Περιβαλλοντική υποβάθμιση στην αρχαιότητα και το Μεσαίωνα
Τίποτα πιο καταστροφικό από την καπιταλιστική ανάπτυξη (Α' μέρος)
Η οικολογική κρίση των τελευταίων δεκαετιών συνδέεται με την οικονομική οργάνωση και δραστηριότητα των νεώτερων κοινωνιών. Η κλιματική αλλαγή, η καταστροφή οικοσυστημάτων όπως τα τροπικά δάση, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων σε σημείο εξάντλησης, είναι περιπτώσεις που οι (κοινωνικές) επιπτώσεις τους εκδηλώνονται με «φυσικό» τρόπο. Πολλές φορές ακούμε για τη «μανία» ή την «εκδικητικότητα της φύσης», που όμως ευθύνεται κατ’ ελάχιστο δεδομένου ότι, ο ανελέητος ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων έχει οδηγήσει όχι μόνο στη στυγνή εκμετάλλευση της εργασίας, αλλά και στην οικειοποίηση, σε τρομακτικό βαθμό, της φύσης, ώστε οι δυνάμεις της να χρησιμοποιηθούν στον «ιερό σκοπό» της αέναης συσσώρευσης αξίας και πλούτου. Τα αίτια των οικολογικών καταστροφών όπως το τσουνάμι στη νοτιοανατολική Ασία το 2004, η καταστροφή στη Φλόριδα από τον Τυφώνα Κατρίνα το 2005, η έκρηξη το 2011 στο πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, αλλά και οι πρόσφατες πλημμύρες που κατάπιαν τη δυτική αττική εντοπίζονται στην οικονομία.
Με άλλα λόγια η βάση των αιτιών της σύγχρονης περιβαλλοντικής κρίσης είναι κοινωνική. Το κεφάλαιο, σε σχέση με άλλες κυρίαρχες τάξεις ιστορικών περιόδων όπως η αρχαιότητα ή η φεουδαρχία, έχει ριζοσπαστικοποιήσει τη σχέση της οικονομίας με τη φύση, με συνακόλουθο αποτέλεσμα την άνευ προηγουμένου καταστροφή της φύσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προγενέστεροι πολιτισμοί δεν προκάλεσαν αλλαγές στο περιβάλλον. Ακόμα και οι πρωτόγονοι άνθρωποι προσπάθησαν να χειραγωγήσουν και να ελέγξουν τη φύση προς όφελός τους, προκαλώντας ολέθρια αποτελέσματα κυρίως για τους ίδιους. Αυτό επιχειρείται να αναδειχθεί και στη συνέχεια με την αναδρομή που θα γίνει σε παρελθόντες πολιτισμούς, κάνοντας μία καταγραφή των περιβαλλοντικών πιέσεων που άσκησαν στη φύση. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι καταστροφές που προκλήθηκαν δεν μπορούν να συγκριθούν με ότι συμβαίνει σήμερα. Η ομοιότητα που ίσως να υπάρχει είναι ότι η αλόγιστη παρέμβαση στη φύση κάποια στιγμή στρέφεται εναντίον του ανθρώπου και της κοινωνίας του. Εν τούτοις, αυτό δεν φαίνεται να παραδειγματίζει, καθώς η τάση του καπιταλισμού να εκμεταλλεύεται τη φύση και την εργασία συνεχίζεται.
Προϊστορική Περίοδος και η Αγροτική Επανάσταση
Στην προ-ιστορική περίοδο οι κοινότητες των τροφοσυλλεκτών ακολουθούσαν ένα «φυσικό καταμερισμό» των εργασιών τους, καθώς η εξάρτηση από τη φύση ήταν πολύ μεγαλύτερη από σήμερα. Η επιβίωση και η υγεία τους εξαρτιόνταν από το τοπικό οικοσύστημα στο οποίο επέλεγαν να ζήσουν (προσωρινά ή πιο μόνιμα), φροντίζοντας να γνωρίζουν ότι τριγύρω υπήρχε διαθέσιμο νερό και τροφή (ένα ποτάμι, λίμνη κλπ). Με την πάροδο χιλιάδων χρόνων, η νομαδική περιπλάνηση έδωσε τη θέση της στην πιο σταθερή εγκατάσταση, εντούτοις το συστηματικό κυνήγι και η εξημέρωση διαφόρων ζώων άλλαξε τη ζωολογική εικόνα. Υπήρξαν περιπτώσεις που οι άνθρωποι έβαζαν φωτιές σε δάση προκειμένου να «ξετρυπώσουν» τα θηράματά τους μετατρέποντας μεγάλες εκτάσεις σε λιβάδια, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για καλλιέργεια ή για βοσκοτόπια. Μέχρι περίπου το 13.000 π. Χ., για παράδειγμα, στην περιοχή της Μεσογείου, το συστηματικό κυνήγι, αλλά κυρίως οι κλιματικές αλλαγές (εποχή των παγετώνων), συνετέλεσαν στην εξαφάνιση θηλαστικών όπως το μαμούθ, οι δεινόσαυροι και πολλά σαρκοβόρα (Hughes 1995: 27). Ωστόσο, η ανθρώπινη τροποποίηση του οικοσυστήματος μπορούσε εύκολα να αποκατασταθεί από τις φυσικές διαδικασίες λόγω του μικρού πληθυσμού και των συχνών μεταναστεύσεων (Hughes 1995: 28).
Η σταθερή εγκατάσταση και η εξημέρωση ορισμένων ζώων (ο σκύλος, η κατσίκα και το πρόβατο) και φυτών (σιτάρι) ήταν ο προάγγελος μιας σειράς διεργασιών που μετέβαλαν τη σχέση ανθρώπου- φύσης. Η διαδικασία αυτή ονομάστηκε αγροτική επανάσταση, με κυριότερα χαρακτηριστικά τη μόνιμη εγκατάσταση των, μέχρι πρότινος, περιφερόμενων τροφοσυλλεκτών, την καλλιέργεια της γης και την εισαγωγή της ποιμενικής ζωής. Τα πρώτα δείγματα της νέας αγροτικής ζωής εμφανίστηκαν στην κοιλάδα του Νείλου (12.500 π. Χ.), τον Ινδό ποταμό και την περιοχή της Παλαιστίνης όπου οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν πέτρινα δρεπάνια για να μαζέψουν άγρια δημητριακά. Ήδη, από το 7.000- 5.000 π. Χ., στην περιοχή της Μεσοποταμίας καλλιεργούνταν σιτάρι, κριθάρι και όσπρια (Hughes 1995: 28-29). Ταυτόχρονα άλλαξε ο τρόπος που οι άνθρωποι κατανοούσαν τη φύση καθώς και οι αξίες και η αντίληψη τους. Πλέον οι τελετές του κυνηγιού έδωσαν τη θέση τους στις γιορτές της καλλιέργειας και της συγκομιδής, εμφανίστηκαν τα πρώτα χωριά και εισήχθησαν νέες τεχνικές στην αποθήκευση των αγαθών (κεραμική) και στην αγροτική παραγωγή όπως ήταν η διαλογή σπόρων που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν την επόμενη χρονιά (Hughes 1995: 29).
Λίγο αργότερα, κατά την Εποχή του Χαλκού (3.300-2.100 π. Χ.), δημιουργήθηκαν οι πρώτες πόλεις στην Ανατολική Μεσόγειο (π.χ. Ιορδανία), τη Μεσοποταμία και την κοιλάδα του Ινδού ποταμού. Η δημιουργία των πόλεων συνοδεύτηκε με τη μεγάλης κλίμακας άρδευση και αποστράγγιση των νερών και με την εκτεταμένη χρήση εργαλείων όπως το άροτρο, ο ανεμόμυλος και ο τροχός. Το αρδευτικό σύστημα των μεσοποτάμιων πολιτισμών ήταν εξαιρετικά πολύπλοκο, έστω κι αν οι περιοδικές πλημμύρες των ποταμών καθιστούσαν άχρηστες τις νέες τεχνολογικές καινοτομίες. Αποτελούνταν από δεξαμενές, τάφρους, κανάλια, φράγματα και απαιτούσε σημαντικές τεχνικές δεξιότητες και χειρωνακτική εργασία για τη δημιουργία και τη συντήρησή του. Όλα αυτά δείχνουν ότι υπήρχε προγραμματισμός και ίσως ένας υποτυπώδης «διοικητικός» μηχανισμός (Hughes 1995: 32-34). Παράλληλα, εμφανίστηκαν πιο εξελιγμένες τεχνικές επεξεργασίας μετάλλων όπως ο χαλκός και αναπτύχθηκε το εμπόριο καθώς τα αγαθά διακινούνταν μέσω των ποταμών. Η συστηματικότερη εκμετάλλευση των φυσικών δυνάμεων και η μετάβαση σε μια πιο εξελιγμένη οικονομία υποβοηθήθηκε και από τον καταμερισμό και εξειδίκευση των αναγκαίων εργασιών (σπορά, καλλιέργεια, συγκομιδή, αποθήκευση, επεξεργασία μετάλλων κλπ).
Οι «νέες» κοινωνικές σχέσεις μετέβαλαν την αντίληψη που υπήρχε για τη φύση, οριοθετώντας, κατά κάποιο τρόπο, τον άνθρωπο από το ευρύτερο οικοσύστημα. Σε αντίθεση με τους τροφοσυλλέκτες, τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους της λίθινης εποχής, όπου η «ενότητα φύσης και ανθρώπου» θεωρούνταν δεδομένη, οι άνθρωποι των πόλεων της εποχής του χαλκού άλλαξαν τις προσλαμβάνουσες που είχαν για τη φύση. Σε αυτό συνετέλεσε η ανάπτυξη των επιστημών της αστρονομίας και των μαθηματικών, η δημιουργία εξαιρετικών πολεοδομικών έργων (Ζιγκουράτ) ενώ παρουσιάστηκαν τα πρώτα δείγματα γραπτού λόγου και δικαστικού συστήματος. Πλέον η φύση στους μεσοποτάμιους κοινωνικούς σχηματισμούς αναπαρίσταται ως ένα θηλυκό τέρας του χάους που υπερνικείται από κάποιον ήρωα- θεό. Θέλοντας ίσως να αποτυπώσουν τη διαφοροποίηση της «κοινωνίας των πόλεων» και της φύσης, πίστευαν ότι μόνο οι κατακτήσεις των θεών μπορούσαν να αντικαταστήσουν το φυσικό χάος με την τάξη (Hughes 1995: 32-34)[i].
Όμως η εντατική χρήση της γης συνοδεύτηκε από ορισμένες οικολογικές διαταραχές. Οι μεσοποτάμιοι έρχονταν αντιμέτωποι με τις συχνές πλημμύρες των ποταμών που δυσχέραιναν την παραγωγή και τη σίτιση, καθώς η παραγωγική δραστηριότητα προσέκρουε στην αδυναμία τους να υπερβούν τους δεδομένους φυσικούς φραγμούς. Οι εξελιγμένες, για την εποχή, τεχνικές άρδευσης και η εκτεταμένη χρήση του νερού εφαρμόστηκαν σε περιοχές με ξηρό και άνυδρο κλίμα και, συσσωρεύοντας στο έδαφος μεγάλες ποσότητες αλατιού (αλάτωση[ii]) καθιστούσαν άχρηστη την καλλιέργειά του (Hughes 1995: 34). Τα άλατα επανεισάγονταν στα ποτάμια δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο που κατέστρεφε τις σοδιές και εμπόδιζε την παραγωγή. Η αδυναμία των δικτύων ύδρευσης και της διαθέσιμης τεχνολογίας και η αναπόφευκτη διάβρωση του εδάφους ήταν κάποιες από τις αιτίες της παρακμής των κοινωνικών σχηματισμών της Μεσοποταμίας (Hughes 1995: 34-35).
Λίγο διαφορετική ήταν η κατάσταση στην αρχαία Αίγυπτο, καθώς υπήρχαν στη γεωργία «βιώσιμες πρακτικές» που οι αιγύπτιοι ήταν αναγκασμένοι να ακολουθήσουν εξαιτίας των ειδικών και κλιματικών συνθηκών όπως η ετήσια πλημμύρα του Νείλου που εμπλούτιζε το έδαφος με θρεπτικά συστατικά όπως ο φώσφορος (Hughes 1995: 36-37)[iii]. Όμως όπως και στη Μεσοποταμία, οι απρόβλεπτες πλημμύρες υπέσκαπταν την παραγωγική δραστηριότητα και την ομαλή κάλυψη των διατροφικών αναγκών ενός αυξανόμενου πληθυσμού που δεν μπορούσε να συντηρηθεί. Έστω κι αν η αλάτωση λάμβανε χώρα σε μικρότερη κλίμακα από ότι στη Μεσοποταμία σποραδικά δημιουργούσε προβλήματα στη γεωργία. Συν τοις άλλοις, οι Αιγύπτιοι αποψίλωναν μαζικά τα δάση γύρω από το Νείλο προκειμένου η ξυλεία να χρησιμεύσει στην κατασκευή πλοίων και να δημιουργηθούν νέες εκτάσεις καλλιεργούμενης γης (Hughes 1995: 40-43).
Αρχαία Ελλάδα- Ρώμη
Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι οικειοποιήθηκαν και μετέβαλλαν το οικοσύστημα της Μεσογείου. Οι δουλοκτητικές κοινωνίες των ελληνικών πόλεων- κρατών και της Ρώμης βασίζονταν κατά αποκλειστικότητα στην εργασία των σκλάβων ώστε ελάχιστες τεχνολογικές καινοτομίες εφαρμόστηκαν στην παραγωγή. Παρόλα αυτά η παραγωγική τους δραστηριότητα προκάλεσε εκτεταμένες αλλοιώσεις στη φύση. Παραδείγματα περιβαλλοντικής καταστροφής συναντάμε κατά την εξόρυξη μετάλλων και τη λατομία. Τα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου[iv] είχαν τούνελ συνολικού μήκους 139 χιλ., τα ρωμαϊκά ορυχεία στην Ισπανία 250 μέτρα βάθος, ενώ στα ορυχεία της Νέας Καρχηδόνας στην Ισπανία το 179 π. Χ. εργάζονταν 40.000 δούλοι (Hughes 1995: 118)[v]. Μόνο το ρωμαϊκό νομισματοκοπείο, κατά τον 1ο αιώνα π. Χ., κατανάλωνε 50 τόνους αργύρου/ έτος, ενώ η παραγωγή ενός τόνου αργύρου απαιτούσε τη μετακίνηση 100.000 τόνων πέτρας από τα ορυχεία (Hughes 1995: 125). Η εξόρυξη και η λατόμηση αλλοίωναν την επιφάνειας της γης[vi] και προκαλούσαν διάβρωση του εδάφους και αλλαγές στην κατεύθυνση των ποταμών που, συνακόλουθα, έπλητταν τη γεωργία. Τα νερά μολύνονταν από επικίνδυνα στοιχεία όπως το αρσενικό, ο υδράργυρος και ο μόλυβδος και η μόλυνση του αέρα από τις αναθυμιάσεις προκαλούσε δηλητηριάσεις και θανάτους για όσους εργάζονταν στα ορυχεία. Κατά τους τέσσερις αιώνες της ρωμαϊκής παρουσίας στην ιβηρική χερσόνησο, η εξόρυξη και επεξεργασία μετάλλων απαίτησε την κατανάλωση πεντακοσίων εκατομμυρίων δέντρων για να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμο στους κλιβάνους (Oelschlaeger 1991: 384). Η ρύπανση που προκλήθηκε έφτασε μέχρι τον Αρκτικό κύκλο, καθώς οι μετρήσεις που έγιναν στους παγετώνες της Γροιλανδίας έδειξαν σημαντική αύξηση του μολύβδου το 2ο αιώνα π. Χ., καθώς οι Ρωμαίοι εφάρμοσαν ορισμένες νέες μεθόδους εκκαμίνευσης (Hughes 1995: 127).
