια της οροφής ακόμη στάζουν. Εδώ κανείς δεν μιλά, δεν τραγουδά, δεν γελά. Ο ψίθυρος είναι τρόπος και τόπος και η νοσταλγία άπιαστος χώρος. Ο επισκέπτης στο γκρεμισμένο (ή ημιτελές;) κτίριο ξέρει να ψιθυρίζει και ξέρει να απλώνει το χέρι του στο άσβεστο φως. Προσέχει που πατά και αφήνει την ησυχία να τον οδηγήσει. «Πλιτς», «πλιτς» και αυτό που ήταν θεϊκό και απλησίαστο, γίνεται αδύναμο και ζητά το χέρι και το μάτι. Το μπουκάλι δεν θα σπάσει και δεν θα αφήσει τη χρυσή ανταύγεια να προσπεράσει. Το ένα άστρο συναντά το άλλο, το υγροποιημένο και ο παντοτινός άγνωστος αισθάνεται τη θαλπωρή και βλέπει την εικόνα του φωτός. Πάνω από το πράσινο γυαλί ένας μικρός ήλιος και στη σκέψη του ανθρώπου μια ενοχή: οι τρύπες στην ομπρέλα. Δάκρυα βγαίνουν από τα μάτια και το κεφάλι του σκύλου θα ναι πάντα βρεγμένο. Κάπου εδώ ο Αντρέι Ταρκόφσκι αποχωρεί και τον διαδέχεται ένας άλλος ποιητής με το έργο «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου» (Εκδόσεις Πόλις).
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή ενώνει όλες τις κρυμμένες εικόνες με τη μία και μοναδική του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη. Η ποίηση συναντά τον ποιητή και ο ποιητής την ποίηση. Ο Αγγελής επιλέγει από το όνειρο, φεύγει από την πραγματικότητα για να επιστρέψει σε αυτήν με κρύσταλλα και προσευχές. Η προσευχή είναι το σπίτι της μοναξιάς και η οδός της αλήθειας για τις επιθυμίες. Ο λόγος του είναι καθαρός και αγνός και δεν ζητά τίποτα. Ίσως έναν ήχο που απλώνει τις γραμμές του στο μπλε του ουρανού, ίσως την κίνηση του νερού που τίποτα δεν το σταματά, ίσως τη μία ανάσα! Μάλλον το τελευταίο, γιατί αν πάρετε τη συλλογή του θα καταλάβετε πώς ταξιδεύει από μέσα μας ο αέρας. Το «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου» έχει την όψη, το φως και την κίνηση της αστραπής. Σου επιβάλλεται και δεν σε αφήνει να ησυχάσεις. Παίρνεις μολύβι και σημειώνεις στα περιθώρια, στα όρια, υπογραμμίζεις τις λέξεις και τις φλέβες σου που πάλλονται. Οι υγρές, χωμάτινες, σαρκικές, ψηφίδες σε οδηγούν και σου δίνουν να καταλάβεις τι είναι ποίηση. Όλα ρευστά, όλα σε κίνηση και όλα με μια ανάσα. Η φλόγα τρεμοσβήνει και η προσευχή ταξιδεύει.
Τα ποιήματα είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο και ο Αγγελής στήνει μια εντυπωσιακή ποιητική αφήγηση. Πέρα από το πνεύμα και την εικόνα του Ταρκόφσκι, εδώ θα δούμε κάτι από τον Ρίτσο και τον Καρούζο, εδώ θα φύγουμε από την πραγματικότητα και το συναίσθημα θα τρυπώσει στους διαδρόμους της ψυχής και των χαμένων ερώτων. Κάθε ποίημα σαν μια απρόσμενη θεατρική σκηνή, ο λόγος του να ενώνει τόπο και χρόνο, να γεμίζει τις άδειες σκέψεις, να φτιάχνει τοιχογραφίες σε αιωρούμενους τοίχους, να δραπετεύει από τον παράδεισο και να σκάβει στο σκοτάδι. Διαβάζοντας τον κατανοείς πώς ξημερώνει το θαυμαστικό και πώς απαντά το ερωτηματικό, πώς ζούμε στο ενδιάμεσο των αντιφάσεων μας και πώς το αβίωτο γίνεται μοναδική διαφυγή. Διαβάζουμε έναν ποιητή που βρίσκει τρόπο να πάει πιο μακριά από τον όρκο σιωπής του Ρουμπλιώφ, που γι’ αυτόν η νύχτα δεν τελειώνει και η φωτιά της θυσίας πάντα θα καίει. Το «Πάντα θα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου» είναι αποτέλεσμα βαθιάς ποιητικής ματιάς και αληθινού πόνου ψυχής…