Πριν τη λευκή σελίδα

Πώς γεννήθηκε το «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε

| 17/06/2014

Τι υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που «περπατάει» το έργο του κάθε λογοτέχνη. Τη στιγμή που κατεβάζουμε το βιβλίο από το ράφι και το ξεσκονίζουμε, ο δημιουργός «ξεσκονίζει» τις σκέψεις του, τις προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που θα οδηγήσουν το χέρι του στο χαρτί για να γράψει κάτι καινούριο. Η διαδικασία ίσως είναι επίπονη και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.

 

Πώς «γεννήθηκε» «Το κοράκι» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε

Η φαντασία είναι τα ανώτερα μαθητικά της ανθρωπότητας. Οι λέξεις ανυψώνονται στο άπειρο, μεταλλάσσονται. Όχι απαραίτητα νοηματικά. Κυρίως, αισθητικά, συναισθηματικά, ηχητικά, ενεργειακά. Λίγοι μπορούν να συνθέσουν την τέλεια αυτή εξίσωση. Αν θέλαμε να την αποτυπώσουμε θα ήταν κάπως έτσι:

∞ + γλώσσα + συναίσθημα + ακρίβεια= ∞ 

Ναι, από το άπειρο (∞) ξεκινάμε και σε αυτό καταλήγουμε. Χρειάζεται όμως η γλώσσα, το συναίσθημα και η ακρίβεια. Τι σχέση έχει η τελευταία με το μεγαλειώδες ποίημα που εξετάζουμε; Τεράστια. Δίχως αυτή ίσως να μην συνέθετε το αφηγηματικό ποίημα με την ακίνητη, σαν τον τελευταίο βράχο, επωδό. Το Ποτέ πια είναι η λύση της πνευματικής εξίσωσης του Πόε. Λύση που κυοφορείται, γεννιέται, ζει και εκτείνεται στο άπειρο. Δηλαδή στη φαντασία.

Ο Πόε, λοιπόν, είχε τα τρία πρώτα στοιχεία και αναζητούσε το τέταρτο. Χρειαζόταν μια κρυφή μεταβλητή για να αντλήσει και να αξιοποιήσει αυτό το πεδίο. Τη βρήκε στην κορωνίδα των επιστημών. Τα μαθηματικά. Ήταν ώρα να γεννηθεί η τέλεια λύση, στην τέλεια εξίσωση. Το Κοράκι

 640px-Dore_raven_shadow2Οι χαμένες αγάπες δημιουργούν το (μαθηματικό) πρόβλημα

Στο βιβλίο Έδγαρ Άλλαν Πόε Τα ποιήματα (μτφρ. Νίκου Σημηριώτη) διαβάζουμε ότι ο Πόε ασχολήθηκε με Το Κοράκι δημοσιεύοντας τη Φιλοσοφία της Σύνθεσης, όπου προσπαθεί να αποδείξει πως το ποίημα δημιουργήθηκε a priori και ο κάθε στίχος του ακολουθεί έναν ορισμένο νόμο: «Θέλω ν’ αποκαλύψω πως κανένα σημείο της σύνθεσής του δεν οφείλεται στην τύχη ή στην διαίσθηση, πως η εργασία προχώρησε βήμα προς βήμα ως το τέλος, με την ακρίβεια και την αυστηρή αλληλουχία ενός μαθηματικού προβλήματος». Να τα μαθηματικά.

Ο Πόε, κατά κάποιο τρόπο, αναζητούσε την ευταξία και την πειθαρχία των μαθηματικών. Ένα μαθηματικό πρόβλημα ακουμπά και λύνεται στην ορθολογική πορεία πνευματικών δρασκελιών. Εδώ έχουμε 18 στροφές, η καθεμία αποτελούμενη από πέντε ποιητικές-αφηγηματικές προτάσεις. Η επωδός στο τέλος. Μέχρι την 8η στροφή δεν είναι ίδια. Το Ποτέ πια τότε εμφανίζεται. Άρα έχουμε:

5+1 Χ 18 με τη λύση να τείνει στο άπειρο (∞).

Η αρχή και γέννηση του προβλήματός του εντοπίζεται στο όνομα Λεονόρα. Ο χαμός της είναι που καλεί το κοράκι. Η απώλειά της είναι που κατατρύχει τον ποιητή-αφηγητή. Η ζωή του Πόε ήταν τραγική. Ειδικά στη σύνδεσή του με γυναικεία πρόσωπα. Δεν γνώρισε ποτέ πατέρα και η μητέρα του υπέφερε από φυματίωση. Πέθανε δύο χρόνια μετά τη γέννησή του. Τον υιοθετεί η εύπορη οικογένεια Άλλαν (εξ ου και το Ε. Άλλαν Πόε). Την περίοδο της εφηβείας του γνωρίζει τον πρώτο του έρωτα, την Ελμίρα. Οι θετοί γονείς του κράταγαν τα γράμματα που του έστελνε. Η σχέση τους τελειώνει και ο Πόε ξεκινά να πίνει. Έρχεται σε ρήξη με τον πατέρα του και το 1829 η μητριά του πεθαίνει. Έξι χρόνια αργότερα θα παντρευτεί την 14χρονη Βιργινία Κλεμμ. Το 1847 πεθαίνει. Δύο χρόνια μετά και ο Πόε. Από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Ο ίδιος πίστευε ότι η ομορφιά είναι η μόνη περιοχή που δικαιωματικά ανήκει στον ποιητή. Η ομορφιά αυτή δεν θα μπορούσε να συγκινήσει την ψυχή παρά με τη βοήθεια τη μελαγχολίας. Η Λεονόρα αντιπροσωπεύει κάθε αγαπημένη χαμένη ύπαρξη του Πόε. Αυτή πρέπει να είναι η αφορμή. Χρειαζόταν όμως και τον κατάλληλο μεταφορέα. Γι’ αυτό και επέλεξε το κοράκι.

 Η επιλογή του κορακιού

Οι λόγοι γι’ αυτή την επιλογή είναι πολλοί. Τα κοράκια μπορούν να εκπαιδευτούν στην ομιλία. Έχουν τη φήμη πως ακολουθούν στρατούς και απολαμβάνουν τον θάνατο. Τα μαύρα, σκοτεινά φτερά τους υποδηλώνουν μελαγχολία και κατάθλιψη. Φυσικά, υπάρχουν και πιο λεπτές ερμηνείες οι οποίες τοποθετούνται σε περίεργες παραδόσεις και το συνδέουν με σοφία, αποπλάνηση και υπηρεσίες αγγελιαφόρου. Η κλασική μυθολογία θέλει την Παλλάδα, ενσάρκωση της σοφίας, να είναι αφέντης του κορακιού. Raven_Manet_D2

Πάνω σε αυτή την παράδοση στηρίχτηκε ο ποιητής και τοποθέτησε το πουλί στην προτομή της. Και στον Οβίδιο, το κοράκι αρχικά ήταν άσπρο, αλλά ο Απόλλωνας το έκανε μαύρο για να αποκαλύψει τις απιστίες της αγαπημένης του. Έτσι και το κοράκι του Πόε. Είναι πρόθυμο να παραδώσει το δυσάρεστο μήνυμα της απιστίας. Της απόλυτης απιστίας. Του θανάτου.

Η επέμβαση του κορακιού αν δεν οφείλεται στον στίχο του A. Pike «…The mocking bird still sits and sings a melancholy strain» (Έδγαρ Άλλαν Πόε Τα ποιήματα, μτφρ. Νίκου Σημηριώτη), ασφαλώς θα πάρθηκε από το μυθιστόρημα του Ντίκενς Barnaby Rudge, γιατί ο Πόε στα 1842 σε μια κριτική του κατηγορεί τον συγγραφέα πως θα μπορούσε να επιτύχει με το κοράκι του μιαν εντονότερη δραματική εντύπωση. Ακόμη και ο τροχαϊκός ρυθμός των στροφών, με τις συχνές εσωτερικές ομοιοκαταληξίες, οφείλεται πιθανότατα στη Lady Geraldine της Ελισάβετ Μπάρεττ, της οποίας μιμείται τον στίχο:

…With a murmurous stir uncertain in the air the purple curtain

Η αρχή από το τέλος, η επωδός Ποτέ πια και ο οριστικός θάνατος 

Σε άλλο σημείο του βιβλίου Έδγαρ Άλλαν Πόε Τα ποιήματα (μτφρ. Νίκου Σημηριώτη) μαθαίνουμε πως το ποίημα αρχίζει στο τέλος. Σε αυτό το σημείο πρωτόβαλε την πένα στο χαρτί συνθέτοντας την στροφή:

Προφήτη είπα, πνεύμα κακό-Όμως προφήτη, πουλί ή δαίμονα!-

Στον ουρανό που κύπτει επάνω μας-στο θεό που και οι δυο λατρεύουμε-

Πες στην περίλυπη ψυχή αν, η μακρινή Εδέμ,

Αγκάλιασε ένα αγιασμένο κορίτσι που οι άγγελοι λένε Λεονόρα-

Αγκάλιασε ένα έξοχο λαμπερό κορίτσι που οι άγγελοι λένε Λεονόρα

Είπε το Κοράκι, Ποτέ πια (Έντγκαρ Άλλαν Πόε ποιήματα, μτφρ. Ζωή Ν. Νικολοπούλου, εκδ. Ηριδανός) 

Όσον αφορά τη λέξη Ποτέ πια, αγγλικά Nevermore, στην καταθλιπτική εκείνη περίοδο που η γυναίκα του πέθαινε, βασάνιζε χωρίς άλλο τη σκέψη του ποιητή με την επιμονή ακουστικής φρεναπάτης. (Τα ποιήματα, μτφ. Νίκος Σημηριώτης, εκδ. Ζαχαρόπουλος)

Το ποίημα εκδόθηκε το 1845. Από την πρώτη στιγμή αποτυπώνεται η σωματική και πνευματική κατάσταση του μονήρη ήρωα.

Στοχαζόμουν, αδύναμος, αποκαμωμένος

 Το φυσικό περιβάλλον είναι το ταραγμένο εγώ του. Όλα πέθαιναν.

 Κάθε έρημο κάρβουνο που ξεψυχούσε

 Και τα φύλλα της ψυχής του θρόιζαν.

 Κάθε πορφυρής κουρτίνας το μεταξένιο, περίλυπο, απρόσμενο θρόισμα

Με ανατρίχιαζε

 Επιστρέφει (για λίγο) στη νηφαλιότητα. Ο χτύπος στην πόρτα τον οδηγεί στο έρεβος. Το κοιτούσε και αναζητούσε τη Λεονόρα. Η αναμονή για τον εισβολέα γίνεται καθηλωτική.

 Σίγουρα είπα, σίγουρα είναι κάτι στου παραθύρου μου τις γρίλιες

 Τότε,

 Μπήκε Κοράκι επιβλητικό

[…]

Κούρνιασε στην προτομή Παλλάδος

 Ο επισκέπτης είναι σαρκαστικός, σαδιστικός.

 Ύστερα το εβένινο πουλί ξεγέλασε τη λυπημένη μου ψευδαίσθηση χαμογελώντας

 Ο διάλογος ξεκινά. Ο οικοδεσπότης έχει ακόμη διαύγεια πνεύματος και προσπαθεί να δει το πουλί όπως είναι. Μια αληθοφανή οπτασία και τίποτε παραπάνω. Για λίγο όμως. Η μοναξιά και η μελαγχολία τον κάνουν να αναζητά την ελπίδα παντού.

 Το πρωί θα με αφήσει εκείνο όπως οι Ελπίδες μου με εγκατάλειψαν στο παρελθόν

 Η μονότονη, επαναλαμβανόμενη επωδός γίνεται και δική του.

 Που της Ελπίδας του οι θρήνοι θλιμμένη επωδό αποκτήσανε

 Το χαμόγελο του κορακιού είναι άλλη μια έκφραση του μηνύματος που κουβαλά. Τα πάθη και τα συναισθήματα αναμοχλεύονται. Στρέφεται στο Θείο για καταφυγή, αλλά το κοράκι δεν τον αφήνει ήσυχο. Η δυστυχία γίνεται τρόμος.

 Υπάρχει- υπάρχει βάλσαμο παρηγοριάς στη Γαλαάδ; -Πες μου-Πες μου, σε ικετεύω!

 Απευθύνεται στον δαίμονα, το κοράκι, και επικαλείται την ευσπλαχνία του. Το Ποτέ πια σαν πυρωμένο σίδερο τον πληγώνει.

 Βγάλε το ράμφος σου απ’ την καρδιά μου, πάρε μακριά τη μορφή σου από την πόρτα μου!

 Το κοράκι γίνεται σύμβολο οριστικού θανάτου.

 Και το Κοράκι δεν πέταξε, κάθεται ακίνητο, κάθεται ακίνητο

[…]

Και το φως της λάμπας που πέφτει πάνω του ρίχνει τη σκιά του στο πάτωμα

Και η ψυχή μου από τούτη τη σκιά που τρεμάμενη κείτεται στο πάτωμα

Δεν θα σηκωθεί-Ποτέ πια!

Πηγές: 

Έδγαρ Άλλαν Πόε, Τα ποιήματα, μετάφραση Νίκου Σημηριώτη, εκδ. Ζαχαρόπουλος

Έντγκαρ Άλλαν Πόε, ποιήματα, μετάφραση Ζωή Ν. Νικολοπούλου, εκδ. Ηριδανός

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις