Ποίηση ΙΙΙ, του Δημήτρη Οικονομίδη

Ξεκίνημα από τον επίλογο

| 23/07/2024

Η ποίηση είναι μια αέναη επιστροφή. Και είναι αυτή η ασταμάτητη επανάληψη που μετακινεί λίγα εκατοστά τον κόσμο, δηλαδή τον άνθρωπο. Κάθε τελεία και μια αρχή και κάθε λέξη μια επιβεβαίωση της ύπαρξης, της ανησυχίας, της αναρχίας, της ησυχίας. Ο ποιητής μες τη σιωπή δουλεύει και στα αόρατα σκοτάδια «σκάβει» για να φέρει στο φως τα ανείπωτα, τα κρυμμένα, τα αθώα, τα ένοχα, τα ανομολόγητα. Και όπως η Γη γυρίζει, έτσι και τα ποιήματα. Κυκλική πορεία διαγράφουν και φτάνουν, με επιμονή και υπομονή, στον πυρήνα της ζωής. Είναι ο ήλιος μέσα μας και το φεγγάρι που περιμένει το φως του, τις λέξεις του, τους στίχους του. Ο ποιητής ξεκινά πάντα από τον επίλογο και τη μοναξιά του κουβαλά, ευχή και κατάρα. Και συνέχεια αφαιρεί. Βρίσκει το μεδούλι της ανθρώπινης προσπάθειας και το κρατά, το φυτεύει βαθιά στον ουρανό και όλα ανθίζουν και ποτέ δεν μαραίνονται. Ο Δημήτρης Οικονομίδης είναι ο ποιητής που επιμένει, υπομένει και όταν η ποίηση ανθίζει την προστατεύει και τότε την παραδίδει στον αναγνώστη.

Η ποιητική του συλλογή «Ποίηση ΙΙΙ» (Εκδόσεις Ενύπνιο) διαρθρώνεται πάνω στο τρίπτυχο Επίλογος-Λέξη-Γη μονάχη. Με τον Επίλογο μας πάει στο 2040 μ.Χ και στο Παιδί. Η επιστροφή-σημείο μηδέν είναι εκεί, στη χαρά, στο γέλιο, στη δροσιά και στα άλλα παιδιά. Μετά έρχεται η Λέξη. Σε αυτήν πιστεύει, σε αυτήν αφήνει τις ελπίδες, τις προσδοκίες του και ξέρει ότι αυτή μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Μας το υπενθυμίζει χαρούμενα γράφοντας Στον Κρέοντα που τόλμησε και άλλαξε. Και το ποιητικό ταξίδι ξεκινά, κάπως δειλά, αλλά με πίστη σε όσα θα έρθουν και σε όσα θα αφήσει πίσω του. Στα ποιήματα αυτής της ενότητας αισθάνεσαι την τρυφερότητα και τη γλύκα της σκέψης του δημιουργού, βλέπεις τη αναμέτρηση με το αβίαστο και πώς αυτό πασχίζει να πάρει μορφή και κίνηση. Ο ποιητικός λόγος γίνεται μεγεθυντικός φακός που δίνει ακαταμάχητα γκρο πλαν. Κι αέρας, αέρας γίνεται υγρός/Και πάει για τη βροχή/Από τα μάτια σου/τ’ αόρατα.

Και φτάνουμε στη Γη μονάχη, το πιο σημαντικό κομμάτι της συλλογής. Εδώ ο ποιητής αναμετριέται με τη γη, με τη μοναξιά, με τη δημιουργία. Από το πρώτο ποίημα μας δίνει την πρόθεση-πρόσθεση του: Αμμος+Νερό+Κενό=Δημουργία. Η ποίηση γίνεται χθόνια και εντοπίζει το ξεκίνημα και το «μετά» του κόσμου. Υπάρχουν στιγμές ευλαβικές και ο αφαιρετικός λόγος οδηγεί σε ζωηρές αλληγορίες. Η νιότη, το γήρας, το ζωώδες, φιλτράρονται μέσα στη ποιητική σκέψη και δίνουν το υψηλό, το ανθρώπινο. Ο Οικονομίδης δείχνει την ικανότητά του να συνθέτει, να φτιάχνει λεκτικά εικονίσματα. Στη σελίδα 38 «κρατά» το ξίφος, το κρασί, τη θάλασσα, τη γη. Δεν φοβάται τον πόνο και στη σελίδα 40 μας δείχνει την ευλογία του, μας βάζει ανάμεσα στην ηδονή και την ωδίνη. Διαβάζουμε: Με την άκρη της τραχιάς σου γλώσσας/Μαζεύεις τη σταγόνα του λευκού αίματος/Σα φυσαλίδες επιληπτικού αφρού/ή οργασμού. Και λίγο πριν το φινάλε, το αιώνιο πυρ της ύπαρξης.

Τα ποιήματα του Δημήτρη Οικονομίδη ψάχνουν την ευστοχία της λιτότητας και την οικονομία της κατάλληλης λέξης, έκφρασης, που δίνει νοηματικό, μορφικό πλούτο. Διακριτικά και ήρεμα δυνατά, έχουν κάτι να μας πουν και να μας δώσουν.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις