Πείτε μου πώς είν’ το Δέντρο
Μάρκος Άνα, Μετάφραση: Νάννα Παπανικολάου, Εκδόσεις Καστανιώτη
Πείτε μου πώς είν’ το Δέντρο, Μάρκος Άνα,
Μετάφραση: Νάννα Παπανικολάου, Εκδ. Καστανιώτη
Δεν είναι μια ιστορία ζωής που μας ξενίζει. Αντιθέτως, μας θυμίζει ό,τι συνέβη και στον τόπο μας. Ο ποιητής Μάρκος Άνα -αληθινό όνομα Φερνάντο Μακάρο Καστίγιο- έφηβος κομμουνιστής, συνελήφθη στο τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου, το 1939, καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο και έμεινε φυλακή 23 συναπτά έτη, καθώς τον άφησαν ελεύθερο το 1961. Το ψευδώνυμό του είναι καμωμένο από τα μικρά των γονιών του· ο πατέρας του χτυπήθηκε θανάσιμα σε γερμανικό βομβαρδισμό και η μάνα του δεν άντεξε την θανατική καταδίκη του γιού της. Πολιτικός κρατούμενος με τον περισσότερο χρόνο στις φρανκικές φυλακές, όταν απελευθερώθηκε πέρασε παράνομα στη Γαλλία και απετέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους πολέμιους της δικτατορίας.
Ο Μάρκος Άνα, άρχισε να γράφει στίχους κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, ποιήματα συναισθημάτων και καταστάσεων για τις συνθήκες των φυλακισμένων και για τα οράματά τους, τα οποία διοχετεύονταν -αφού τα αποστήθιζαν οι επισκέπτες- στο εξωτερικό και απαγγέλλονταν στις εκδηλώσεις αλληλεγγύης στους Ισπανούς πολιτικούς κρατούμενους.
Στο Πείτε μου πώς είν’ το Δέντρο -αρχή του πιο γνωστού ποιήματός του- ο Άνα αφηγείται με ενάργεια την ιστορία της ζωής του, τη μεγάλη δυσκολία να παραμείνεις άνθρωπος με πιστεύω στις απάνθρωπες συνθήκες των χουντικών φυλακών, με τα βασανιστήρια σε ημερήσια διάταξη, τις καθημερινές εκτελέσεις και τους παντός είδους εξευτελισμούς. Στο βιβλίο καταλαβαίνουμε τι σήμαιναν οι ασκήσεις σαδισμού, οι πιέσεις στην οικογένεια -το πιο ευαίσθητο σημείο των κρατουμένων- η αξιοπρέπεια του καθένα και πάνω από όλα η πίστη στην Ζωή, αφού το βασικό σύνθημα των Φρανκιστών ήταν «Ζήτω ο Θάνατος»…
Ανάμεσα στα ποιήματα και εκείνο που έγραψε και του έστειλε η Έλλη Παππά από την δική της φυλακή. Ο Μάρκος Άνα μιλάει για το σοκ της αποφυλάκισης, για τα χρώματα, τις μουσικές που ανακάλυψε ξαφνικά αλλά και για την τρυφερότητα που ένιωσε κάνοντας για πρώτη φορά έρωτα, στα 42 του, με μία πόρνη. Ο παλαίμαχος κομμουνιστής ανακαλεί στην κοφτερή του μνήμη συναντήσεις με τον Τσε, τον Φιντέλ και τον Ραούλ Κάστρο, με τον Πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε και τον Πάμπλο Νερούδα, την θρυλική Πασιονάρια του Ισπανικού Εμφυλίου και κρατά το μότο της –καλύτερα να πεθαίνεις όρθιος παρά να ζεις γονατιστός. Μιλά για πολλά ακόμη, καθώς και για την παγκόσμια καμπάνια να σωθεί ο καταδικασθείς σε θάνατο Χουλιάν Γκριμάου -στέλεχος του ΚΚΙ- στην οποία καμπάνια έπαιξε ρόλο κεντρικό χωρίς, όμως, αίσιο τέλος.
Επίσης, πολύ ενδιαφέρον έχει η περιοδεία που έκανε στις χώρες της Λατινικής Αμερικής στα πλαίσια της αλληλεγγύης με τους πολιτικούς κρατούμενους τις δικτατορίας όπως και η άρνηση μίσους ή εκδίκησης για τους βασανιστές και πολιτικούς εχθρούς του, τονίζοντας πως άλλο η αμνηστία άλλο η αμνησία. Μιλά, επίσης για τα πολλά λάθη που έγιναν- αλλά τα κάναμε αγωνιζόμενοι, διότι αγωνιστήκαμε πολύ και δεν κάτσαμε ούτε μέρα στην πόρτα του μαγαζιού μας για να δούμε να περνά το κουφάρι του εχθρού μας.
Δεν πρόκειται για λογοτεχνία ούτε για δοκίμιο ανάλυσης. Για αφήγηση πρόκειται, απλή και ενίοτε γλαφυρή για τον αγώνα εναντίον της Φρανκικής δικτατορίας. Είναι αυτό που γράφει ο φίλος του, Πορτογάλος συγγραφέας, Ζοζέ Σαραμάγκου στον πρόλογο του βιβλίου, πως μπορούμε να τους πούμε πώς είναι ένα δέντρο ή η δικαιοσύνη, όχι όμως και η αξιοπρέπεια, τη γνωρίζουν πολύ καλά, μαζί της κοιμούνται και μαζί της ξυπνούν».
Ακολουθεί απόσπασμα από τον πρόλογο του Ζοζέ Σαραμάγκου
«Πείτε μου πώς είναι το δέντρο, πείτε μου πώς είναι η δικαιοσύνη, μη μου λέτε πώς είναι η αξιοπρέπεια». Πείτε τους πώς είναι το δέντρο, διότι η φυλακή, σαν αχόρταγος βρικόλακας, ρουφάει σιγά-σιγά τις αναμνήσεις απ’ τον έξω κόσμο. Πείτε τους πώς είναι η δικαιοσύνη, διότι εκεί όπου βρίσκονται, ανάμεσα σε τέσσερεις βρωμερούς τοίχους ή απέναντι απ’ το εκτελεστικό απόσπασμα, έχει γίνει ποταπή γελοιογραφία, μια πομπώδης απομίμηση, το ίδιο το προσωπείο του εξευτελισμού. Μην τους λέτε όμως τι είναι αξιοπρέπεια, διότι την γνωρίζουν πολύ καλά, μαζί της κοιμούνται και μαζί της ξυπνούν, έχουν φάει στο τραπέζι της ή της έχουν προσφέρει την πείνα τους και, ανάμεσα στο ένα και στο άλλο, αντιμέτωποι με δεσμοφύλακες και δήμιους, σφίγγοντας τα χείλια και τα δόντια την ώρα των ακραίων βασανιστηρίων, τούτοι οι άνθρωποι επαναπροσδιόρισαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στα μέρη όπου, σύμφωνα με τον κήρυκα των εγκληματιών, θα έπρεπε εντέλει να την χάσουν. Αυτό το βιβλίο του Μάρκος Άνα μας διηγείται πώς συνέβη. Παρουσιάζεται ως αναμνήσεις μιας ζωής, αλλά είναι πολύ περισσότερο από κάτι τέτοιο, όχι μόνον επειδή ο συγγραφέας απορρίπτει όλους και έναν-έναν τους πειρασμούς να κοιταχτεί ικανοποιημένος στον καθρέφτη, αλλά, κυρίως, επειδή τον σπάει, ώστε, στα πάμπολλα κομμάτια του, να καθρεφτιστούν τα πρόσωπα των συντρόφων του στη δυστυχία. Το εγώ, εδώ, είναι πάντα εμείς.
Τούτο το βιβλίο είναι ένα μάθημα ανθρωπιάς.