Προς υπεράσπιση της "πόλης-χουζούρι και ραχάτι"

και η μάχη απέναντι στο μίσος για τη δημόσια ζωή

| 19/06/2014

Στην τριλογία της η «αποτυχία των πεζόδρομων» η Σώτη Τριανταφύλλου ξεδιπλώνει την κριτική της για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου. Το ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτήν τη σειρά κειμένων δεν είναι τόσο η στάση της απέναντι σε ένα, έτσι και αλλιώς, αμφιλεγόμενο έργο (δείτε τη συμβολή του Κώστα Βουρεκά στο Περιοδικό), αλλά ο τρόπος με τον οποίο χτίζει το σκεπτικό της. Τα κείμενα αποτελούν μια επίθεση σε κάθε τι, που συγκροτεί τη δημόσια ζωή στο χώρο και ένα μανιφέστο εκμηδένισης όλων των χαρακτηριστικών της μεσογειακής αστικής κοινωνικότητας. Δείχνει επίσης τα επίπεδα ακραίου συντηρητισμού που μπορεί να φτάσει η (νεο)φιλελεύθερη σκέψη.

Η βασική θεωρητική κατεύθυνση είναι γνωστή ήδη από τις δεκαετίες του ’70 και ’80 και τη βλέπουμε σε μια σειρά  έργων εκείνης της περιόδου, που υποστηρίζουν ότι για τα κοινωνικά προβλήματα φταίνε χωρικές λύσεις ή το ανάποδο, σε μια έκφραση ενός ακραίου Θατσερισμού στις επιστήμες χώρου. Τέτοιο είναι το έργο της γεωγράφου Alice Coleman, που στο βιβλίο της «Ουτοπία σε δίκη», που εκδόθηκε το 1985, θα εξαπολύσει σφοδρή επίθεση ενάντια στην Κοινωνική Κατοικία στην Βρετανία. Αντίστοιχα η «θεωρία των προστατευμένων χώρων» του Oscar Newman στα τέλη της δεκαετίας του ’70, θα προσπαθήσει να βρει σχεδιαστικές λύσεις για τον «έλεγχο» της «αντικοινωνικής συμπεριφοράς» και την καταπολέμηση της «εγκληματικότητας» στο δημόσιο χώρο. Δεν είναι περίεργο ότι σε πολλές περιπτώσεις η προσήλωση αυτή στην ασφάλεια θα οδηγήσει σε «πόλεις με τείχη» (gated cities), στον “μιλιταρισμό του χώρου” ή και ακόμη να μπορεί να δικαιολογήσει την πρόσφατη λύση που έδωσε η αλυσίδα Tesco για την «αντιμετώπιση» των αστέγων στην Μ. Βρετανία.

"Homeless Spikes" η νέα τάση στην λύση του "προβλήματος" των αστέγων

“Homeless Spikes” η νέα τάση στην λύση του “προβλήματος” των αστέγων

Στην ελληνική περίπτωση βέβαια, στο στόχαστρο της πολυταξιδεμένης συγγραφέως δεν έχουμε την Κοινωνική Κατοικία αλλά τους πεζόδρομους. Το γενικό πλαίσιο που αναπτύσσει η Σώτη Τριανταφύλλου είναι διπλό. Αφού κάνει μια πλήρως αντιεπιστημονική συσχέτιση των παρεμβάσεων στις Αμερικανικές πόλεις τη δεκαετία του 1950-60, με την Αθήνα του σήμερα, υποστηρίζει ότι οι πεζόδρομοι ως πολεοδομική επιλογή στις ελληνικές πόλεις σημαίνουν εγκληματικότητα, ναρκωτικά και εξαθλίωση. Για την συγγραφέα, η πεζοδρόμηση της Τοσίτσα οδήγησε στο να φτιαχτεί “πιάτσα ναρκωτικών”. Η πεζοδρόμηση της Τσαμαδού και της Μεσολογγίου οδήγησε στο να γίνουν κέντρο αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Όπως αναφέρει: «εντυπωσιακό παράδειγμα είναι η οδός Μεσολογγίου, όπου, καθόλου τυχαία, σκοτώθηκε ο νεαρός Αλέξης Γρηγορόπουλος» (Το διαβάσαμε και αυτό για τη δολοφονία φταίνε οι πλακοστρώσεις!). Ενώ τα Προπύλαια «έχουν εξευτελιστεί, εφόσον, περιέργως, χρησιμεύουν ως χώρος διαδηλώσεων ή και ως κατασκήνωση απεργών».

Το πρόβλημα βέβαια είναι ακόμη πιο βαθύ, καθώς οι πεζοδρομήσεις ενισχύουν για τη συγγραφέα τις «ελληνικές παθογένειες». Την «φιλοσοφία του φραπέ, της πόλης-χουζούρι και ραχάτι». Σε αυτό το σημείο αρχίζουν να μπαίνουν και τα δίπολα των διαφόρων «μονόδρομων» όπως πολύ συχνά μας συνηθίζει ο κυρίαρχος λόγος: «τι λογής οικονομία και κοινωνία: κοινωνία αργόσχολων «flâneurs» ή εργαζομένων σε δυναμικό και πολύβουο αστικό κέντρο» και αν η Αθήνα θέλει να γίνει μια «σοβαρή» δυτική μητρόπολη «χρειάζεται φυσιογνωμία μητρόπολης, όχι «κάτι το ωραίον» για χασομέρηδες».

Ας φανταστούμε τώρα για μια στιγμή αυτό το «πολύβουο αστικό κέντρο», τη «φυσιογνωμία μητρόπολης» στη βάση των στοχεύσεων της συγγραφέως. Δεν θα έχει προφανώς αυτές τις «εξευτελιστικές» διαδηλώσεις και απεργίες, και πιθανώς καμία συλλογική δράση στο δημόσιο χώρο. Στην Αθήνα οι χασομέρηδες δε θα μπορούν να πάνε μια βόλτα τους ανοιξιάτικους μήνες από το Σύνταγμα στον πεζόδρομο της Ερμού και από εκεί για φραπέ στο Θησείο. Στη Θεσσαλονίκη δύσκολα θα μπορείς να χουζουρέψεις τα απογεύματα ξαπλωμένος ανάσκελα σε εκείνη την ξύλινη πλατφόρμα στην προβλήτα στο Λιμάνι. Ενώ στο Βόλο, το άραγμα στα πεζούλια της παραλίας τους θερινούς μήνες μάλλον θα διώκεται ποινικά.

Από την άλλη σκέφτομαι και κάτι αφελείς κουτόφραγκους αρχιτέκτονες που βλέπανε “τα παλιά, τα καλά τα χρόνια”, την αστική ζωή στην Αθήνα σαν κάτι ιδιαίτερο και μοναδικό. Όπως ο Γάλλος αρχιτέκτονας Richard Scoffier που έγραφε κάπου στα 90’s: «χωρίς καν να το καταλάβει, η άσεμνη κυρία με το μαγιό στον αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας που συνδέει τον Πειραιά με το Φάληρο κάνει πράξη την πόλη της ιδιωτικότητας που είχε αναπτύξει η Archigram στη δεκαετία του 60’ […] Στα διαχωριστικά και στις μπάρες των δρόμων, έχουν λάθρα υλοποιηθεί, θα λέγαμε, το πιο τολμηρά μανιφέστα του Claude Parent και του Paul Vilirio». Ή κάτι ανίδεους φοιτητές από το Πολυτεχνείο της Ζυρίχης που ήρθαν να μελετήσουν την ελληνική πολυκατοικία σαν μοντέλο κοινωνικής συνοχής πριν από κάτι χρόνια.

Πέρα όμως από τους αστεϊσμούς, αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να φανταστώ ποια πόλη ονειρεύεται κάποιος που γράφει με τέτοιο μίσος για τη δημόσια ζωή. Και μάλλον στη βάση και των παραπάνω σκέφτομαι ότι θα πρόκειται για κάτι πολύ τρομαχτικό. Αφού συνήθως όταν οι πόλεις αρχίζουν να κυνηγούν τους «χασομέρηδες», να αναζητούν τη δημόσια τάξη και την πειθαρχία, τότε είναι που χάνουν ένα κομμάτι της ψυχής τους. Το πιο δημιουργικό, το πιο επινοητικό και ελεύθερο.

Δεν πειράζει όμως, θα παλέψουμε και για αυτό. Πέρα από τα δικαιώματα μας στην ζωή και στη δουλειά, θα δώσουμε τη μάχη και για το δικαίωμα στο “χούζουρι και το ραχάτι”*…

Ακτιβιστές στο Λονδίνο ρίχνουν μπετό πάνω στα "καρφία" για τους αστέγους έξω από ένα κατάστημα της αλυσίδας Tesco

Ακτιβιστές στο Λονδίνο ρίχνουν μπετό πάνω στα “καρφιά” για τους αστέγους, έξω από ένα κατάστημα της αλυσίδας Tesco

Δεκάδες "χασομέρηδες" σε παζάρι αλληλεγγύης στην Θεμιστοκλέους στα Εξάρχεια, κάπου το 2013

Δεκάδες “χασομέρηδες” σε παζάρι αλληλεγγύης στην Θεμιστοκλέους στα Εξάρχεια, κάπου το 2013

"Χουζούρηδες" στην Ά προβλήτα του ΟΛΘ στη Θεσσαλονίκη, λίαζονται αδιαφορόντας για την προσέλκυση επενδύσεων.

“Χουζούρηδες” στην Ά προβλήτα του ΟΛΘ στη Θεσσαλονίκη, λιάζονται αδιαφορώντας για την προσέλκυση επενδύσεων.

 

(*Σημ: Στη βάση των παραπάνω -αν και εκ πρώτης, ίσως δεν δει κάποιος προφανής συνάφεια-  μας άρεσε και θέλουμε να σας προτείνουμε να δείτε (όπου την ξαναπετύχετε) την παράσταση “Η οδύνη των ανέργων και το δικαίωμα στην τεμπελιά” από το Θ. Γκώνη και το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, που παίχτηκε και στο Φεστιβάλ Αθηνών και συνδιαλέγεται επί σκηνής με τη διακήρυξη του Πωλ Λαφάργκ για το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο, ως αντίδοτο στην κακοπληρωμένη εξαντλητική εργασία που οδηγεί στη δυστυχία. Θέτοντας μάλιστα μια τέτοια διακύρηξη σε αντιπαράθεση -τόσο ταιριαστά για την εποχή μας- με τους μονολόγους ανθρώπων οι οποίοι βιώνουν την οδύνη της ανεργίας…)

* Ο Δημήτρης Πούλιος είναι αρχιτέκτονας και Υπ. Διδάκτορας Αστικής Γεωγραφίας στο ΕΜΠ.