"Πρόβες Πολέμου, Σημειώσεις ενός Δόκιμου ΕΒΡΟΣ 1967"

Το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, από τις εκδόσεις Τόπος

| 28/04/2015

PROVES-POLEMOU_400_newΠρόβες πολέμου, Διονύσης Χαριτόπουλος, Eκδ. Τόπος

Πάντοτε μας γοήτευε η σκληρή αιρετική γραφή τού Διονύση Χαριτόπουλου, μια πένα που λειτουργεί σαν σοβαρό πνεύμα αντιλογίας και αρέσκεται να κατεδαφίζει  στερεότυπα και δοξασίες σε όλους τους πολιτικούς χώρους.

Είναι η λιτή παράθεση των προτάσεων, η ζωϊκή τους αίσθηση που κάνει τα κείμενα του Πειραιώτη συγγραφέα μοναδικά στο είδος τους. Αυτό το γυμνό ντοκουμενταρίστικο ύφος με το έντονο συναίσθημα κοινωνεί και στο νέο του πεζογράφημα ο Χαριτόπουλος του οποίου ο υπότιτλος, «Σημειώσεις ενός Δόκιμου ΕΒΡΟΣ 1967» δημιουργεί το κατάλληλο υπόβαθρο: δόκιμος ανθυπολοχαγός στα είκοσί του, τότε, πηγαίνει σε μονάδες των συνόρων και μετέχει σε δυο μεγάλες εντάσεις, τη μία με την Τουρκία λόγω Κύπρου και την άλλη με το βασιλικό κίνημα. Οι περιγραφές στο στρατόπεδο, οι στρατιωτικοί, τα φανταράκια, η πινακοθήκη ενός παραμεθόριου στρατού με τα διάφορα λαμόγια, τους τζογαδόδορους, λαθρέμπορους, εθνοσωτήρες, τα ρεμάλια και πολλούς άλλους, παρελαύνουν αβίαστα στις σελίδες του βιβλίου σαν «μια άλλη διάσταση του κόσμου μας» όπως λέει ο συγγραφέας.

Και επειδή ο Χαριτόπουλος δεν υπήρξε διανοούμενος από καθέδρας, έχοντας ζήσει στον δρόμο, γράφει με φοβερό πάθος για όλα όσα έχει μέχρι το μεδούλι βιώσει. Έτσι και εδώ, μιλά για την σκληρή  στρατιωτική πειθαρχία που επιβαλλόταν στους οπλίτες αλλά και την αμφιλεγόμενη σχέση του με τους ανώτερούς του, καθώς ήταν συνεχώς αντιδραστικός και εξ’ αυτού επιρρεπής στις φυλακές. Έξω από το στρατόπεδο, υπάρχει ένας κόσμος σε αργούς ρυθμούς, καθυστερημένος κοινωνικά που παρακολουθεί  ελάχιστα τις κόντρες με την Τουρκία και τις πολιτικές κινήσεις εντός, που συνδυάζεται με τις εικόνες άκρατης μέθης του Χαριτόπουλου και των συναδέλφων του, τη γενική μαγκιά των ένστολων, περιζήτητων στον γυναικείο πληθυσμό των χωρισμένων αλλά και των κοριτσιών, μιας και το χακί σε εκείνους τους τόπους θεωρούνταν το εισιτήριο για την μεγάλη πόλη και την ελεύθερη ζωή. Ο σεξισμός επικρατεί κατά κράτος, ο τρόπος που υποτάσσονται οι κόρες στην εξουσία τής στολής είναι χαρακτηριστικός και ο συγγραφέας δεν κάνει καμιά προσπάθεια να το κρύψει ή να δικαιολογηθεί.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια, ανάλογα με τις μετακινήσεις του έφεδρου –Ορεστιάδα, Διδυμότειχο, Αλεξανδρούπολη, Επί της Όχθης. Στο τελευταίο, γραμμένο με αγχωτικό ρυθμό, λιτό και ρεαλιστικό, περιγράφονται οι προετοιμασίες για τον πόλεμο με την αντίπερα όχθη. Εκεί που ο Χαριτόπουλος κυριολεκτικά μεγαλουργεί είναι η αλλαγή διάθεσης των φαντάρων, έχοντας αποφασίσει να πολεμήσουν για να μην  περάσουν με τίποτα οι Τούρκοι και να πεθάνουν, μάλιστα, γι’ αυτό. Ακόμη και οι επαγγελματίες λουφαδόροι, τα βύσματα, οι παρατρεχάμενοι των επιτελών, όλοι είναι τους αποφασισμένοι απέναντι στον «εχθρό». Γράφει στο ημερολόγιό του, «Η ζωή δεν είναι για φόβο. Και όταν είσαι είκοσι τόσο, γουστάρεις περιπέτεια. Άγνωστα μέρη. Κορίτσια. Έρωτες, μεθύσια, ντράβαλα. Ακόμα κι ο πόλεμος έχει ανομολόγητη γοητεία». Με αυτό το πνεύμα πορεύονται οι στρατιώτες και παίρνουν θέσεις μάχης απέναντι σε εκείνους στην άλλη μεριά του ποταμού.

Ο Χαριτόπουλος πιάνει ακριβώς το zeitgeist της τότε κατάστασης στα σύνορα του Έβρου όσο και αν θεωρητικά αυτό δεν είναι πολιτικώς ορθό. Τελικά, οι συνταγματάρχες υποχωρούν απέναντι στους αντίστοιχους της γείτονος χώρας και ανοίγουν τον δρόμο για την επέμβαση, αργότερα, στην Κύπρο ενώ οι βασιλικοί στρατηγοί παραδίνονται πολύ γρήγορα με εξαίρεση αυτόν του Έβρου που ζητά πολιτικό άσυλο στην Τουρκία. Ο Χαριτόπουλος κλείνει το βιβλίο: «Όπως το λένε οι φαντάροι: ‘Στο στρατό είσαι πουλημένο κρέας’. Δεν γαμιέται

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.