Πόσες Δαναΐδες χωράει αυτός ο τόπος;
Μια αποδόμηση της διαχειριστικής πολιτικής της κυβέρνησης στο προσφυγικό δράμα

Στις 21 Μαρτίου ο Κώστας Δουζίνας* δημοσίευσε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» μία πολύ ενδιαφέρουσα παρέμβαση με τίτλο «Πόλεις Ασύλου». Με αφετηρία μία αναγκαστικά συνοπτική αναφορά στην έννοια του ασύλου, από τις έξι πόλεις – καταφύγια της Παλαιάς Διαθήκης και τις ικέτιδες Δαναΐδες, μέχρι τις πόλεις της Αναγέννησης και τον 20ό αιώνα, ο Δουζίνας υποστηρίζει την αναβίωση στις μέρες μας της πόλης – ασύλου σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι βασικές γραμμές του επιχειρήματος έχουν ως εξής:
1. Οι πόλεις ήταν πάντοτε, με την ανωνυμία και την προστασία τη ιδιωτικότητας που προσφέρουν, τόπος εγκατάστασης και αφομοίωσης των ξένων.
2. Η γηράσκουσα Ευρώπη έχει σήμερα ανάγκη νέων ανθρώπων και νέων ιδέων.
3. Ένα διεθνές δίκτυο τοπικών πρωτοβουλιών από τους Δήμους θα μπορούσε να αναλάβει τη φιλοξενία των προσφύγων.
Σε περιορισμένο χώρο, ο Δουζίνας προλαβαίνει να διατυπώσει το αίτημα να αμφισβητηθεί και να ξεπεραστεί στην πράξη εκείνη η κλίμακα λήψης αποφάσεων που είναι ιστορικά η πιο ύποπτη για την κακομεταχείριση, την εκμετάλλευση και την απόρριψη των ξένων. Η κλίμακα του εθνικού κράτους, αυτή όπου η λογική της κυριαρχίας μετατρέπει το άσυλο σε ιδεολογικό εργαλείο για τους σκοπούς της, πρέπει να αντικατασταθεί από μία «νέα Διεθνή πόλεων ασύλου». Η κλίμακα του τοπικού, από κοινού με την κλίμακα της διεθνούς δικτύωσης, έρχεται να αντιτάξει στη raison d’ Etat τον λόγο της βιωμένης εμπειρίας της προσφυγιάς, της μνήμης, της αλληλεγγύης.
Στις 28 Μαρτίου ο Κώστας Δουζίνας έδωσε στην ΕΡΤ1 μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη για τα ίδια θέματα. Έπειτα από μια αρκετά εκτενή αναφορά στην παραπάνω παρέμβαση, κλήθηκε να τοποθετηθεί ειδικά ως προς την τότε πολύ πρόσφατη υπογραφή της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας. Διευκρινίζοντας ότι πρόκειται κατά την άποψή του για μια συμφωνία που έχει «πολλά προβλήματα», δήλωσε ότι σε μεγάλο βαθμό είναι μια κακή συμφωνία και ταυτόχρονα ό,τι καλύτερο μπορούσε να επιτευχθεί, διότι βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα «τραγικό δίλημμα». Οι βασικές γραμμές του επιχειρήματος έχουν ως εξής:
1. Το ένα σκέλος του διλήμματος αφορά το «καθεστώς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και εν προκειμένω των προσφύγων». Πρόκειται για ένα «καθολικό, οικουμενικό καθεστώς» που καθορίζει ότι κάθε άτομο που βρίσκεται σε κίνδυνο πρέπει να λαμβάνει προστασία από τις αρχές, διεθνείς ή εθνικές.
2. Το δεύτερο σκέλος αφορά «ένα θέμα εθνικής προστασίας». Όχι όμως με την έννοια ότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες συνιστούν πρόβλημα. Η εθνική προστασία αναλύεται με τη σειρά της σε δύο άλλα ζητήματα.
2.1 Αφενός στο γεγονός ότι το κράτος δεν είναι ακόμα καλά προετοιμασμένο.
2.2 Αφετέρου στο ότι η ακροδεξιά χρησιμοποιεί «αυτή την ιστορία» ώστε να δημιουργήσει «ρήγμα στη λογική της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού του ελληνικού λαού».
3. Κατά συνέπεια, η «διαδικασία της ένταξης» πρέπει να γίνει με «τρόπο σταδιακό».
Αν υποθέσουμε ότι ο Δουζίνας έχει παραμείνει προσηλωμένος στην απάντηση της αρχικής ερώτησης, θα πρέπει τελικά να δεχθούμε ότι, παρά τα όποια προβλήματά της, η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας εξυπηρετεί τουλάχιστον τον στόχο αυτής της σταδιακής ένταξης. Δικαιούμαστε επίσης να φανταστούμε ότι, εφόσον καμία σχετική πρόνοια της συμφωνίας δεν αναφέρεται, ο τρόπος με τον οποίο αυτή συντελεί στον στόχο δεν είναι παρά μέσα από την επαναπροώθηση και τον περιορισμό του αριθμού των προσφύγων, άρα και μέσα από τη χαλάρωση της καθολικής ισχύος των δικαιωμάτων των προσφύγων. Αυτό ήταν. Η raison d’ Etat που βγήκε από το παράθυρο επέστρεψε πανηγυρικά από την πόρτα. Οι Δαναΐδες ας γυρίσουν στην Λιβύη μέχρι το Άργος να προετοιμαστεί καλύτερα κι ώσπου ο Πελασγός να διασκεδάσει τους φόβους των πολιτών του.
Θα παρατηρήσει κανείς ότι η συγκριτική παράθεση ενός έντυπου άρθρου και μίας τηλεοπτικής συνέντευξης δεν είναι δόκιμη μέθοδος κριτικής. Ωστόσο, το ζήτημα εδώ δεν είναι τόσο ο εντοπισμός μιας ασυνέπειας, όσο οι προϋποθέσεις της μεταστροφής που αποδεικνύεται ικανή να οδηγεί από το άσυλο ως «το θεμέλιο κάθε ηθικής», απευθείας στο βέλτιστο μη χείρον των επαναπροωθήσεων.
Για να εξασφαλιστεί η εθνική προστασία, συνεχίζει ο Δουζίνας, θα χρειαστούν πολιτικές παρεμβάσεις. Στο τελευταίο μέρος της συνέντευξης αναφέρεται εκτενώς στο πολυπολιτισμικό βρετανικό μοντέλο ένταξης. Μέχρι τότε όμως, το όφελος που φαίνεται να εξασφαλίζει η Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας φαίνεται να είναι απλά περισσότερος χρόνος κι αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά λιγότεροι άνθρωποι που καταφτάνουν ανά μονάδα χρόνου. Αποκαλύπτεται έτσι, κατά τη γνώμη μου, ποιο παραμένει το μείζον πρόβλημα της λογικής της «προστασίας»: Οι πρόσφυγες (για την ώρα έστω) είναι κάπως πολλοί. Μπορεί να έχουμε τις καλύτερες προθέσεις για την ένταξή τους, αλλά για να τις εφαρμόσουμε, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα τις απειλές της κακής μας οργάνωσης και της ακροδεξιάς προπαγάνδας, πρέπει να φροντίσουμε, για την ώρα έστω, να είναι κατά το δυνατόν λιγότεροι.
Ο στροβιλισμός τελικά της διστακτικής υπεράσπισης της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας γύρω από μια μισοειπωμένη εκτίμηση υπερβάλλοντος πληθυσμού («χιλιάδων», «εκατομμυρίων», παρατηρεί νωρίτερα στη συνέντευξη ο Δουζίνας) φανερώνει ένα από τα θεμέλια όχι μόνο της πολιτικής της κυβέρνησης αλλά και της κινητοποίησης μεγάλου μέρους της «κοινωνίας των πολιτών». Το «προσφυγικό» θεωρείται πρόβλημα ενός ανθρώπινου πληθυσμού σε κρίση που για να βοηθήσουμε πρέπει πρωτίστως να υπολογίσουμε, οριοθετήσουμε, περιορίσουμε και ρυθμίσουμε.
Παραδόξως, θα παρατηρούσε κανείς, τα ίδια πράγματα δεν θα κάναμε κι εάν ο στόχος δεν ήταν να βοηθήσουμε, αλλά να επιτεθούμε και να εξολοθρεύσουμε;
Τα υπόλοιπα, δηλαδή το ηθικό χρέος, η ένταξη, η πολυπολιτισμικότητα κτλ βασίζονται σε αυτή τη λογιστική ρύθμιση και αναγκαστικά έπονται.
Η φιλοξενία και η συνύπαρξη που ξεκινά από το τοπικό επίπεδο παρακάμπτοντας τη λογική του κράτους είναι όντως μία προοπτική που άνοιξε «αυτή η ιστορία». Γίνεται απτή, όταν οι πρόσφυγες αναγνωρίζονται εδώ και τώρα ως πλήρεις άνθρωποι: Με ανθρώπινες ανάγκες μεν, αλλά και με ανθρώπινο λόγο και ικανότητα πράξης. Επομένως, όταν η αλληλεγγύη οργανώνεται μέσα σε μια επιδιωκόμενη σχέση ισοτιμίας, όπως άρχισε να γίνεται, αρκετά πριν η κυβέρνηση υιοθετήσει έμπρακτα την ακροδεξιά ρητορική περί ύποπτων «αλληλέγγυων» με ιδιοτελείς σκοπούς.
Αντίθετα, θα παραμένει μακρινή, όσο η λογική που θέλει τους πρόσφυγες έναν αριθμό ανθρώπων που διαχειριζόμαστε όπως μπορούμε καλύτερα (γιατί όχι με επαναπροωθήσεις και κέντρα κράτησης;) παραμένει κυρίαρχη. «Για να αποφύγουν να κοιτάξουν τον ικέτη στα μάτια», λέει πιο πρόσφατα ο Δουζίνας, «στέλνουν οι γείτονες στρατό στα σύνορα».
Ο εθνικός εαυτός που προστατεύεται περιορίζοντας τους πρόσφυγες πίσω από συρματοπλέγματα, ενόψει της εφαρμογής της Συμφωνίας, άραγε τί αποφεύγει να κοιτάξει;
* σσ: Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής Πολιτικής και Νομικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου