Πριν τη λευκή σελίδα

Πώς «γεννήθηκε» ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου

| 09/05/2014

Τί υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που «περπατάει» το έργο του κάθε λογοτέχνη. Τη στιγμή που κατεβάζουμε το βιβλίο από το ράφι και το ξεσκονίζουμε, ο δημιουργός «ξεσκονίζει» τις σκέψεις του, τις προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που θα οδηγήσουν το χέρι του στο χαρτί για να γράψει κάτι καινούριο. Η διαδικασία ίσως είναι επίπονη και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.

 

Πώς «γεννήθηκε» ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου

Ρέκβιεμ που συγκλονίζει με την αλήθεια των στίχων του. Αφορμή για να γραφτεί το ποίημα ήταν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα μας τον Μάη του 1936.

Τον Μάιο εκείνης της χρονιάς πρωθυπουργός, διορισμένος από το βασιλιά Γεώργιο, ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς που είχε πάρει τη θέση του αποβιώσαντος Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Σε λίγους μήνες θα επέβαλλε δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα και έδειξε τις προθέσεις του με την πρώτη ευκαιρία. Στις 29 Απριλίου οι καπνεργάτες κάνουν απεργία και ζητούν την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης. Στις αρχές Μαΐου πραγματοποιείται πορεία στη Θεσσαλονίκη. Οι αστυνομικές αρχές απαγορεύουν στους εργάτες να πλησιάσουν το κτίριο διοίκησης της πόλης. Τότε, ξεσπούν επεισόδια. Οι αστυνομικοί δείχνουν απίστευτη αγριότητα και βιαιότητα, με τους διαδηλωτές να απαντούν ανάλογα.

MAKEDONIA

Οι καπνεργάτες δεν ήταν μόνοι τους. Είχαν τη συμπαράσταση κι άλλων εργατικών κλάδων. Μια απ’ αυτές ήταν των αυτοκινητιστών. Ξημερώματα της 9ης Μαΐου και οι δυνάμεις της χωροφυλακής έχουν λάβει εντολή να χτυπήσουν τους απεργούς. Η αστυνομία για να διαλύσει τους διαδηλωτές, αρχίζει να πυροβολεί αδιακρίτως. Αποτέλεσμα; Πάνω από δέκα άτομα χάνουν τη ζωή τους, άλλοι τραυματίζονται και συλλαμβάνονται.

Ανάμεσα στους νεκρούς και ο 25χρονος Τάσος Τούσης, ένας από τους αυτοκινητιστές που βρέθηκαν στους δρόμους για να συμπαρασταθούν στους καπνεργάτες. Ο φωτογραφικός φακός έχει «πιάσει» τη μάνα του να θρηνεί πάνω από το πτώμα του γιού της. Η εικόνα δημοσιεύεται την επομένη στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» και ο Γιάννης Ρίτσος, βλέποντας τη φωτογραφία βρίσκει την αφορμή, την έμπνευση για να γράψει τον «Επιτάφιο». Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς οδήγησε τον ποιητή σε έκρηξη δημιουργικότητας, όμως ακόμη κι αν δεν υπήρχε οπτικό υλικό, η είδηση από μόνη της αρκεί. Ο θάνατος, η οδύνη, η κοινωνική δυστυχία και αντίδραση είναι βασικό πεδίο της ποίησης και η σκέψη ότι οι οιμωγές της μητέρας θα «ταξίδευαν» στον ουρανό, έφταναν για να γραφτεί αυτό το σπαρακτικό έργο. Ο δημιουργός βαθύτατα συγκλονισμένος γράφει σε  τρεις ημέρες τα 14 από τα 20 ποιήματα που αποτελούν τον «Επιτάφιο».

epitafios

 Αισθήματα και συναισθήματα

Η βάση της δημιουργίας είναι ο πόνος και η θλίψη της μάνας, ωστόσο δεν αρκείται σ’ αυτά. Στο μυαλό της μητέρας ανασύρονται η ομορφιά των στιγμών που έζησε με το παιδί της…

Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι

με τα χειλάκια σου έλεγα τ’ αυγερινό τραγούδι.

Η συντροφιά που έκαναν ο ένας στον άλλο…

Σήκω γλυκέ μου, αργήσαμε. Ψηλώνει ο ήλιος, έλα

και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.

Κάθε μάνα ενδόμυχα κουβαλά μια Παναγία μέσα της. Γι’ αυτό και αναρωτιέται…

Ω, Παναγία μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,

βοήθεια στο γιο μου θα ‘στελνες τον Άγγελο από πέρα.

Η αμφισβήτηση επίσης είναι αναπόφευκτη κι όταν απευθύνεται στο Θεό του λέει…

Κι αν ήσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,

κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.

Ο Ρίτσος νιώθει ό,τι κάθε μάνα σε ανάλογη περίπτωση. Το «γιατί όχι εμένα;» μεταφράζεται σε ενοχή.

Και πάλι η έρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, εσύ να λείπεις

κι ακόμα εγώ να ‘χω φωνή-ξόμπλι φτηνό της λύπης.

Φυσικά υπάρχει αναφορά στην απεργία και με την μάνα να μην μπορεί να καταλάβει…

Τι έκανες, γιέ μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους

την πληρωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.

Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σου ‘δωκαν μαχαίρια,

τον ιδρώτα σου ζήτησες και σου ‘κοψαν το χέρι.

Και ζητά εκδίκηση…

Ω, γιε μου, αυτοί  που σ’ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε

Τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.

Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη ναν τη βάψω,

Και να χορέψω

Στο τέλος ο «Επιτάφιος» δεν μένει στο μοιρολόι και τον οδυρμό. Ο θάνατος δεν ήταν το τέλος…

Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.

Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,

όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ’ εσένα ωραίοι.

Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω

και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρύζω.

Γιέ μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,

σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.

Ο «Επιτάφιος» είναι τραγικά επίκαιρος, δεν έγινε ακόμη ξένος. Ο Ρίτσος έγραψε για όλον τον κόσμο, αφού όπως γράφει και στα «Επικαιρικά».

Στον πόνο είμαστε όλοι ίσοι.

 epitafios (1)

Η μελοποίηση

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η μελοποίηση του «Επιτάφιου» από τους Μάνο Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη. Ο Χατζιδάκις ηχογράφησε την πρώτη λυρική εκδοχή με την Νάνα Μούσχουρη, ενώ ο Θεοδωράκης τη δημοφιλέστερη, με την ερμηνεία του Μπιθικώτση. Ο ποιητής είχε τις επιφυλάξεις του. Ο απλός κόσμος, όμως, υποδέχτηκε με ενθουσιασμό το μουσικό αποτέλεσμα κι ο Ρίτσος με λίγα δικά του λόγια…. κοστολόγησε αυτό που είχε γράψει και είχε μελοποιηθεί. «Ήμουν λάθος. Ακριβώς εκεί ο Επιτάφιος συνάντησε τους απλούς ανθρώπους. Κι εκείνοι του δόθηκαν με τη σειρά τους. Κατάλαβαν το ποίημα. Το έκαναν δικό τους».

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις