Παλαιστίνη: ο κατάλογος του αίματος συνεχίζεται...
Προκλήσεις του Ισραήλ πυροδοτούν εκ νέου βίαιες συγκρούσεις
Τις προηγούμενες ημέρες είδαμε ξανά Παλαιστίνιους διαδηλωτές να συγκρούονται με Ισραηλινούς αστυνομικούς και στρατιώτες στην ανατολική Ιερουσαλήμ. Είναι η πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα, το 2000, που τόσο σκληρές και βίαιες συγκρούσεις σημαδεύουν τους εορτασμούς για το εβραϊκό νέο έτος.
Και τώρα, όπως και τότε, αφορμή στάθηκε η επίσκεψη εβραίων στην πλατεία των Τεμένων (Χάραμ αλ Σαρίφ) μπροστά ακριβώς από το τέμενος αλ Άκσα. Οι εβραϊκές θρησκευτικές αρχές απαγορεύουν στους εβραίους να πατούν το πόδι τους στο συγκεκριμένο σημείο. Και οι πολιτικές ηγεσίες του Ισραήλ εφάρμοσαν την οδηγία αυτή, επί πολλά χρόνια, αποφεύγοντας, έτσι, να καλλιεργούν και μια νέα εστία έντασης.
«Τέλος» στην ιδιότυπη αυτή «εκεχειρία» στο αλ Άκσα έδωσε με εντυπωσιακά προκλητικό τρόπο στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2000 ο τότε ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του δεξιού «Λικούντ», Αριέλ Σαρόν, γνωστός για το ρόλο του ως υπουργός Άμυνας στις σφαγές στους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα κατά τη διάρκεια της ισραηλινής εισβολής στο Λίβανο, μεσούντος του εμφυλίου. Η πολιτική καταδίκη του Σαρόν, μετά το τέλος του λιβανικού εμφυλίου, δεν τον απέτρεψε από το να επιμείνει στις απόψεις που είχε από την νεότητά του, όταν ηγείτο παραστρατιωτικής ομάδας «εκκαθάρισης» των παλαιστινιακών χωριών στο σημερινό ισραηλινό έδαφος, κατά των Παλαιστινίων και τις οποίες κράτησε μέχρι τέλους. Περιστοιχισμένος από 1.000 στρατιώτες και 2.000 αστυνομικούς πάτησε το πόδι του στον τρίτο ιερότερο τόπο του Ισλάμ και πυροδότησε μια μακρά ματωμένη αλυσίδα αντιδράσεων, δίνοντας, ουσιαστικά, τέλος σε κάθε ελπίδα περί ευόδωσης της «ειρηνευτικής διαδικασίας».
Σήμερα, η «σπίθα» ήρθε από την απόφαση Νετανιάχου να επιτρέψει σε εβραίους να προσεγγίζουν την πλατεία των Τεμένων υπό αυστηρή αστυνομική παρουσία και υπό τον όρο ότι …δεν θα προσευχηθούν εκεί αλλά στο παρακείμενο Τείχος των Δακρύων. Το σκηνικό μοιάζει να επαναλαμβάνεται ως κακή φάρσα 15 χρόνια μετά.
Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, τα τελευταία 24ωρα καθημερινά νεαροί Παλαιστίνιοι συγκρούονται με πέτρες και βόμβες μολότωφ με τις ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή. Τα επεισόδια σταματούν όταν οι νεαροί κλείνονται στο αλ Άκσα και επαναλαμβάνονται ένα 24ωρο μετά.
Κάπως έτσι, με τέτοιου είδους επεισόδια, πριν από 15 χρόνια, άρχισε η δεύτερη Ιντιφάντα. Με διαδηλώσεις οργής στην προσβολή του Σαρόν που επεκτάθηκαν στα παλαιστινιακά εδάφη και ο ισραηλινός στρατός, πυροβολώντας στο ψαχνό, πέτυχε να κλιμακωθούν μέσα σε λίγες εβδομάδες και να πάρουν χαρακτήρα ένοπλης σύγκρουσης. Ξέσπασμα συσσωρευμένης οργής για τις δεκαετίες κατοχής, εποικισμού, απαξίωσης και ευτελισμού ενώ σαν κοροϊδία οι αλλεπάλληλοι γύροι διαπραγματεύσεων κατέρρεαν ο ένας μετά τον άλλο λόγω της ισραηλινής αδιαλλαξίας.
Και τότε όπως και τώρα οι ισραηλινές δυνάμεις κατοχής διατείνονται ότι «αντιδρούν σε προκλήσεις». Πολλοί αναλυτές και δημοσιογράφοι, συμπεριλαμβανομένων Ισραηλινών, όπως η Τάνια Ράινχαρτ στο βιβλίο της «Ισραήλ-Παλαιστίνη: πώς να δώσουμε τέλος στον πόλεμο του 1948 … » υποστηρίζουν ότι οι ισραηλινές ηγεσίες πολύ πριν ξεκινήσει η ειρηνευτική διαδικασία είχαν εκπονήσει μακρόπνοα και μεθοδικά σχέδια για το πώς θα υποσκάψουν τελειωτικά κάθε πιθανότητα ειρήνευσης και πολύ περισσότερο ίδρυσης ανεξάρτητου και βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους[i]. Και τότε, όπως και τώρα, το έργο μοιάζει στημένο.
Σήμερα, 15 χρόνια μετά, η κατάσταση μάλλον χειρότερη από τότε μπορεί να χαρακτηριστεί. Οι εποικισμοί και οι έποικοι έχουν πληθύνει, καθιστώντας ολοένα δυσκολότερο το να είναι ενιαίο το έδαφος της Δυτικής Όχθης. Η Λωρίδα της Γάζας είναι εντελώς αποκομμένη και αποκλεισμένη. Οι Παλαιστίνιοι βίωσαν τον διχασμό. Ο ισραηλινός στρατός ισοπέδωσε ολόκληρες πόλεις, όπως την Τζενίν το 2002, και ολόκληρες περιοχές όπως τη Λωρίδα της Γάζας το καλοκαίρι του 2014.
Ο κατάλογος του αίματος δεν λέει να κλείσει στην Παλαιστίνη, που τώρα πια δεν είναι καν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ως μοναδική ανοιχτή πληγή στην περιοχή. Ολόκληρη η Μέση Ανατολή αιμορραγεί, τα παιδιά της εξολοθρεύονται, πνίγονται στο Αιγαίο, στοιβάζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σχεδόν στην κεντρική Ευρώπη, οι ακραίοι ισλαμιστές ισοπεδώνουν την ιστορία και τον πολιτισμό της αποτελώντας το άλλο νόμισμα των συνεχόμενων ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.
Ένοχη σιωπή
Αυτή η στιγμή επέλεξε η ελληνική αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ, μόλις την περασμένη εβδομάδα, για πρώτη φορά στη διπλωματική της παρουσία εκεί, να απόσχει από ψήφισμα που αφορούσε στην έγκριση της ανύψωσης της παλαιστινιακής σημαίας μεταξύ των σημαιών των χωρών–μελών του ΟΗΕ. Μια κίνηση συμβολικής αξίας, η οποία, όπως και η αναγνώριση της Παλαιστίνης από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ως «κράτους–παρατηρητή» στα όρια του 1967, πολεμήθηκε με νύχια και με δόντια από την ισραηλινή διπλωματία.
Στη σχετική ψηφοφορία που διεξήχθη στην έδρα του ΟΗΕ 119 κράτη υπερψήφισαν την πρόταση για έπαρση της Παλαιστινιακής σημαίας, 8 την καταψήφισαν και 45 κράτη –ανάμεσά τους και η Ελλάδα- απείχαν. Στις 119 χώρες συμπεριλαμβάνονται οι Γαλλία, Ρωσία, Σουηδία, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Σλοβενία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Μάλτα και Πολωνία. Εκτός από την Ελλάδα απείχαν ακόμα, μεταξύ άλλων, η Γερμανία και η Κύπρος, ενώ στα κράτη που καταψήφισαν την πρόταση περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η «στρατηγική συμφωνία» με το Ισραήλ φαίνεται ότι έχει πολλές πτυχές και, εννοείται, «βαριά» ανταλλάγματα.
Και εις ανώτερα..
[i] Σύμφωνα με σειρά στοιχείων που παρουσιάζει η Ράινχαρτ στο βιβλίο της, το 1996 ολοκληρώθηκε το «Πεδίο των Ακάνθων», που προέβλεπε ανακατάληψη των παλαιστινιακών εδαφών. Δημιουργήθηκαν ειδικές στρατιωτικές μονάδες για «μάχες χαμηλής έντασης», αγοράστηκαν βαρέα όπλα και εκσκαφείς.
Μήνες πριν από το Καμπ Ντέιβιντ το 2000, διαρροές προς τα ισραηλινά ΜΜΕ «έβλεπαν νέο κύμα βίας από το Σεπτέμβρη του 2000», προετοιμάζοντας την κοινή γνώμη, που είχε, πλήρως, αποδεχτεί την εκδοχή του «καλού Εχούντ Μπαράκ (πρωθυπουργού) που προσέφερε τα πάντα και του κακού Αραφάτ που δεν τα δέχτηκε». Τις πρώτες 3 μέρες της δεύτερης Ιντιφάντα, η ισραηλινή ηγεσία μιλούσε για «αυτοάμυνα», ενώ ο στρατός είχε σκοτώσει 30 Παλαιστινίους και είχε τραυματίσει εκατοντάδες με αληθινά πυρά.
Τον πρώτο μήνα, οι άοπλοι Παλαιστίνιοι διαδηλωτές αντιμετωπίστηκαν με σφαίρες, έτσι 141 σκοτώθηκαν και 7.000 τραυματίστηκαν. Η πρώτη επίθεση αυτοκτονίας δεν έγινε παρά στις 2 Νοέμβρη 2000. Ακολούθησαν πλήγματα κατά των παλαιστινιακών σωμάτων ασφαλείας, διάλυση κάθε δυνατότητας διακυβέρνησης ή αντίδρασης από την Π. Αρχή, καταστροφή των στοιχειωδών υποδομών διαβίωσης, επιβολή συλλογικών τιμωριών, κατεδαφίσεις σπιτιών, σταδιακή εξόντωση των μετριοπαθέστερων ηγετών των ισλαμιστικών οργανώσεων, όπως ο Αμπού Σανάμπ και ο Σεΐκ Αχμάντ Γιασίν από τη «Χαμάς».
Παράλληλα, η εντολή που είχε δοθεί στους Ισραηλινούς στρατιώτες ήταν «μικροί αριθμοί νεκρών καθημερινά». Όπως χαρακτηριστικά φέρεται να είχε πει ο πρώην πρωθυπουργός Μπαράκ, «κανείς δε θα θυμάται αύριο 40 τραυματίες, ακόμη και ανάπηρους, αλλά θα θυμάται 40 νεκρούς». Ωθώντας στα άκρα και προκαλώντας τον παλαιστινιακό λαό, η ισραηλινή ηγεσία αξιοποιεί κάθε πρόσχημα για να πείσει ότι λειτουργεί με τη λογική της «δράσης – αντίδρασης», ενώ, πλέον, είναι πασιφανές, όπως υποστηρίζει η δημοσιογράφος Τάνια Ράινχαρτ , ότι υπάρχει «σχέδιο μεταφοράς των Παλαιστινίων έξω από την Παλαιστίνη». Ηδη, εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, αφού δεν μπορούσαν να ζήσουν εκεί από καμία άποψη.
Αν αυτό ίσχυε πριν από 15 χρόνια, σήμερα φαίνεται να βρίσκει την επιβεβαίωσή του και μάλιστα, σε πολλαπλάσιο βαθμό.