Παλιός Νέος Κόσμος
Οδοιπορικό σε μια παλιά και διαρκώς νέα συνοικία της Αθήνας
Ερημιά στο Νέο Κόσμο. Ο παραφρασμένος τίτλος τού (προς το παρόν ανέκδοτου) τραγουδιού του Δεληβοριά μού φαίνεται η πιο ταιριαστή επιλογή για να περιγράψει κανείς σήμερα αυτήν τη γειτονιά. Όχι μόνο επειδή ερημώνουν οι δρόμοι λόγω της αυγουστιάτικης ιεροτελεστίας των διακοπών. Η απεραντοσύνη των άδειων δρόμων δίνει βέβαια μια απόκοσμη όψη ερημοποίησης άλλα έχει και τη χάρη της. Ειδικά αν ανήκεις σε κάποια από τις μειονότητες αυτής της μεθορίου των Αθηνών. Τα εμπόδια για πεζούς και ποδηλάτες λιγοστεύουν αισθητά για δεκαπέντε – είκοσι μέρες. Δεν είναι να χάνεις τέτοιες ευκαιρίες.
Αλλά δεν μπορώ να ευχαριστηθώ πραγματικά αυτήν την ησυχία. Ακόμα κι αν προσφέρει απλόχερα κάμποσα καρέ, με ένα κάποιο ενδιαφέρον, στον επίδοξο φωτογραφικό περιηγητή. Δεν πρόκειται για νοσταλγία αλλοτινών ημερών. Είναι όμως μια αίσθηση ενός παλιού Νέου Κόσμου που δεν μένει πια εδώ.
Εδώ και χρόνια πια, πίσω από τις τριώροφες εργατικές κατοικίες ορθώνονται οίκοι σύγχρονης τέχνης, μαζικής κατανάλωσης και χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας. Τα χαμηλά ορθογώνια κτίσματα που στεγάζουν το λιγοστό εργατικό κόσμο της περιοχής (Άραβες κυρίως, αλλά και Πακιστανούς και Μπαγκλαντεσιανούς που δουλεύουν μακριά από εδώ σε βιοτεχνίες ή σε μικρομάγαζα τριγύρω) έχουν βρεθεί στη σκιά πολυώροφων, κοφτερών αρχιτεκτονημάτων. Η ποικιλία χρωμάτων και σχημάτων στα υποτυπώδη μπαλκόνια των μεταναστών σπάει τη μονοτονία του μοντέρνου σχεδιασμού. Η κιτρινίλα των τοίχων στα μπλοκ των κατοικιών του ’50 κοντράρεται με το μεταλλικό χρώμα των σύγχρονων φετίχ της πολεοδομίας.
Φεύγω από τους παράδρομους και τις καθέτους της μεγάλης λεωφόρου. Ο παλιός Νέος Κόσμος βρίσκεται εδώ. Στις κακόγουστες πολυκατοικίες των δεκαετιών της καλπάζουσας ανάπτυξης και στα παρατημένα εδώ κι εκεί κουφάρια αυτοκινήτων – μάρτυρες κι αυτά του δαχτυλοδεικτούμενου πλέον νεοπλουτισμού. Στα παλιά σουπερμάρκετ και στα νέα δόκανα των δρόμων, που έχει φέρει μαζί του το τραμ. Στα πολλά συνεργεία αυτοκινήτων που παλεύουν να σωθούν σε συνθήκες απελευθερωμένου-από-αγκυλώσεις-καπιταλισμού και στα λιγοστά τυπογραφεία που φυτοζωούν μπροστά στην επέλαση της ψηφιακής εκτύπωσης.
Ο νέος κι ο παλιός κόσμος συναντιούνται σε μαντρότοιχους, εκεί όπου παίζεται το αντιφασιστικό κυνηγητό των συνθημάτων: γράφουν, γράφεις, ξαναγράφουν, ξανασβήνεις, κερδίζεις για λίγες μέρες, μετά ξανά μπροστά σου ο εθνικιστικός οχετός. Και φτου κι απ’ την αρχή. Εκεί τουλάχιστον μπορείς να κερδίσεις έδαφος. Στα γεμάτα με γαλανόλευκη υπερηφάνεια μπαλκόνια πώς να «παρέμβεις»;
Θα κατακλέψω το τραγούδι του Δεληβοριά και για το τέλος. Ανεβαίνω στην ταράτσα που καίει. Κοιτάζω το ακανόνιστο σχήμα της κάτοψης των γύρω πολυκατοικιών. Σκέφτομαι ότι η γειτονιά που μεγάλωσα υπάρχει όσο και ο δικός μου παλιός εαυτός. Ο Νέος Κόσμος ήταν πάντοτε μπλεγμένος ανάμεσα στα όρια της μεσοαστικής Νέας Σμύρνης αλλά σαφώς καθορισμένος σε σχέση με την μικροαστική Καλλιθέα. Υπαρξιακά μπερδεμένος εκ γενετής κι αυτός κι εγώ. Το διαταξικό κουβάρι των κατοίκων του είναι πιθανόν αυτό που τον κάνει και σήμερα ακόμη πιο άμορφο, πιο ασχημάτιστο. Κοινωνικά και αρχιτεκτονικά. Αυτό το ανακάτεμα τον διατηρεί σε μια διαρκή αναδιαμόρφωση. Κι έτσι παραμένει ένας πραγματικά νέος κόσμος.