Προς το νέο Μεσαίωνα (μια πτυχή..)
...ή ένα νέο πνεύμα ζωής

Μιλάμε για τους μνημονιακούς καιρούς με γλώσσα και πνεύμα οικονομίας και πολιτικής. Και σωστά, από την άποψη των αναγκών και της αναγκαιότητας, από την άποψη των όλων υλικών πλαισίων της ζωής μας, που καταστρέφονται, σαρώνονται, γίνονται θυσία στην κερδοφορία του κεφαλαίου και την ισχύ των ελίτ. Παραγωγική αποδιάρθρωση, τρομακτική ανεργία, φτωχοποίηση, αυτοκτονίες, κατεδάφιση εκπαιδευτικού συστήματος και υγειονομικού δικτύου, λεηλασία του δημόσιου πλούτου. Ωστόσο, κάθε «κοινωνικό» συντελείται εντός του πολιτισμικού και του ανθρώπινου, και οι βαθιές και μακροπρόθεσμες μεταβολές εδώ είναι που καθορίζουν τη μοίρα της ατομικής και συλλογικής ύπαρξης. Η «αποτυχία του πολιτισμού» είναι απότοκο και επικαθοριστής της «αποτυχίας του ανθρώπου».
(Φωτογραφία: Ο σκεπτόμενος στο The Gates of Hell στο Musée Rodin)
Η κοσμοθεωρία της Σχολής του Σικάγου θεμελιώνεται στην υποβολή της (αυτ)απάτης ότι τα οικονομικά φαινόμενα (ως γεγονότα και ως διαχείριση) πρέπει να γίνονται αντιληπτά σαν φυσικά! «Ο πυρήνας των αγιοποιημένων διδαχών της Σχολής του Σικάγου συνίστατο στο ότι οι οικονομικές δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης, του πληθωρισμού και της ανεργίας, είναι σαν τις δυνάμεις της φύσης σταθερές και αμετάβλητες[….] ‘Όπως αυτορυθμίζονται τα οικοσυστήματα, διατηρώντας την ισορροπία τους, έτσι και η αγορά[…]Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο του Χάρβαρντ, Ντάνιελ Μπελ, αυτή η αγάπη για ένα εξιδανικευμένο σύστημα είναι το καθοριστικό γνώρισμα της ακραίας οικονομικής θεωρίας της ελεύθερης αγοράς. Ο καπιταλισμός εκλαμβάνεται ως ένα πολύτιμο σύνολο κινήσεων ή ένας ουράνιος μηχανισμός ρολογιού, ένα έργο τέχνης τόσο επιβλητικό που σου θυμίζει τα διάσημα έργα τού Απελλή…» [Ναόμι Κλάιν, «Το δόγμα του Σοκ»]. ‘Ολο αυτό το επιστημονίστικο παραλήρημα, όμως, εξυπακούει μια συλλογική αντίδραση και βίωση ανάλογης δυναμικής.
Παραμορφωμένη εμπειρία, ψυχολογική πίεση και συστημική πλύση εγκεφάλου, επιβάλλουν νέα εσωτερικά φίλτρα που ενισχύονται και από το ρεαλισμό των γεγονότων
Από τη μια μέρα στην άλλη, λες με τον «συνωμοτισμό» μιας «μαγείας», ο οικογενειάρχης δε μπορεί να αγοράσει μολύβια στα παιδιά του, ο συνταξιούχος στερείται τα φάρμακά του, ο απέναντι απελπισμένος σαλτάρει από το μπαλκόνι. Η βία της ακατανόητης αλλαγής, δίνει απόλυτο κύρος στη βία μιας εξουθενωτικής διαχείρισης.
Είναι κάτι σαν «μοίρα» αναπόφευκτη, και το ανθρώπινο καλείται απλώς να προσαρμοστεί. Μια «προσαρμογή» που, πέραν των προφανών ταξικών-εξουσιαστικών «μεταφράσεών» της, αντανακλάται και στη συνείδηση με τη μορφή μιας «υπαρξιακής συναίνεσης στο μοιραίο». Κι αυτή, με τη σειρά της, αποφορτίζει το ανθρώπινο από κάθε πνεύμα πρωτοβουλίας, παράγοντας ανθρωπότυπους με βούληση υπακοής.
Η συγκεκριμένη οικονομικοταξική διαχείριση, αναβαθμίζει τη χειραγώγηση, την «αυτονομεί» σε σχέση με τις κλασικές τεχνικές κατασκευής υποτελών, και της δίνει το «νόημα» μιας ανθρώπινης «επιλογής» σε συνθήκες ειδικής «απειλής»
Η τρομοκρατική κινδυνολογία τρέπεται σε «ανταπόκριση» των ψυχών και των πνευμάτων σε «αυτονόητους καθολικούς πραγματικούς κινδύνους». Δεν πρόκειται για απλή, τυπική «αυτοενοχοποίηση» αλλά για «συνειδητή» συμμετοχή στην απόκρουση της «φυσικής επίθεσης». Από το περιβόητο βρετανικό «my home, my castle», εισερχόμαστε στην εθελοντική αυτοαντίληψη ως «κοινωνικού οχυρού». Δεν είναι απλώς μια ιδιωτική περιχαράκωση, αλλά μια «μάχη» με κοινωνική καταξίωση και ηθική επένδυση. Δεν είναι το παλιό μίζερο «ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά», αλλά ο «μοντέρνος ρεαλισμός» της κατά βάση κατάφασης αλλά με όρους «δυνητικής βελτίωσης».
Οι σχέσεις υπεραπλουστεύονται (περιορίζονται στο πεδίο της καθημερινότητας), η κοινωνία ομογενοποιείται, το παρόν ρυθμίζει την απόφαση. Μιλάμε πάντα για μυαλά και συνειδήσεις «εκπαιδευμένα» επί αιώνες σε μια αντίληψη ζωής εντελώς «απτή» και «φυσική» και «υλική». Ο άνθρωπος της αστικής κοινωνίας (κι εδώ είναι πολύτιμη η ανάλυση της Σχολής της Φρανκφούρτης) «οργανώνεται» σε ένα βιοτικό μοντέλο στατικά εμπειρικό/συμπεριφορικό. Η απόσταση από την υπαγωγή του σε μια «κατάσταση» μοιρολατρικής αυτοαναίρεσης είναι μηδενική.
Αυτά που ακυρώνονται, στη σφαίρα της συνείδησης, είναι η δυναμική σχέση του ανθρώπου με την ιστορία, η λογική πρόσληψη των φαινομένων, η ελπίδα με την έννοια της «παιζόμενης» ενεργητικότητας, η πίστη στις ζωοποιές αξίες της αλληλεγγύης και της κοινής δράσης, το προνόμιο του ανθρώπινου όντος να στοχάζεται και να ονειρεύεται και να φιλοτεχνεί όραμα εν χρόνω
Το «βιοτικό», ως θεμελιώδης συστημική κοινωνική αξία, επικυριαρχεί και εξουδετερώνει κάθε ποιοτική πρόσληψη. Άλλωστε, και η συμβατική μοριακή εμπειρία βεβαιώνει ότι τα πάντα έχουν δύο όψεις: η «κανονική» ζωή (αφθονία, απόλαυση) υπαινίσσεται την «εκτροχιασμένη» ζωή (στέρηση, ένδεια). Καμιά «πολιτική» δεν είναι αποστασιοποιημένη τεχνοκρατία: είναι διεκπεραιώσεις προγραμμάτων που υλοποιούν ένα κοσμοείδωλο. Και κανένα κοσμοείδωλο δεν είναι μια γενική παράσταση «οργανωμένης κοινωνικής μορφής»: είναι μια αντίληψη για το είναι και το πράττειν του ανθρώπου, για τον ρόλο και τη θέση του μέσα στον κόσμο.
Οι ειδικές μορφές, υπό τις οποίες προωθούνται αυτές οι επιδιώξεις, οι ορισμένοι ιστορικοκοινωνικοί όροι, είναι μεν κεφαλαιώδες ζήτημα (αφού καθορίζει τα πολιτικά πλάνα ρήξης και ανατροπής) αλλά δεν πρέπει να αποκρύπτει το, ας το πούμε, «οντολογικό βάθος» των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών. Έχει ειπωθεί ότι «για να μη φανεί το αόρατο χέρι, πρέπει να μη βλέπει το μάτι». Και η κατάργηση αυτής της όρασης δεν είναι φυσικό ζήτημα, αλλά αφορά την αίσθηση των πραγμάτων, την αντίληψη των γεγονότων. Δεν είναι θέμα «πληροφόρησης», αντιθέτως: οι «πληροφορίες» (ως ασύνδετη «γνώση») στηρίζουν την πλάνη.
Η ριζική αποδόμηση του «αυτόβουλου ενεργητικού ανθρώπου» είναι το κρίσιμο «μπαμ» σε ένα τεχνητό γίγνεσθαι που φιλοδοξεί να αναδιαρρυθμίσει την ιστορία
Γενικά ο μετανεωτερικός καπιταλισμός, και ειδικότερα, το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, εισηγούνται μια επανασημασιολόγηση του ανθρώπινου με όρους «φιλοσοφημένης παθητικότητας». Δεν είναι απλά ο τηλεκατευθυνόμενος «άνθρωπος καταναλωτής», δεν είναι απλά ο πολτοποιημένος «εργασιοάνθρωπος»: είναι κυρίως μια νεοφαταλιστική συνείδηση που αυτοτελματώνεται στην πιο εκχυδαϊσμένη εμπειρική «αποδοχή» του θετικισμού. Η ζωή είναι παθητική βιολογία, ο κόσμος είναι άδειος από νόημα, ο θάνατος είναι η ιδρυτική συνθήκη του πράττειν.
Με τους τρόπους αυτούς, από τη «μάζα»(που η Χάνα ‘Αρεντ την αναγνώριζε στην πολιτισμική/ανθρωπολογική βάση του φασισμού) μεταβαίνουμε στη «μαζική απρόσωπη υποκειμενικότητα». Σε τι διαφέρουν; Η πρώτη-εκκινεί από το άτομο αλλά ως αυτοεκχωρούμενο στην εξωτερική «δύναμη-ηθική» (έτσι προκύπτουν οι ποικιλόχρωμοι Φύρερ). Η δεύτερη-απολαμβάνει τον εγκλεισμό στο ατομικό/ιδιωτικό ως πεποίθηση «δικαιωμένου μηδενισμού». Να γιατί και ο σημερινός νεοναζισμός δεν ενσωματώνει τίποτα το πρωτότυπο (γι’ αυτό και στην πραγματικότητα έχει απλώς τον χαρακτήρα μιας «αντίδρασης»), αλλά και η «ριζοσπαστική αντιπολίτευση» εξαντλείται σε επικλήσεις των «παραβιασμένων αρχών του Διαφωτισμού» (λες και το ίδιο ακριβώς δεν επικαλείται ο Φρίντμαν..). Ο πολιτικός λόγος, ασυνείδητα ετεροκαθορισμένος από αλλαγές στο συνειδησιακό επίπεδο των ανθρώπων, απλώς κυνηγάει την ουρά του. Η ντοστογιεφσκική ανάλυση της «εσωτερικότητας» (ρητά στο Υπόγειο) αποδεικνύει το ορθόν της, αλλά και το ορθόν(=αποτελεσματικό) του κυνισμού των εγκληματιών του Σικάγου.
«Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα» λοιπόν! Και η Κατερίνα Γώγου φώναζε ότι «στο μυαλό είναι ο στόχος». Αυτό που εξελίσσεται-και η νεοφιλελεύθερη καταιγίδα είναι απλώς ένα μεταβατικό στάδιο-είναι ο πρακτικός προσδιορισμός μιας νέας ανθρωπολογίας: με τον άνθρωπο σε ρόλο δομικού νεοδουλοπάροικου.
Αν η ιστορία δεν είναι ούτε «γραμμική εξέλιξη» ούτε «έργο ειδικών», τότε κάθε «στοίχημα» είναι ανοιχτό
Οι σύγχρονες αντιστάσεις δεν μπορούν να μαραίνονται μέσα στα θερμοκήπια των «πλάνων». Πρέπει να εξερευνήσουν τις ζούγκλες της αυτογνωσίας τους πέρα από όσα οι «ειδικοί» ορίζουν γι’ αυτές. Το πρώτο και κρίσιμο είναι να δουν τη μοίρα τους σε σχέση με αυτές τις εξελίξεις, και να απευθυνθούν στους ανθρώπους με τη σκληρή αλήθεια μιας εσωτερικής αποδόμησης που απαιτεί νέο πνεύμα ζωής. _
* Νίκος Σταθόπουλος, φιλόλογος