Πριν τη λευκή σελίδα

Η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη

| 06/03/2015

Τι υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που «περπατάει» το έργο του κάθε λογοτέχνη. Τη στιγμή που κατεβάζουμε το βιβλίο από το ράφι και το ξεσκονίζουμε, ο δημιουργός «ξεσκονίζει» τις σκέψεις του, τις προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που θα οδηγήσουν το χέρι του στο χαρτί για να γράψει κάτι καινούριο. Η διαδικασία ίσως είναι επίπονη και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.

 

coverΠώς γεννήθηκε “Η Πάπισσα Ιωάννα” του Εμμανουήλ Ροΐδη

Στα προλεγόμενα της πρώτης έκδοσης εξηγεί ποια ήταν η αφορμή για να ασχοληθεί με τον μεσαιωνικό μύθο της Ιωάννας, η οποία κατάφερε να εκμεταλλευτεί τις δεισιδαιμονίες, την τυπολατρία, τη μυστικοπάθεια των κληρικών, αλλά και του λαού, και να αναρριχηθεί στον παπικό θρόνο ως Ιωάννης -μετά τον θάνατο του Λέοντα του Δ’- χωρίς ωστόσο να καταφέρει ταυτόχρονα να επιβληθεί στη φιληδονία και τα ερωτικά της πάθη. 

Το θρησκευτικόν αίσθημα ήκμαζε ακόμη εν τη Δύσει ότε προ εικοσαετίας (ο πρόλογος εγράφετο των 1865) μετέβην νήπιος εις την Ιταλίαν. Πολλούς δε του έτους μήνας διατριβών κατά την εκεί φιλάγραυλον συνήθειαν εις την εξοχήν και πολλάκις κατά τας μακράς του φθινοπώρου εσπέρας, ενώ είρπον οι κοχλίαι επί των γυμνωθέντων κλιμάτων και εφύοντο υπό τας καστανέας οι αμανίται, παρακαθήμενος εις την πυράν των τρυγητών, παρ’ ων άλλο δεν ήκουον ειμή μόνον θαύματα Αγίων εικόνων, δραπετεύσεις βρυκολάκων εκ του τάφου και ψυχών εκ του καθαρτηρίου, είχον καταντήσει διά της αγροτικής εκείνης επιμιξίας οπώσουν δεισιδαίμων. Τον δε Πάπαν, ον ήκουον ανοιγοκλείοντα την θύραν του Παραδείσου, φιλικώς συναστρεφόμενον μετά του Αγίου Πνεύματος και προτείνοντα τους ιερούς πόδες του εις βασιλείς προς ασπασμόν, ενόμιζον τότε τεράστιον τι και υπερφυσικόν ή ως αερόστατον μεταξύ ουρανού και γης μετέωρον…

Η πνευματική διάθεση του Ροΐδη δοκιμαζόταν, όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1848. Η Γένοβα, στην οποία διέμενε, πολιορκήθηκε. Οι κάτοικοι προσέφυγαν στα υπόγεια. Στην κάβα του ελληνικού προξενείου  κατέφυγε με πολλούς άλλους. Εκεί, σε μια άτυπη συνέλευση, άκουσε για πρώτη φορά την απίθανη ιστορία της Πάπισσας. Τότε, λοιπόν, βρήκε την αφορμή για να τη μελετήσει μέσω των μεσαιωνικών χρονογράφων στη βιβλιοθήκη του Βερολίνου. Παράλληλα, ήταν εξοικειωμένος  με την εποχή της Πάπισσας. Έτσι, κατέληξε στην απόφαση να την αναπαραστήσει σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Και το εγχείρημά του στέφθηκε με επιτυχία.

Απεικόνισε μια εποχή και μια λατρεία

Ο σκεπτικισμός και η σατιρική ιδιοσυγκρασία συντάχθηκαν με την αμετανόητα ειρωνική διάθεσή του. Επιδίωξή του ήταν να συνθέσει ένα λογοτεχνικό μωσαϊκό, αποτυπώνοντας όσο πιο πιστά μπορούσε τη ζοφερή εκείνη εποχή. Δεν υπήρχε, μέχρι τότε, ανάλογο βιβλίο, προσιτό στο κοινό. Ο Ροΐδης φρόντισε να στηρίξει μέχρι και την τελευταία του λέξη. Από τα χρονικά των μοναστηριών και από τα συναξάρια παρέλαβε τα καλογερικά ανέκδοτα. Από τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς και θεολόγους, τις περιγραφές των τελετών και τις παράδοξες θεολογικές δοξασίες. Λέγεται ότι δεν άντλησε από τη φαντασία του και για τις πόλεις, τα οικοδομήματα, τα ενδύματα, τα φαγητά.

Πολλοί αμφισβητούσαν την ύπαρξη της Πάπισσας, “αναγκάζοντάς” τον να το αποδείξει από την εισαγωγή του βιβλίου με πλήθος παραπομπών σε μεσαιωνικούς συγγραφείς. Όπως και να ’χει, είτε πρόκειται για μύθο είτε για πραγματικότητα, κατάφερε να απεικονίσει μια εποχή και μια λατρεία.

Ο Ροΐδης γράφει για τα ήθη της μεσαιωνικής ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η σατιρική του πένα διακωμωδεί και ασκεί κριτική στην κοινωνία, στην εκκλησία, στην πολιτική και στην λογοτεχνία της εποχής του. Λογοτεχνία στομφώδη και επηρμένη.

Το έργο κρίθηκε σκανδαλώδες και προξένησε τον αφορισμό του συγγραφέα από την Ιερά Σύνοδο με την κατηγορία γέμει πάσης ασεβείας, κακοδοξίας και αισχρότητος. Μολαταύτα, γνώρισε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και συγκαταλέγεται, δικαίως, στα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Τόλμημα

Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση είναι αυτή που έκανε ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης στο τεύχος 1772 του περιοδικού “Νέα Εστία”, στο πλαίσιο αφιερώματος για τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Το κομμάτι τιτλοφορείται “Η αισθητική της ιστορίας στην Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροϊδη”. Σταχυολογούμε τα κυριότερα σημεία.

Ο τελευταίος εκδότης και ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του μυθιστορήματος -και γενικότερα του όλου έργου  του Εμμανουήλ Ροΐδη, ο αείμνηστος συνάδελφος Άλκης Αγγέλου προσδιορίζει με ακρίβεια, σε μιαν εισαγωγική παρατήρηση του, τη θέση της Πάπισσας Ιωάννας στη νεοελληνική λογοτεχνία:

Ο Ροΐδης είχε αρχίσει ουσιαστικά την συγγραφική του σταδιοδρομία με ένα πολλαπλό τόλμημα: σε μια εποχή όπου το μόνο καλλιεργούμενο είδος μυθιστορήματος, το ιστορικό, φυτοζωούσε τρεφόμενο από την ψευδομυθολογία του νέου ελληνισμού, αποτόλμησε την μετατόπιση του μύθου σε μια κατά μεγάλο ποσοστό ξένη για το ελληνικό κοινό, και συνεπώς κάθε άλλο παρά ελκυστική, εποχή, και σε ένα απροσδόκητο ύφος, που ενώ ξεπερνούσε με αποφασιστικότητα τον αδέξιο λόγο του Θάνου Βλέκα, γελοιοποιούσε ταυτόχρονα τους ρομαντικούς τόνους της αθηναϊκής σχολής. 

Ο Αγγέλου επιμένει σε αυτό που αποκαλεί “το θέλγητρο του ύφους” στο οποίο αποδίδει τη σημασία, την επίδραση και τη συνεχιζόμενη επιρροή του μυθιστορήματος. Το ύφος, βέβαια, του έργου είναι αποτέλεσμα μιας ειδικής χρήσης της γλώσσας και, ακόμη βαθύτερα, μιας ειδικής οπτικής σχετικά με τη λειτουργία της γραφής και μάλιστα της μυθιστορηματικής.

Ο Ροΐδης έγραφε μέσα σε μια παράδοση στην οποία κυριαρχούσε η ποίηση ως είδος και ο ποιητής ως κεντρικό πρόσωπο μιας πολιτισμικής κοινότητας. Αυτό εξηγεί και τις αναφορές του στον Μπάυρον και στους άλλους ποιητές της ρομαντικής εποχής, αλλά και την εμμονή του στην καταδίκη των ποιητικών προσπαθειών του Παναγιώτη Σούτσου και της σχολής του.

Με άλλα λόγια, διαμέσου μιας αισθητικής αντίληψης του ιστορικού παρελθόντος, ο Ροΐδης επιχείρησε να αναζωογονήσει την κριτική συνείδηση  και να αναγάγει τον κριτικό σε αποτιμητή του πολιτισμού. Την προσπάθειά του αυτή θα τη συνεχίσει με τις “εισηγήσεις” του στους ποιητικούς διαγωνισμούς της επόμενης δεκαετίας και με τις κρίσεις των γλωσσικών Ειδώλων (1893) που θα διατυπώσει κατά την περίοδο της ωριμότητας του.

roidis

Πηγές

-Project Gutenberg

www.gutenberg.org/files/27760/27760-h/27760-h.htm 

-Νέα Εστία, έτος 78ο, Τόμος 156ος, Τεύχος 1772, Νοέμβριος 2014. Αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Ροΐδη 

-Εμμανουήλ Ροΐδης. Η Πάπισσα Ιωάννα. Αριστουργήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας. “Τα Νέα”, N DIGITAL (ΔΟΛ)

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις