“Προσοχή! Το βιβλίο είναι ακατάλληλο”
Ο Τζούλιαν Μπαρνς ανησυχεί για τον κίνδυνο τα βιβλία να συνοδεύονται από ειδική σήμανση για το περιεχόμενο τους!

Η πρόσληψη του καλλιτεχνικού έργου δεν είναι εύκολη υπόθεση τον 21ο αιώνα! Η διαπίστωση προκαλεί έκπληξη, άσχετα αν υπάρχει εξήγηση. Μάλλον, γι’ αυτό ακριβώς δημιουργείται η έκπληξη. Η αντιμετώπιση του έργου δεν γίνεται με καλλιτεχνικά, αλλά με προσωπικά-υποκειμενικά κριτήρια που καθοδηγούνται από ανόητες κοινωνικές, αναχρονιστικές νόρμες, παραδόσεις. Δεν εξετάζεται ως κάτι που προκύπτει από τις πολιτικές, κοινωνικές συνθήκες, αλλά ως κάτι που υπάρχει ήδη στο σώμα της πολιτείας και της κοινωνίας! Έτσι αυθαίρετα, βάναυσα. Η αντίληψη για αυτονομία του έργου μάλλον δεν ικανοποιεί την ισοπεδωτική συμπεριφορά που κυριαρχεί στις μέρες μας. Δεν είναι, λοιπόν, αναπάντεχο αυτό που σημείωσε και διαβάσαμε στην “Telegraph” ο βραβευμένος με “Booker” συγγραφέας Τζούλιαν Μπαρνς, ότι δηλαδή θα υπάρχουν σε λίγο καιρό προειδοποιητικά σημάδια στα βιβλία για να… προστατεύουν τους αναγνώστες από άβολες αλήθειες!
Ο Μπαρνς προχώρησε σε αυτή τη δήλωση όταν έμαθε πως προπτυχιακοί φοιτητές έκριναν αρνητικά τη “Μαντάμ Μποβαρύ” εξαιτίας της συμπεριφοράς της πρωταγωνίστριας! Τα τελευταία δύο χρόνια, αρκετά πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν εισαγάγει προειδοποιήσεις ώστε οι φοιτητές τους να είναι προετοιμασμένοι για πιθανό οδυνηρό υλικό. Δημιουργούν έτσι “ασφαλή πεδία” στα οποία απαγορεύεται συγκεκριμένη συμπεριφορά ή γλώσσα και όπως είναι φυσικό έχουν προκαλέσει την αντίδραση των υπερασπιστών της ελευθερίας του λόγου.
Ο Μπαρνς, μιλώντας σε εκδήλωση για τον εορτασμό των 50 ετών του βραβείου “Booker”, παραδέχθηκε ότι τον πειράζει να κρίνονται τα κείμενα του και των συναδέλφων του με μη λογοτεχνικά κριτήρια, όπως είναι οι προειδοποιήσεις, κ.α. Για το αριστούργημα του Φλομπέρ, ανέφερε την αρνητική στάση αμερικάνων φοιτητών οι οποίοι είχαν δηλώσει πως “δεν μου αρέσει επειδή η Μαντάμ Μποβαρύ είναι κακή μητέρα”.
Η υπόθεση αγγίζει τα όρια της φαιδρότητας και της ανησυχίας. Όταν λογοτεχνικά κείμενα -και καλλιτεχνικές πράξεις γενικότερα- κρίνονται βάσει προκαταλήψεων και κοινωνικών ηθών, τότε έχουμε βιασμό της τέχνης. Δεν αποστασιοποιούμαστε, αλλά ούτε μετέχουμε με αληθινό ενδιαφέρον. Απλώς καταγγέλλουμε και ικανοποιούμε τον μικροαστισμό μας. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσεις το γεγονός ότι μαθητές ζήτησαν να πληροφορηθούν εκ των προτέρων όλα τα άσχημα που συμβαίνουν στον “Τίτο Ανδρόνικο” του Σαίξπηρ. Το 2016, το Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ προειδοποίησε τους φοιτητές πως η διάλεξη για τον “Τίτο Ανδρόνικο” θα περιλάμβανε συζητήσεις για σεξουαλική βία. Ως γνωστόν (;) πρόκειται για ένα από τα πιο άγρια θεατρικά του Σαίξπηρ.
Όσον αφορά τον Μπαρνς, η αντίδραση του σε όλο αυτό προέκυψε όταν σε παρουσίαση του βιβλίου του “The Only Story”, δέχτηκε μια περίεργη ερώτηση από γυναίκα. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον ηλικιωμένο αφηγητή να θυμάται την επιστροφή σπίτι από το πανεπιστήμιο στις αρχές των 60’s και τη σχέση που ξεκίνησε με μεγαλύτερη γυναίκα. Η ερώτηση, λοιπόν, ήταν “Γιατί στο τελευταίο σας βιβλίο η μεγαλύτερη γυναίκα περνά άσχημα με τον νεαρό άνδρα;”. Ο Μπαρνς απάντησε πολύ απλά ότι “έτσι ήταν η ιστορία”. Η τέχνη δεν έχει όρια και δεν είναι συντηρητική. Η αξία ενός έργου σε προσωπικό επίπεδο ορίζεται από την ευφορία που σου προκαλεί ή δεν σου προκαλεί. Αν σου αρέσει ή όχι. Φυσικά και δεν είναι υποχρεωμένος ο αναγνώστης να διαθέτει ακαδημαϊκές γνώσεις ή να έχει μελετήσει τα διάφορα λογοτεχνικά κινήματα, την ιστορία της λογοτεχνίας, κ.α, όμως η τελική κρίση για ένα βιβλίο δεν γίνεται σε συνάρτηση με τις συνήθειες, τις αναστολές και τι επιρροές μας. Αδικείται το έργο, ο δημιουργός και ο αναγνώστης που δεν ανακαλύπτει τη λογοτεχνία, αλλά την προσαρμόζει βίαια στα μέτρα του. Αν καταλήξουμε σε ειδική σήμανση και σε προειδοποιήσεις θα είναι σαν να ακρωτηριάζουμε το πνεύμα.