Η άλλη σημαντική καταστροφή στη φύση ήταν η αποψίλωση των δασών. Παρόλο που σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων τα δάση θεωρούνταν ιερά, κατά κύριο λόγο αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης[vii]. Ο Θεόφραστος αναφέρεται στην εξαφάνιση των δασών στην Κυρήνη και ο Στράβωνας παραπονιέται για την καταστροφή του δάσους στην Πίσα για να φτιαχτούν κτίρια στη Ρώμη αντάξια της «περσικής μεγαλοπρέπειας»[viii]. Η συστηματική εκμετάλλευση των δασών ενθαρρύνονταν από τους ρωμαίους αυτοκράτορες, οι οποίοι χορηγούσαν φορολογικά προνόμια και επέτρεπαν την ιδιωτική εκμετάλλευσή τους. Τα δάση αποψιλώνονταν για γεωργικούς και εμπορικούς σκοπούς καθώς το ξύλο ήταν απαραίτητο στην κεραμική, τη μεταλλουργία και τη ναυπηγική[ix]. Η χρήση του ξύλου ήταν απαραίτητη και στη «βιομηχανία»: Μια μεγάλη μονάδα παραγωγής ασβέστη, για μια μόνο καύση, χρειάζονταν 1000 φορτία ζώων με ξύλα κέδρου, ενώ στην Κύπρο χρειάζονταν 30-35 τόνοι ξύλου για την παραγωγή μόνο 25 κιλών χαλκού (Μανώλας κ.ά. 2010:98). Επόμενο ήταν η αποψίλωση των δασών να αυξήσει τις καταστροφές από τις πλημμύρες και τη διάβρωση του εδάφους, δημιουργήθηκαν προβλήματα στην παροχή του νερού και εμφανίστηκαν ακόμα και τοπικά φαινόμενα κλιματικής αλλαγής[x]. Παράλληλα, υπήρξαν και οικονομικές επιπτώσεις, γιατί η εξάντληση της ξυλείας άλλαξε τον τρόπο κατασκευής διαφόρων κτισμάτων, αντικαθιστώντας το ξύλο με την πέτρα και το μάρμαρο. Η εξαφάνιση των δασών κατέστησε τη ξυλεία δυσεύρετη και αύξησε την τιμή της, αφού εισάγονταν από μακρινές περιοχές (Hughes 1995: 85).
Η εντατική γεωργία της Ρώμης, παρόλο που χρησιμοποιούνταν λιπάσματα και τεχνικές αναγέννησης της γης, προκάλεσε φαινόμενα ερημοποίησης που μείωναν τη συνολική αγροτική παραγωγή[xi]. Η εξάντληση από τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους αντιμετωπίζονταν με την κατασκευή αρδευτικών έργων (πεζούλες, χαντάκια και τάφροι) με περιορισμένα αποτελέσματα. Όταν η γονιμότητα των εδαφών εξαντλούνταν, οι αγρότες αποψίλωναν τα δάση, καλλιεργούσαν τα νέα εδάφη και όταν η απόδοσή τους περιορίζονταν επαναλάμβαναν την ίδια διαδικασία. Υπήρξαν και περιπτώσεις εγκατάλειψης της γης δίνοντας έτσι την ευκαιρία να αναπτυχθεί η κτηνοτροφία ή να αναγεννηθεί το δάσος. Αργότερα, η δημιουργία μεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών όπως τα λατιφούντια, που κατά βάσει ήταν μονοκαλλιέργειες, σε συνδυασμό με την υπερβόσκηση, προκάλεσαν μεγάλη μείωση της αγροτικής παραγωγής (3ος αιώνας μ. Χ.).
Κάποια στιγμή οι κοινωνικές διεργασίες που συντελέστηκαν υπέσκαψαν το αρχαίο κοινωνικό οικοδόμημα με κορυφαίο παράδειγμα την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι λόγοι της κατάρρευσής της – η ανατολική θα ακολουθήσει άλλη ιστορική πορεία-, δεν ήταν περιβαλλοντικοί αλλά οικονομικοί και κοινωνικοί. Η περίοδος της ύστερης αρχαιότητας διαπερνάται από μεταναστεύσεις λαών, συγκρούσεις και πολιτικές ανακατατάξεις, αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή, πολιτισμικές μεταβολές όπως η εγκαθίδρυση του χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, αποτελώντας το υπόστρωμα της μετάβασης από την αρχαιότητα στη φεουδαρχία. Η αγροτική οικονομία, η οποία βασιζόταν στην εργασία των δούλων έφτασε στα όριά της, αφού ήταν αδύνατον να ξεπεραστούν τα κοινωνικά εμπόδια που πιθανόν να οδηγούσε στην ενσωμάτωση των τεχνικών καινοτομιών στην παραγωγή.
Η έλλειψη ικανού αριθμού δούλων σταδιακά μείωνε τη συνολική παραγωγή και δημιουργούσε συνθήκες έντασης που κορυφώθηκαν τον 3ο αιώνα, που παρατηρείται μία πρωτοφανής άνοδος του πληθωρισμού (Anderson 2001: 96). Η οικονομία κατέρρευσε όπως και ο διοικητικός μηχανισμός που χρησίμευε στη συγκέντρωση των εσόδων. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τα ανατολικά με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, προκάλεσε τη στρατιωτική και διοικητική αποδυνάμωση, καθιστώντας τη δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ευάλωτη σε επιδρομές. Το τέλος θα δοθεί μεταξύ 4ου και 5ου αιώνα όπου η επάνοδος της συγκλητικής γαιοκτημονικής αριστοκρατίας στο θρόνο υπέσκαψε τον αμυντικό μηχανισμό που είχε στηθεί από τους προγενέστερους στρατιωτικούς αυτοκράτορες και συνοδεύτηκε από μαζικές εξεγέρσεις στη Γαλατία και την Ισπανία, έτσι ώστε: «Η κοινωνική πόλωση της Δύσης κατέληξε σ’ ένα σκοτεινό διπλό τέλος, όπου η αυτοκρατορία σπαρασσόταν τόσο στην κορυφή όσο και στη βάση της από εσωτερικές δυνάμεις, προτού εξωτερικές δυνάμεις δώσουν τη χαριστική βολή» (Anderson 2001: 119).
Πρώιμος Μεσαίωνας
Έπειτα από μερικούς αιώνες στην Ευρώπη επιστρέφει μια στοιχειώδης παραγωγική δραστηριότητα και μαζί με αυτή κάποια δείγματα περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Οι ανάγκες σε φυσικούς πόρους και γη αυξάνονται και ξεκινούν οι εκχερσώσεις δασών. Μάλιστα, η υποχώρηση της δουλείας στη Δυτική Ευρώπη διευκόλυνε τη μεταμόρφωση του τοπίου σε μεγαλύτερο βαθμό και με λιγότερο σχετικά κόπο (Μποτετζάγιας 2010: 82-83). Η πληθυσμιακή αύξηση και η ανάγκη εξεύρεσης καλλιεργήσιμης γης αποψίλωσε τα δάση και μείωσε τον πληθυσμό αρκετών ειδών πανίδας. Η εκχέρσωση των δασών[xii] και η αντικατάστασή τους με καλλιεργήσιμες εκτάσεις, η αροτραία γεωργία και η χρήση υδρόμυλων στα σιτηρά, προκάλεσαν περαιτέρω αλλαγές στις υδρολογικές συνθήκες.
Συχνά, οι κακές συνθήκες διαβίωσης και η παντελής έλλειψη υγιεινής στις πόλεις ευθύνονταν για τη διάχυση μολυσματικών παραγόντων στο νερό. Δεδομένης της συνήθειας τα αποχωρητήρια και τα δίκτυα αποχέτευσης να κατασκευάζονται δίπλα ή πάνω από κανάλια είναι ενδεικτικό το περιστατικό που συνέβη το 1184 στο Μάιντς της Γερμανίας: το πάτωμα της αίθουσας του παλατιού του Αρχιεπίσκοπου κατέρρευσε, ρίχνοντας τα μέλη του αυτοκρατορικού δικαστηρίου στους υπονόμους που ήταν φτιαγμένοι δίπλα από τον τοπικό ποταμό (Hoffmann 1996: 642). Συν τοις άλλοις, εντατικοποιήθηκε η αλιεία και υποβαθμίστηκαν τα υδάτινα αποθέματα καθώς η εκκλησία απαγόρευε για τουλάχιστον 150 μέρες το χρόνο την κατανάλωση κρέατος, αυγών και γαλακτοκομικών προϊόντων (Hoffmann 1996: 638-640 και 646-650)[xiii]. Επιπλέον, ξεκίνησε η «συστηματική εκστρατεία εξόντωσης των μεγάλων αρπακτικών της Ευρώπης: [όπου από] τον 9ο αιώνα ο Καρλομάγνος ιδρύει το σώμα των Luparri στη Γαλλία, [οι οποίοι] ήταν επιφορτισμένοι με την εξολόθρευση των λύκων» (Μποτετζάγιας 2010: 83), ενώ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και μέχρι το 18ο αιώνα είναι καταγεγραμμένα περιστατικά όπου διάφορα ζώα «σύρονται ενώπιον των δικαστηρίων»[xiv]. Οι δικές αυτές γίνονταν στη βάση ενός στερεότυπου που συνέδεε τη συμπεριφορά των ζώων με κάποια θεόσταλτη τιμωρία καθώς τα κατηγορούμενα ζώα ενεργούσαν σαν όργανα του διαβόλου, αντίθετα με τη φυσική ιεραρχία (Μποτετζάγιας 2010: 85-86).
Η πλέον καθοριστική παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση ήταν ο αποικισμός και η εκχέρσωση των δασών της κεντρικής και βόρειο- ανατολικής Ευρώπης. Πρωτοπόροι της διαδικασίας ήταν τα μοναστικά τάγματα, αλλά και άλλοι θρησκευτικοί και κοσμικοί άρχοντες (Tuma 2000:126-131). Τα μέλη των ταγμάτων είχαν διαπαιδαγωγηθεί με ιδεολογήματα βαθιάς πίστης στην ικανότητα του ανθρώπου να αλλάξει το φυσικό τοπίο. Διαμορφώνοντας το φυσικό περιβάλλον με τρόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση χριστιανικών οικισμών, επιδίωκαν τον ασκητισμό και εκθείαζαν τις αρετές της σωματικής εργασίας θεωρώντας ότι η εκχέρσωση των δασών ήταν επιθυμία του Θεού (Williams 2000:38). Στην Ιταλία, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες η εκχέρσωση των δασών ήταν έργο των Βενεδικτίνων και των Κιστερκιανών, ενώ οι εκχερσώσεις σε Βαυαρία, Ελβετία και Νορμανδία ήταν έργο των μοναστικών ταγμάτων μαζί με ανώτατους ιεράρχες και κοσμικούς ηγέτες (Tuma 2000:126-127). Η πλέον συγκροτημένη επέκταση ήταν προς τα ανατολικά, όπου ο γερμανικός αποικισμός διευθύνθηκε από την εκκλησία και από κοσμικούς και βασίστηκε σε σχέσεις αίματος, πίστεως και κατακτήσεως, με κεντρικό ρόλο να έχει το Τευτονικό Τάγμα[xv].
Ωστόσο, η χωρική επέκταση και η οικονομική ανάπτυξη έφτασαν σε ένα όριο κατά το 14ο αιώνα με αποτέλεσμα να προκληθεί η λεγόμενη «Κρίση της φεουδαρχίας». Η κρίση αυτή σχετίζεται με τη διατάραξη της εύθραυστης οικολογικής ισορροπίας στη γεωργία εξαιτίας της εντατικής χρήσης της γης. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο εξαιτίας της δυσκολίας εξεύρεσης νέων γαιών και της έλλειψης κατάλληλων τεχνικών στην εξόρυξη πρώτων υλών και πολύτιμων μεταλλευμάτων (Anderson 2001:227-241). Η αγροτική εκχέρσωση που είχε βοηθήσει στην αναπαραγωγή και την οικονομική ανάπτυξη, ξεπέρασε τα όρια του εδάφους, η ποιότητα της καλλιεργούμενης γης χειροτέρευσε και η απόδοση έπεσε. Η πτώση της παραγωγής και η δημογραφική επέκταση χτύπησαν το εμπόριο και την υποτυπώδη βιομηχανία. Λόγω των τεχνικών φραγμών παρουσιάστηκε δυσκολία στην εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων, ξέσπασε νομισματική κρίση, υποτιμήθηκαν τα νομίσματα και προκλήθηκε ένας σπειροειδής πληθωρισμός (Anderson 2001: 227-230). Η «γενική κρίση» της εποχής προκάλεσε εξεγέρσεις, συγκρούσεις μεταξύ των φεουδαρχών όπως ήταν ο εκατονταετής πόλεμος. Χαρακτηριστικό περιστατικό της παρακμής του κοινωνικού συστήματος ήταν η εμφάνιση της τρομερής επιδημίας πανούκλας το 1348[xvi].
————————-
[i] Στο Έπος του Γιλγαμές, , μεταξύ άλλων, περιγράφεται η επίσκεψη του ήρωα στο μυθικό δάσος των κέδρων και αφού νικήσει το δαίμονα θα κόψει μερικούς κέδρους από τους οποίους θα φτιαχτούν οι πύλες της πόλης Ουρούκ. Στο έπος του Γιλγαμές αποκαλύπτεται η μεσοποτάμια διάκριση μεταξύ του άγριου και του εξημερωμένου, του πολιτισμού και της ερημιάς.
[ii] Η αλάτωση είναι ο εμπλουτισμός με άλατα της επιφάνειας του εδάφους. Εμφανίζεται σε εδάφη που η στάθμη του εδαφικού νερού φτάνει ορισμένες εποχές μέχρι την επιφάνεια του εδάφους. Παρατηρείται σε δέλτα ποταμών και σε παραθαλάσσιες περιοχές, εκεί όπου τα νερά των βροχών μεταφέρουν και αποθέτουν τα άλατα από τις υψηλότερες περιοχές, λόγω έλλειψης φυσικής αποχέτευσης ή υπόγειας αποστράγγισης. Τα εδάφη αυτά είναι πλούσια σε διαλυτά άλατα και η βλάστηση στα εδάφη αυτά αποτελείται από φυτά ανθεκτικά στα άλατα (αλόφυτα).
[iii]Η γεωμετρία αποδείχθηκε απαραίτητο εργαλείο προκειμένου να βρίσκουν τα όρια κάθε χωραφιού μετά από κάθε πλημμύρα. Σε ορισμένες τοιχογραφίες η άρδευση περιγράφεται ως εκείνη η εργασία που επειδή είναι σημαντική ασκείται στο ανώτερο επίπεδο από τους Φαραώ και τους Θεούς (Hughes 1995: 39).
[iv] Οι αρχαίοι αθηναίοι είχαν στην κατοχή τους πολλά από τα ορυχεία της περιοχής του Παγγαίου Όρους στη Μακεδονία. Με την αρχαία πόλη της Σκαπτής Ύλης, που μάλλον ήταν κοντά στη σημερινή Καβάλα, συνδέεται ο Θουκυδίδης, στον οποίο αποδίδεται η κτήση κάποιων εκ των «χρυσείων μεταλλείων». Ο ίδιος κατέφυγε εκεί, ύστερα από την καταδίκη του για την αποτυχημένη στρατηγία του το 422 π. Χ., κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου. Εκεί εικάζεται ότι έγραψε την ιστορία του: «διατρίβων υπό πλατάνω έγραφεν» Εφ. «ΦΙΛΙΠΠΟΙ», 27/6/2012.
[v] Τα λατομεία των Συρακουσών καθ’ όλη τη διάρκεια χρήσης τους παρήγαγαν 112 εκατ. τόνους πέτρας.
[vi] Υπολογίζεται ότι το οδικό δίκτυο που είχαν φτιάξει οι ρωμαίοι είχε, κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. 89.600 χλμ. λεωφόρων και 320.000 χλμ. μικρότερων δρόμων (Hughes 1995: 127).
[vii] Σε ορισμένες περιπτώσεις η άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων προκαλούσε τραγελαφικά περιστατικά. Η πηγή της Λέρνας μολύνθηκε εξαιτίας της συνήθειας των ανθρώπων να θυσιάζουν ζώα μέσα στα νερά της. Σε μια άλλη περίπτωση η επέμβαση στη φύση θεωρήθηκε ύβρις. Στην αρχαία Κνίδο της Μικράς Ασίας, οι κάτοικοι αποφάσισαν να σκάψουν ένα κανάλι που θα χώριζε την πόλη από τη στεριά, εμποδίζοντας τους Πέρσες να την κατακτήσουν. Επειδή ταλαιπωρούνταν από πολλά εργατικά ατυχήματα έσπευσαν να ζητήσουν τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών το οποίο απεφάνθη: «Αν ο Δίας ήθελε να φτιάξει ένα νησί, θα το είχε φτιάξει». Οι εργασίες σταμάτησαν και η πόλη, τελικά, κατακτήθηκε από τους Πέρσες (Μποτετζάγιας 2010:34).
[viii] Βλ. Θεόφραστος Περί Φυτών Ιστορία, 5.3.7, Σκαναβή. & Σακελλάρη 2010:5 και Hughes 1983: 437-438
[ix] Για τη ναυπήγηση μιας τριήρους απαιτούνταν η κοπή περίπου 100 στρεμμάτων δάσους (Δήμου, 2010: 61). Η ίδια πηγή αναφέρει ότι τα 2/3 των αρχικών δασών του πλανήτη είχαν καταστραφεί ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους. Ο ελλαδικός χώρος ενώ ήταν κατάφυτος, από τον 4ο π. Χ. τα σημαντικότερα σε βλάστηση ελληνικά δάση είχαν περιοριστεί στις οροσειρές του Ταϋγέτου, του Παρνασσού, της Οίτης, του Ολύμπου και της Πίνδου (σελ. 62).
[x] Ο Θεόφραστος αναφερόμενος στην περιοχή των Φιλίππων λέει ότι μετά την αποψίλωση των γειτονικών δασών το νερό στέρεψε και ο καιρός έγινε πιο θερμός.
[xi] Οι αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ακόμα και ανθρώπινα περιττώματα ως λίπασμα. Συγκεκριμένα χρησιμοποιούσαν το αποχετευτικό δίκτυο της πόλης και δούλους όπου, με την επίβλεψη των «κοπρολόγων», άπλωναν την ανθρώπινη κοπριά στα χωράφια. Επίσης, χρησιμοποιούσαν τεχνικές λιπασματοποίησης και συλλογής σπόρων για να φτιάξουν ανθεκτικότερες και αποδοτικότερες ποικιλίες (Hughes 1995: 138).
[xii] Τον 11ο αιώνα, μόνο το 20 % της Αγγλίας ήταν ακόμη δασώδες (Foster 1999: 39).
[xiii] Στη Σκοτία το 13ο αιώνα για να περιοριστεί η αλίευση του σολομού εκδόθηκε νόμος που όριζε ότι κάθε φράγμα έπρεπε να έχει ένα άνοιγμα που θα παρέμενε ανοιχτό κάθε Σάββατο για να μπορούν τα ψάρια να μεταναστεύουν και να μην παγιδεύονται (Hoffmann 1996: 642). Αργότερα, το ψάρεμα και η πώληση των ψαριών με σειρά νόμων στην Ευρώπη πέρασε στους γαιοκτήμονες και τους εμπόρους, ενώ το να έχει κανείς στο τραπέζι του ψάρι ήταν δείγμα πλουτισμού και πολυτέλειας (Hoffmann 1996: 659). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο οι εξεγέρσεις που ξεσπούσαν κατά καιρούς διεκδικούσαν, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη πρόσβαση στην αλιεία.
[xiv] Οι δικές των ζώων στο Μεσαίωνα έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα, το Ισραήλ και τη Ρώμη (ο Αριστοτέλης στο Αθηναίων Πολιτεία αναφέρεται σε τέτοιες δίκες). Στη Ρώμη κατά τη διάρκεια του εορτασμού της σωτηρίας της πόλης από την επιδρομή των Γαλατών τον 3ο π. Χ. αιώνα, σταύρωναν ένα σκύλο, αφού οι πρόγονοί του δεν φρόντισαν να ξυπνήσουν με τα γαυγίσματα τους τη φρουρά της πόλης σε αντίθεση με τις χήνες τις οποίες αποθέωναν (Μποτετζάγιας 2010: 83).
[xv] Οι τεύτονες ιππότες του οποίου γυρίζοντας από τις σταυροφορίες στην ανατολική μεσόγειο αποφάσισαν να εισβάλουν στην Πομερανία, την Πρωσία και τη Βαλτική και αργότερα στην Πολωνία, την Ουκρανία και την Ουγγαρία» (Tuma 2000:129).
[xvi] Εφαρμόστηκαν νόμοι που αύξαναν τους κεφαλικούς φόρους ή υποχρέωναν τους αγρότες να εργαστούν με μειωμένες απολαβές, όπως οι Νόμοι για τους εργάτες (Statutes of Labourers) στην Αγγλία μεταξύ 1349-1351, η γαλλική Ordonnance το 1351 και τα Πορτογαλικά seismarias. Η αντίδραση ήταν αναπόφευκτη, αφού ξέσπασαν εξεγέρσεις μεταξύ των οποίων η Μεγάλη Ζακερί στη Γαλλία το 1358 ή το κίνημα των Χουσιτών στη Βοημία το 1419 με 1434. Να σημειωθεί ότι η επιδημία της πανούκλας έχει σχέση με την υλική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής. Η υψηλή συγκέντρωση του πληθυσμού σε πόλεις με υποτυπώδεις έως ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής, η διεξαγωγή του εμπορίου αλλά και η οργάνωση της παραγωγής διευκόλυναν τη γρήγορη εξάπλωσή της. Οι επιδημίες θα συνεχιστούν και αργότερα, καθώς τέσσερις νέες επιδημίες πανούκλας έλαβαν χώρα κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα και τρεις στις αρχές του 15ου . Η πανούκλα είχε γίνει ενδημική και εμφανίζονταν και στους αιώνες που ακολούθησαν, ιδιαίτερα στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου . Πλέον όμως εντοπίζεται σε μεγάλες πόλεις, και ήταν λιγότερο θανατηφόρα. Η καραντίνα και τα μέτρα υγιεινής στα θαλάσσια σύνορα μεταξύ της Αγίας Ρωμαϊκής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμπόδισε την εξάπλωσή της. Οι τελευταίες περιπτώσεις πανούκλας θα αναφερθούν στο Λονδίνο (1665), το Παρίσι (1668), τη Μασσαλία (1720) και τη Μεσίνα (1742-1744). Το 19ο αιώνα, μόνο στα Βαλκάνια και στη Ρωσία θα επανεμφανιστεί (Crouzet 2001: 89).