Προεδρικές στη Βραζιλία: το φάντασμα της χούντας δηλώνει παρόν

Μια αναμέτρηση και πέρα από τις κάλπες

| 08/10/2018

Ο Jair Bolsonaro, ο επικρατέστερος υποψήφιος για να περάσει από τον α’ γύρο των προεδρικών εκλογών, στη Βραζιλία, δήλωνε το 1999 σε κανάλι της κρατικής τηλεόρασης: «Είμαι υπέρ των βασανιστηρίων… και πρέπει να σκοτώσουμε 30.000 ανθρώπους που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, αρχής γενομένης από την ηγεσία της. Όχι να τους διώξουμε από τη χώρα, αλλά να τους σκοτώσουμε. Αν μεταξύ αυτών, σκοτωθούν και αθώοι, τόσο το χειρότερο…» αλλά τι να κάνουμε, είναι η λογική κατάληξη της συλλογιστικής του. O Jais Bolsonaro βρίσκεται δύο γύρους μακριά από την προεδρία της πολυπληθέστερης και πλουσιότερης χώρας της Λατινικής Αμερικής.

Ο Bolsonaro είναι το τερατώδες αποτέλεσμα του ότι στη Βραζιλία επικράτησε σιωπή και κανείς δεν πλήρωσε για τα εγκλήματα της δικτατορίας (1964 – 1985), εκτιμά η Guardian, σε άρθρο της που τιτλοφορείται «Πώς ένα ομοφοβικό, μισογύνικο, ρατσιστικό “πράγμα” έφτασε να έχει πιθανότητες να είναι ο νέος πρόεδρος της Βραζιλίας»;  

Η χρήση του όρου «πράγμα» αντί του ονόματός του έχει κυριαρχήσει στα κοινωνικά δίκτυα και δεν είναι, όπως αναφέρεται στο άρθρο, τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς το λόγο, σταχυολογώντας ορισμένες από τις δηλώσεις του:

«Δεν θα σε βιάσω γιατί είσαι άσχημη» ήταν η αντίδρασή του στην Maria do Rosario, βουλευτή του Κόμματος των Εργατών στο Κογκρέσο της χώραςΠροτιμώ να σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό ο γιος μου παρά να βγαίνει ραντεβού με άντρα», είναι μια άλλη ενδεικτική, των απόψεών του, φράση. Νοσταλγός της αιμοσταγούς βραζιλιάνικης χούντας, ο πρώην στρατιωτικός Bolsonaro δεν κρύβει τις απόψεις του υπέρ των βασανιστηρίων και της φυσικής εξόντωσης των πολιτικών του αντιπάλων, όπως λέει σαφώς και στο video που προηγήθηκε.

Ενδεικτικό και μόνο είναι ότι όταν υποχρεώθηκε σε παραίτηση η εκλεγμένη πρώην πρόεδρος Dilma Rousseff, (δια μέσου μιας αμφιβόλου νομικής ορθότητας διαδικασίας παραπομπής στη δικαιοσύνη) ο Bolsonaro αφιέρωσε την ψήφο του υπέρ της καθαίρεσής της, «στην μνήμη του συνταγματάρχη Carlos Alberto Brilhante Ustra, ενός από τους πλέον γνωστούς για τη σαδιστική συμπεριφορά του, βασανιστές της χούντας (1964 – 1985), ο οποίος ουδέποτε λογοδότησε για τα εγκλήματά του. Ο Ustra ήταν ένας από τους κύριους βασανιστές της Rousseff που είχε φυλακιστεί κατά τη διάρκεια της χούντας για την αντιδικτατορική της δράση. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό, οι υποστηρικτές του αλλά και τα ίδια τα παιδιά του κυκλοφορούν, στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας, με μπλουζάκια με το πρόσωπο του Ustra όπου αναγράφεται η φράση «o Ustra ζει». Άλλωστε, ο ίδιος έχει δηλώσει ο Χιλιανός δικτάτορας Pinochet δεν σκότωσε όσους θα έπρεπε να είχε σκοτώσει.

Δεν έχει επίσης ουδέποτε κρύψει τις ρατσιστικές του απόψεις, υποστηρίζοντας ότι οι quilombolas, δηλαδή οι μαύροι απόγονοι των Αφρικανών σκλάβων που εξεγέρθηκαν ενάντια στους αποικιοκράτες, δεν αξίζουν τίποτε, δεν κάνουν τίποτε, «δεν είναι καλοί ούτε για αναπαραγωγή»! Και συνεπής με την λογική του διακηρύττει ότι εφόσον εκλεγεί πρόεδρος (έχοντας μάλιστα απειλήσει ότι δεν πρόκειται να δεχτεί ένα αποτέλεσμα που δεν θα τον κάνει πρόεδρο!), ο κάθε πολίτης θα έχει δικαίωμα να έχει ένα όπλο στο σπίτι του, και ότι δεν πρόκειται να παραχωρηθεί ούτε ένα εκατοστό σε ιθαγενείς ή quilombolas.

Αν όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι από Donald Trump, πολύ σωστά συμβαίνει αυτό. Σύμβουλος του απόστρατου Bolsonaro είναι ο Steve Bannon, o ακροδεξιόw «σύμβουλοw εκστρατείας και στρατηγικού σχεδιασμού» του Trump. Και προφανώς διόλου τυχαία δεν είναι αυτά τα πράγματα. Ο Αμερικανός πρόεδρος συναντήθηκε πρόσφατα με τον πρόεδρο της Αργεντινής και επίκειται συνάντηση με τον πρόεδρο της Χιλής «αποδεικνύοντας ότι οι ΗΠΑ επιστρέφουν στην «αυλή» τους και ο τραμπισμός ως «μολυσματική ασθένεια» εξαπλώνεται. Οι εξελίξεις αφορούν όλη τη Λατινική Αμερική, πρωτίστως όμως δύο χώρες: τη Βενεζουέλα και, δευτερευόντως, τη Βολιβία» σημειώνει η Χρ. Μαυροπούλου στο «Βραζιλία: Ο “κανένας” απέναντι στη δεξιά στροφή», όπου τονίζεται ότι ο υποψήφιος του Κόμματος των Εργατών (ΡΤ) Fernando Haddad, ακόμη και αν καταφέρει να επικρατήσει στον β΄γύρο, είναι εμφανές ότι δεν έχει καταφέρει να πείσει την πλειοψηφία που στις δημοσκοπήσεις αρνείται να επιλέξει υποψήφιο, έχοντας, και αυτός, δώσει τις καλύτερες εγγυήσεις στο κεφάλαιο.

Είναι μάλλον προφανές, μετά από όλα αυτά, γιατί πλήθος γυναικείων οργανώσεων, οργανώσεων δικαιωμάτων, κινήματα βάσης, περιβαλλοντικοί ακτιβιστές (ας υπενθυμιστεί εδώ ότι η Βραζιλία παραμένει μία από τις πιο επικίνδυνες χώρες για τους αγωνιστές ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος) και αριστερές οργανώσεις έχουν ξεκινήσει παθιασμένη εκστρατεία εναντίον του με το χαρακτηριστικό hastag #NotHim. Στο πλαίσιο μάλιστα της καμπάνιας αυτής, διοργανώθηκε μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις γυναικών στη χώρα τα τελευταία χρόνια, στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Ποδοσφαιρικοί αστέρες στο πλευρό του νοσταλγού της χούντας

Η υποψηφιότητα του Bolsonaro έχει φέρει μέγιστη αναστάτωση και στην μεγάλη αγάπη των Βραζιλιάνων το ποδόσφαιρο. Καθώς μια σειρά από μεγάλα ονόματα των γηπέδων, παρά το γεγονός ότι προέρχονται από φτωχά περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα, έχουν σπεύσει να δηλώσουν ανοιχτά την υποστήριξή τους. Οι Lucas Moura, Ronaldihno, Kaka, Felipe Melo και πολλοί ακόμα είναι στο πλευρό του Βραζιλιάνου Trump προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις συνδέσμων φιλάθλων με χαρακτηριστικότερη την δημόσια ανακοίνωση του οργανωμένου συνδέσμου οπαδών της Κορίνθιανς, όταν όταν δύο παίκτες της ομάδας εξέφρασαν στήριξη για τον Bolsonaro. «Ξέρετε την ιστορία μας; Γνωρίζετε ότι κατά την ίδρυση μας, το 1969, ζούσαμε στη μέση μιας στρατιωτικής δικτατορίας; Γνωρίζετε την καταπίεση που υπέφεραν οι ιδρυτές μας για την ανάδειξη της σημαίας υπέρ της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων των λαών μας;» Και κάλεσαν όποιο από τα 112.000 μέλη του συλλόγου σκοπεύει να τον ψηφίσει να διαγραφεί αμέσως από την ομάδα, όπως αναφέρεται στο άρθρο του Ηλία Ευταξία «Οι Βραζιλιάνοι αστέρες στηρίζουν τον ακροδεξιό Μπολσονάρο».

Γιατί όμως τον στηρίζουν; Κατά τον Flavio de Campos, καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, που μελετά τη σχέση του ποδοσφαίρου με την κοινωνία και την πολιτική, στο ίδιο άρθρο, η στάση αυτή οφείλεται στην έλλειψη εμπιστοσύνης στην έννοια της δημοκρατίας, την οποία θεωρούν «χάσιμο χρόνου». «Αυτές οι φασιστικές προοπτικές βασίζονται σε δύο πυλώνες. Οι αποτυχίες και η αστάθεια της δημοκρατίας και το ζήτημα της διαφθοράς. Αυτά είναι τα δύο βασικά επιχειρήματα … που προσελκύουν ανθρώπους». Για άλλους όπως ο αθλητικογράφος Bruno Rodrigues  ο λόγος του Bolsonaro είναι εύπεπτος, γίνεται εύκολα κατανοητός. «Προσφέρει επίσης την εύκολη λύση. Πώς θα λύσουμε το πρόβλημα της εγκληματικότητας; Δίνοντας όπλα στους πολίτες. Αν κάποιος κλέψει ένα σπίτι, ο πολίτης έχει το δικαίωμα να πάει και να σκοτώσει τον ληστή. Οι ποδοσφαιριστές καταλήγουν να ενστερνίζονται αυτόν τον λόγο της εύκολης λύσης επειδή δεν ενδιαφέρονται, δεν επιδιώκουν να ενημερωθούν. Είναι εύκολο και άνετο γι ‘αυτούς». Και φυσικά πλέον οι φαβέλλες, η φτώχεια και ό,τι αυτό συνεπάγεται δεν τους αφορούν προσωπικά: έχουν αλλάξει κοινωνική θέση. Συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς που έχουν να χάσουν από τους φτωχούς.

Όπως και να έχει, ένα είναι βέβαιο: οι εξελίξεις στη Βραζιλία, ο βαθύς κοινωνικός διχασμός και η αναβίωση των πιο σκοτεινών χρόνων της πρόσφατης ιστορίας της χώρας είναι, ήδη, γεγονός. Ακολουθώντας τα τεκταινόμενα με ανάλογο ή παρόμοιο τρόπο και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, είναι σαφές ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός επιδιώκει, και έχει πετύχει, να ανατρέψει τάσεις και κατακτήσεις και να αποκαθιστά, αργά μεν σταθερά, προς το παρόν, δε, εν μέσω της συνεχιζόμενης καπιταλιστικής κρίσης, τον έλεγχο στο «μαλακό υπογάστριό» του. Με ανοιχτές τόσες πληγές και μέτωπα ανά τον πλανήτη, είναι ένα ρίσκο που δεν θα άφηνε να αιωρείται. Όσο η διαδικασία οπισθοδρόμησης συνεχίζεται, τόσο το τίμημα θα γίνεται ολοένα πιο βαρύ για τους άμεσα ενδιαφερόμενους: τους λαούς της τόσο πλούσιας και ταλανισμένης αυτής περιοχής.

Είναι εμφανές ότι η «εποχή των τεράτων» δεν μας απειλεί: είναι ήδη εδώ. Και δεν αφορά μόνο τη Βραζιλία. Και όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, αντιδράσουμε, χωρίς «ναι μεν αλλά…» και μεσοβέζικες αυταπάτες, χωρίς συζητήσεις επί «παρθενογενέσεων» αλλά  με συνειδητοποίηση ότι είναι το εγγενές δηλητήριο του καπιταλιστικού τέρατος στο οποίο ζούμε, τόσο πιο γρήγορα θα απαλλαχθούμε από αυτά και την μήτρα που τα γεννά.

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες αγάπες, την ψυχολογία και τη δημοσιογραφία, την μία την σπούδασε και την άλλη την έκανε επάγγελμα. Καμβάς το διεθνές ρεπορτάζ. Eκεί που δυστυχώς οι ζωές γίνονται ακόμη αριθμοί. Αγαπημένη ερώτηση: γιατί. Αγαπημένο μέσο: οι λέξεις, γραπτές ή ραδιοφωνικές. Μετά κόπων και βασάνων, κατάφερε να ολοκληρώσει διδακτορική διατριβή, όπου αποπειράθηκε να συνδυάσει πολιτική φιλοσοφία και σύγχρονες εξελίξεις.