«Παραδειγματικοί φόνοι», του Μαξ Αουμπ

Οι καθημερινές μας δολοφονίες!

| 07/09/2022

Δεν γεννιόμαστε δολοφόνοι και όμως… Δεν ακονίζουμε μαχαίρια και σπαθιά και όμως… Δεν ξέρουμε τη γεύση του αίματος και όμως… Γεννιόμαστε για να καταναλώνουμε τον φόνο! Γεννιόμαστε και γοητευόμαστε από τη φήμη του θανάτου, του εκτελεστή, ακόμη και του πτώματος. Το έγκλημα γίνεται εμμονή και αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας μας. Κι αν έχετε αντιρρήσεις δείτε την εικόνα, τις εικόνες, ακούστε τα λόγια, διαβάστε τα και μετά συνεχίστε τη ζωή σας. Ναι, δεν γεννιόμαστε δολοφόνοι και όμως… Το ερώτημα -βασανιστικό και μάλλον αναπάντητο- που «σπάει» την ένοχη σιωπή είναι: μήπως θα θέλαμε; Αν πεις «ναι», τότε πρέπει να προετοιμαστείς για το χειρότερο και σίγουρα δεν είσαι έτοιμος γι’ αυτό. Αν πεις «όχι» είναι σαν να προβλέπεις το μέλλον και αυτό μόνο οι νεκροί το ξέρουν. Ο φόνος σε βρίσκει ακόμη και στο πεζοδρόμοι. Περπατάς και βλέπεις το άψυχο κορμί του ζώου, τα δολοφονικά σημάδια. Παρακολουθείς δελτία «ειδήσεων» και αποστρέφεις το βλέμμα. Κοιτάς τα πρωτοσέλιδα και το άψυχο κορμί καλύπτει κάθε λέξη. Κι αν αντιστέκεσαι στην πράξη, στο αποτέλεσμα δεν μπορείς να αντισταθείς. Η κατανάλωση του μοιραίου είναι η (σχεδόν) καθημερινή σου δολοφονία και είσαι θύμα και θύτης. Αν δεν μπορείς να ξεφύγεις μάθε τουλάχιστον το «γιατί», διάβασε το «Παραδειγματικοί φόνοι» (Εκδόσεις Αγρα) του Μαξ Αουμπ. Θα γελάσεις, θα καταλάβεις.

Όταν τελειώσεις την ανάγνωση του βιβλίου μείνε στο εξώφυλλο. Διάβασε στο «αυτί» του ότι η εικόνα του -έργο ανωνύμου- είναι Η Ιουδήθ κρατώντας το κεφάλι του Ολοφέρνη (παραλλαγή από έργο του Cristofano Allori). Παρατηρώντας το καλλιτέχνημα στέκεσαι στα πρόσωπα και ερμηνεύεις -προσπαθείς- τις εκφράσεις τους. Το κομμένο κεφάλι του άντρα είναι «δεμένο» με τη σκέψη μα, τι έκανα ο καημένος; Και η γυναίκα; Επιτέλους! Μου είχε σπάσει τα νεύρα με την πολυλογία του. Αυτές οι ερμηνείες, φαινομενικά αυθαίρετες και αστήρικτες, εξηγούν το μετά του φόνου. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και τα φανταστικά (;), δολοφονικά, αποσπάσματα του Αουμπ. Κι αν εμείς διαβάσαμε πρόχειρα το εξώφυλλο, ο συγγραφέας ήξερε πολύ καλά τι έγραψε. Ακόμη και η παραπλανητική εισαγωγή ενισχύει την ακρίβεια και την οξυδέρκεια του. Διαβάζουμε στην «Εισαγωγή του Γάλλου εκδότη» ότι «ο συγγραφέας μας αφήνει να πιστέψουμε ότι οι φόνοι τους οποίους πραγματεύεται το βιβλίο είναι καρπός πολύχρονων ερευνών του και συνομιλίων του με διάφορους (και πολυάριθμους) δολοφόνους…». Η προσποίηση του συγγραφέα πάει την παρατήρηση του εκεί που δεν τολμούμε να πάμε, στον χώρο του ζοφερού μέλλοντος, εκεί που μπορούμε ανά πάσα στιγμή να καταλήξουμε, ηθελημένα ή αθέλητα.

Ο Αουμπ μας δίνει μια ποικιλία φόνων, πράξεων που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν για ασήμαντη αφορμή. Μέσα από τις αφορμές όμως έρχεται η αιτία και το μεγαλείο του συγγραφέα. Το άμεσο, λιτό, συνοπτικό, κείμενο φωτίζει τα αδιάκριτα κοινωνικά, προσωπικά, πολιτικά, θρησκευτικά «γιατί». Το χιούμορ κυριαρχεί σε πνεύμα και ύφος και είναι αυτό που αναδεικνύει τη σοβαρότητα του θέματος. Υπάρχει ομορφιά που δεν πεθαίνει στο κείμενο του Αουμπ και κάποιες στιγμές σε αφήνει άναυδο. Διαβάζουμε στη σελίδα 56: … Αυτός ο αέρας: να τον δολοφονήσω. Να φυσήξω και να σβήσει. Τι ωραία που είναι το λες: να σκοτώσω ένα κερί! Μα πώς να το σκοτώσω αυτό το αεράκι; Πώς να σκοτώσω αυτό που με σκοτώνει; Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στον Αχιλλέα Κυριακίδη, ενώ η έκδοση συνοδεύεται από τρία κατατοπιστικά επίμετρα.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις