Περί θανατικής ποινής -και άλλων δαιμονίων
Ο τρόπος αντιμετώπισης της απεργίας πείνας του Δ.Κουφοντίνα αλλά και οι αντιδράσεις απέναντι στις υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, με κύρια την υπόθεση Δ. Λιγνάδη, έφεραν στο προσκήνιο και πάλι τη θανατική ποινή ή έστω ποινές εκδικητικές (χαιρέκακα σχόλια για το ότι ο Δ.Λ. θα τιμωρηθεί με «τον γνωστό τρόπο» από συγκρατούμενούς του).
Θα αναφερθώ σε δύο μόνο πλευρές ως προς τη θανατική ποινή, αλλά και τις εκδικητικές «ποινές» είτε επίσημες είτε αυτοδικίας.
Τον Θάνατο τον δίνει καταρχάς η Φύση. Με τα γηρατειά ή με την αρρώστια που δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει η ιατρική ή δεν αντέχει ο οργανισμός. Επίσης, κάποιες φορές η Τύχη. Και, τέλος, για όσους πιστεύουν, ο Θεός τους.
Όταν κάποιοι μιλάνε για θανατική καταδίκη ή οδηγούν έναν ήδη καταδικασμένο εκεί, όποιοι εύχονται «τιμωρία» πέραν από αυτή που θα αποφασίσει η Δικαιοσύνη, αντιλαμβάνονται τι κάνουν; Βάζουν τον εαυτό τους, και θέλουν να μπει και η κοινωνία, στη θέση της Φύσης, της Τύχης και του Θεού.
Εάν δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι Ύβρις, τότε η κατάσταση είναι πέρα και από τα όρια της ρωμαϊκής αρένας και της βεντέτας. Η σήψη του πολιτισμού τους απύθμενη.
Τα να συζητάνε κάποιοι για θανατική ποινή ή εξωδικαστική τιμωρία, είναι όμως και κάτι άλλο εκτός από Ύβρη.
Είναι μια έμμεση παραδοχή ότι
Α. ο καταδικασμένος δεν διαθέτει ούτε καν το στοιχειώδες «ενοχικό ψυχικό μηχανισμό», δηλαδή τη φυσιολογική και απαραίτητη ενοχικότητα που μας συγκρατεί από το «κακό» αλλά και η οποία, εάν πράξουμε το Κακό, μας οδηγεί στη μεταμέλεια. Δηλαδή, με δύο λόγια, όλοι αυτοί οι θανατολάγνοι, θεωρούν ότι ο καταδικασμένος δεν ανήκει στο ανθρώπινο είδος. Είναι είτε κάποιο ζώο είτε κάποια μηχανή. Ας ξανασκεφτούν όμως, μήπως αυτό είναι ένας πυρήνας της ρατσιστικής λογικής… Ας σκεφτούν επίσης και το ότι κάποια στιγμή αυτή η λογική μπορεί να στραφεί και ενάντια στους ίδιους.
Β. είναι ομολογία ότι η κοινωνία δεν έχει τα μέσα και τους τρόπους ούτως ώστε να διαπαιδαγωγήσει τον καταδικασμένο και να συμβάλει στο να οδηγηθεί, πιθανόν, στη μεταμέλεια.
Γ. είναι ομολογία ότι η κοινωνία δεν υπάρχει στην ουσία ως κοινωνία αφού, στην περίπτωση των αμετανόητων εγκληματιών, δεν μπορεί να συν-χωρέσει* με τον αμετανόητο. Εδώ η κοινή λογική μπορεί να φέρει πολλά παραδείγματα συν-χώρεσης που οι θανατολάγνοι κάνουν ότι δεν τα βλέπουν (πχ τους πραξικοπηματίες του 1967, τους κοινούς εγκληματίες που αποφυλακίζονται).
Αλλά μάλλον το θέμα που έχει τεθεί πλέον είναι το ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας επιλέγει, πολύ συνειδητά, τον Θάνατο και το Κακό, και ένα άλλο ακολουθεί, ασυνείδητα μεν, αλλά αυτό δεν το απαλλάσσει από την ευθύνη του ως συνεργού. Το 6% της Χρυσής Αυγής δεν ήρθε από τον ουρανό. Η εθελοτυφλία πολλών πιστών απέναντι στην απαράδεκτη στάση της Εκκλησίας εν μέσω πανδημίας, επίσης.
Κάποιοι ακολουθούν από συμφέρον, ταξικό ή/και πολιτικό. Κάποιοι άλλοι από συμφέρον «πολιτισμικό» ή ψυχοσυναισθηματικό. Δηλαδή, ενώ τα συμφέροντά τους μπορεί να είναι ενάντια στο σύστημα, αυτοί είτε παραμένουν δέσμιοι σε ιστορίες του παρελθόντος (παππούδες ή γονείς δωσίλογοι, ταγματασφαλίτες ή και απλοί ασφαλίτες, βασανιστές) είτε η ικανοποίηση του σαδισμού και των διάφορων προσωπικών και κοινωνικών συναισθηματικών συμπλεγμάτων προέχει ενάντια στο συν-υπάρχειν και την Κοινωνία. Κάποιοι, τέλος, γιατί επιλέγουν να γίνουν μάζα, πολτός.
* Η συν-χώρεση αναφέρεται όχι με την τρέχουσα χριστιανική έννοια, η οποία μάλιστα έχει και έντονο ναρκισσιστικό φορτίο, διότι ο συγχωρών βάζει τον εαυτό του στη θέση του Θεού. Αναφέρομαι στο συν-χωρώ ως την ικανότητα ενός ανθρώπου ή ενός συνόλου να χωράει μαζί και το Καλό και το Κακό, να μπορεί να διαχειρίζεται τις μεταξύ τους σχέσεις χωρίς να χρειάζεται να φτάσει στον εξορισμό του ενός. Η θανατική ποινή είναι ο εξορισμός του Καλού. Αντίστοιχα, η μη αναγνώριση του Κακού μέσα μας και, επόμενα, η ανεύρεση τρόπων οριοθέτησης, μετουσίωσης, καλοήθους χρήσης αλλά και καταστολής του, εξορίζει το Κακό στο εξαποδώ, το οποίο Κακό θα επιστρέψει είτε με τη μορφή της Βίας που έχει η υπερβολική, γλυκερή καλοσυνάδας που πνίγει τα πάντα είτε, κάποια στιγμή, ως ατόφιο Κακό, μπροστά στο οποίο οι «καλοσυνάτοι» εάν δεν γίνουν συνεργοί του θα βρεθούν απροετοίμαστοι.