Πρώτα ήρθαν για τον Ασάντζ, την Μάνινγκ, τον Σνόουντεν, τη Δάφνη, τον Γιαν, την Μαρίνα....

Γιατί ναι, στις 3 Μαΐου, ήταν η ημέρα...«ελευθερίας του Τύπου»

| 04/05/2019

Ήταν το 2005, όταν, στην ομιλία του κατά την παραλαβή του Νόμπελ, ο σπουδαίος Χάρολντ Πίντερ είχε πει ότι εκείνο που ενδιαφέρει τους περισσότερους πολιτικούς είναι πώς θα κρατηθούν στην εξουσία και, γι’ αυτό το σκοπό, «είναι σημαντικό οι πολίτες να παραμένουν σε άγνοια, να ζουν αγνοώντας την αλήθεια, ακόμα και την αλήθεια που αφορά στις δικές τους ζωές». Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ο Τζούλιαν Ασάντζ, ο Έντουαρντ Σνόουντεν, η Τσέλσι Μάνινγκ, αλλά και όσοι δημοσιογράφοι προσπαθούν να σκίσουν την «ταπετσαρία ψεμάτων» στο δωμάτιο της ζωής μας καταδιώκονται λυσσαλέα, με τελικό στόχο μάλλον να εξασφαλιστεί η σιωπή τους – και η σιωπή όλων.

 

Η ησυχία στην πολυτελή συνοικία Νάιτσμπριτζ του Λονδίνου σχίστηκε απότομα εκείνο το βαρύ, συννεφιασμένο πρωινό από τον αχό που άφηνε πίσω της μια ομάδα ανθρώπων με στολή. Έσερναν έναν ασπρομάλλη γενειόφορο άνδρα με έκφραση τη Γκερνίκα του Πικάσο και τσακισμένη κάθε προσπάθεια αντίστασης, έξω από ένα κτίριο. Η κραυγή του για την αδικία της σύλληψής του, συνοδευόμενη από το βιβλίο «Ιστορία του Κράτους Ασφαλείας» του Γκορ Βιντάλ που κρατούσε, γλίστρησε στο γειτονικό κόκκινο ταχυδρομικό κουτί με τη σφραγίδα της ιστορίας και παραλήπτη ολόκληρη την υφήλιο. Θα μπορούσε να είναι σκηνή από νουβέλα του Τζον λε Καρρέ, αν δεν ήταν η πολύ πραγματική σκηνή της σύλληψης μιας προσωπικότητας που –είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι- άλλαξε την ιστορία: του Τζούλιαν Ασάντζ.

Στην προαναφερθείσα ομιλία του, ο Πίντερ αναρωτήθηκε επίσης γιατί «η συστηματική βαρβαρότητα, οι εκτεταμένες θηριωδίες, η αδίστακτη καταπίεση της ανεξάρτητης σκέψης» στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ είναι γνωστά στη Δύση, ενώ τα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα των ΗΠΑ «δεν συνέβησαν… Ακόμα και όταν συνέβαιναν, δεν συνέβησαν». Λοιπόν, «δεν συνέβαιναν ακόμα και όταν συνέβαιναν» μέχρι που ήρθαν οι συγκλονιστικές αποκαλύψεις αυτού του περίεργου χλωμού νεαρού με τα ασημένια μαλλιά και έφεραν στο φως τη σάπια, όζουσα οδοντοστοιχία πίσω από τη βαριά ρετουσαρισμένη εικόνα του εκτυφλωτικά αστραφτερού αμερικανικού χαμόγελου: τα βρώμικα μυστικά και τα ψέματα των ΗΠΑ για τους πολέμους του Ιράκ και του Αφγανιστάν, περιλαμβανομένων δολοφονιών αμάχων, όσα συμβαίνουν στο Γκουαντάναμο, στο Αμπού Γκράιμπ, αλλά και σε άλλες φυλακές-κολαστήρια, πώς οι δυτικές εταιρείες επωφελήθηκαν από τον πόλεμο στη Συρία, πώς η ευρωπαϊκή εταιρεία πετρελαίου Trafigura πέταξε παράνομα τοξικά απόβλητα στην Ακτή του Ελεφαντοστού και κατάφερε να κάνει το δικαστήριο να φιμώσει τα διεθνή μέσα, οι μηχανορραφίες της αμερικανικής διπλωματίας, πώς η NSA (Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας) κατασκοπεύει τους παγκόσμιους ηγέτες, λεπτομέρειες του «σκοτεινού» Συμφώνου Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP) – και πολλά ακόμα.

Όπως έλεγε και ο βραβευμένος δημοσιογράφος και ντοκιμαντερίστας Τζον Πίλτζερ στον λόγο-έκκληση για τη σωτηρία του Ασάντζ που εκφώνησε στην Αυστραλία τον Ιούνιο του 2018, τα Wikileaks μας πρόσφεραν θέα στο πώς παίζεται το παιχνίδι του ιμπεριαλισμού στον 21ο αιώνα – «γι’ αυτό ο Ασάντζ βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο».

Τι κι αν ο ΟΗΕ μόλις τον Δεκέμβριο του 2018 είχε απευθύνει εκ νέου έκκληση (η πρώτη, τον Φεβρουάριο του 2016) στις βρετανικές αρχές «να αφήσουν τον ιδρυτή των Wikileaks Τζούλιαν Ασάντζ να εγκαταλείψει την πρεσβεία του Ισημερινού χωρίς να φοβάται τη σύλληψη ή την έκδοση», γιατί κρατείται «παράνομα στην πρεσβεία, χωρίς να του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες» και κατέληγε ότι «έχει έρθει η ώρα για τον κ. Ασάντζ, που έχει ήδη πληρώσει υψηλό τίμημα επειδή άσκησε τα δικαιώματά του στην ελευθερία του λόγου, της έκφρασης και της πληροφορίας, και στην προώθηση του δικαιώματος στην αλήθεια για το δημόσιο συμφέρον, να ανακτήσει την ελευθερία του»; Οι βρετανικές αρχές τον οδήγησαν, τελικά, στις φυλακές Μπελμάρς που έχουν χαρακτηριστεί και ως το «βρετανικό Γκουαντανάμο».

Σε μια ιδιαίτερα περίεργη σύμπτωση, λίγο νωρίτερα ριχνόταν και πάλι στα αμερικανικά μπουντρούμια ο άνθρωπος που έδωσε στα Wikileaks σχεδόν 750.000 απόρρητα ή «ευαίσθητα» στρατιωτικά και διπλωματικά έγγραφα: o άλλοτε στρατιώτης Μπράντλεϊ Μάνινγκ (Τσέλσι Μάνινγκ, εφεξής, όπως αυτοαποκαλείται μετά την επέμβαση αλλαγής φύλου) κρατείται από τις 8 Μαρτίου και -σύμφωνα με όσα δημοσιεύονταν μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές- σε απομόνωση 22 ώρες κάθε μέρα, μετά την άρνησή της να καταθέσει εναντίον του Ασάντζ στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βιρτζίνια που ερευνά την υπόθεση Wikileaks.

Ήδη εκφράζονται φόβοι ότι η Μάνινγκ μπορεί να ζήσει και πάλι την κόλαση που βίωσε όταν είχε πρωτομεταφερθεί στις φυλακές των ΗΠΑ, κρατούμενη σε κελί χωρίς παράθυρο, γυμνή, χωρίς τα γυαλιά της και κάποτε έγκλειστη για ολόκληρο το 24ωρο, χωρίς προαυλισμό – συνθήκες που ελαφρώς βελτιώθηκαν μετά τη διεθνή κατακραυγή.

Η Μάνινγκ αρνήθηκε να καταθέσει επικαλούμενη τη μυστικότητα της διαδικασίας και υποστηρίζοντας ότι έχει ήδη καταθέσει όλα όσα γνωρίζει στη δίκη της. Υπενθυμίζουμε ότι είχε καταδικαστεί σε 35ετή κάθειρξη και της δόθηκε χάρη από τον τέως Αμερικανό πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα το 2007 και εφόσον είχε εκτίσει επτά χρόνια από την ποινή της.

Το υλικό που η Μάνινγκ έδωσε στον Ασάντζ, και το οποίο δημοσιεύτηκε στα Wikileaks και τα συνεργαζόμενα με αυτά ΜΜΕ από τον Απρίλιο του 2010 μέχρι τον Απρίλιο του 2011, περιλαμβανόταν τα περιβόητα βίντεο με την αεροπορική επιδρομή στη Βαγδάτη (Ιράκ) το 2007, από την επιδρομή στη Γκρανάι (Αφγανιστάν) το 2009, 251.287 διπλωματικά τηλεγραφήματα των ΗΠΑ και 482.832 στρατιωτικές αναφορές που έγιναν γνωστές ως «Φύλλα Καταγραφής του Ιράκ» και «Ημερολόγιο του Πολέμου στο Αφγανιστάν».

Εν τω μεταξύ, ο δικαστής Κλοντ Χίλτον της Βιρτζίνα έχει δηλώσει ότι η Μάνινγκ θα παραμείνει στη φυλακή μέχρι να καταθέσει ή μέχρι να ολοκληρώσει τις εργασίες του το δικαστήριο…

Σνόουντεν, ή, πώς ο αμερικανικός εφιάλτης ξεκίνησε από τη Χαβάη

Την ώρα που ο Ασάντζ οδηγούνταν στις βρετανικές φυλακές και με υπαρκτό τον φόβο του για έκδοση στις ΗΠΑ, ένα τουίτ αναδημοσιευόταν με ταχύτητα αστραπής: «Οι φωτογραφίες του πρέσβη του Εκουαδόρ να προσκαλεί την μυστική αστυνομία της Βρετανίας στην πρεσβεία για να σύρουν έξω από το κτίριο έναν εκδότη –είτε σας αρέσει είτε όχι- βραβευμένης δημοσιογραφίας θα καταλήξουν στα βιβλία της ιστορίας. Οι επικριτές του Ασάντζ μπορεί να επιχαίρουν, αλλά αυτή είναι μια μαύρη στιγμή για την ελευθερία του Τύπου». Ο συντάκτης του δεν ήταν άλλος από τον Αμερικανό Έντουαρντ Σνόουντεν.

Ο Σνόουντεν, το 2013, και ενώ εργαζόταν σε εταιρεία που είχε αναλάβει υπεργολαβία στην NSA ως ειδικός σε ζητήματα τεχνολογίας και κυβερνοασφάλειας, τόλμησε να αντιγράψει, να βγάλει έξω από τα γραφεία της NSA στη Χαβάη και να δώσει στη δημοσιότητα απόρρητα έγγραφα της υπηρεσίας, στα οποία αποκαλύπτονταν προγράμματα παγκόσμιας παρακολούθησης πολιτών με τη συνεργασία εταιρειών τηλεπικοινωνιών και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Μεταξύ άλλων, αποκάλυψε το πρόγραμμα παρακολούθησης απλών πολιτών μέσω της πλατφόρμας διαδικτυακών τόπων όπως το Facebook, η Yahoo και η Google.

Σχετικά ασφαλής, πλέον, από τη Μόσχα που του έχει παράσχει άσυλο, ο Σνόουντεν φυσικά και θα έσπευδε να υπερασπιστεί τον Ασάντζ, καθώς ο τελευταίος είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να τον γλιτώσει όταν ακόμα τον καταδίωκαν οι αμερικανικές αρχές. «Ο κ. Σνόουντεν είναι ένας ήρωας. Προέβη σε μια εξαιρετικά θαρραλέα πράξη», δήλωνε τότε ο Άσαντζ σε συνέντευξή του στο Ασοσιέτεντ Πρες, ενώ θα δημοσίευε και στη γαλλική «Monde» ανοιχτή επιστολή με τίτλο: «Γιατί τα ευρωπαϊκά κράτη πρέπει να προστατεύσουν τον Έντουαρντ Σνόουντεν». Οι διαρροές του Σνόουντεν είχαν αποκαλύψει –όπως έχει γραφτεί- και ότι ο Ασάντζ βρισκόταν σε «λίστα στόχων ανθρωποκυνηγητού» των ΗΠΑ.

Έλσμπεργκ: Η παλιά καραβάνα

Αξίζει να σημειωθεί ότι, από το 2016, ο Σνόουντεν ηγείται του διοικητικού συμβουλίου του Freedom of the Press Foundation, ενός οργανισμού για την προστασία των δημοσιογράφων. Και επειδή, τελικά, όσοι υπηρετούν την ελευθερία του Τύπου αναγκάζονται συχνά να συνασπίζονται σε κάτι που θυμίζει λεγεώνα της Τιμής, συνιδρυτής του Freedom of Press Foundation είναι ένας βετεράνος που κάποτε στοίχειωσε τον ύπνο πολλών Αμερικανών προέδρων: πρόκειται για τον 88χρονο, πλέον, ακτιβιστή και πρώην στρατιωτικό αναλυτή Ντάνιελ Έλσμπεργκ που, το 1971, κι ενώ ακόμα εργαζόταν ως στρατιωτικός αναλυτής στην RAND Corporation (εταιρεία που αναλάμβανε υπεργολαβίες για τον αμερικανικό στρατό), θα έδινε στη δημοσιότητα μέσω της εφημερίδας «New York Times» το πρώτο απόσπασμα από μια έκθεση 7.000 σελίδων, γνωστή αργότερα ως «Τα Έγγραφα του Πενταγώνου». Όταν η κυβέρνηση Νίξον θα απαγόρευε με δικαστική εντολή στους Times οποιαδήποτε άλλη σχετική δημοσίευση για κάποιες μέρες, ο Έλσμπεργκ θα τα έδινε στην «Washington Post».

Η εκπονημένη από το υπουργείο Άμυνας έκθεση, που αφορούσε στην αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή στο Βιετνάμ και την οποία ο Έλσμπεργκ είχε ξεκινήσει να φωτοτυπεί κρυφά ήδη από το 1969, αποκάλυπτε, μεταξύ άλλων, ότι οι ΗΠΑ βομβάρδιζαν κρυφά την Καμπότζη, ενώ πραγματοποιούσαν παράκτιες επιδρομές στο Βόρειο Βιετνάμ και ότι, όχι μία, αλλά τέσσερις αμερικανικές διοικήσεις, από τον Τρούμαν έως τον Τζόνσον, ψεύδονταν σκόπιμα στους Αμερικανούς πολίτες. Ο Έλσμπεργκ θα δικαζόταν με βάση το Νόμο για Κατασκοπία του 1917, αλλά τελικά οι κατηγορίες θα αίρονταν.

«Λέγε τους τρελούς, να μην τους κάνουν ήρωες»

Ο Έλσμπεργκ είχε υπερασπιστεί τον Σνόουντεν («έκανε τη σωστή επιλογή»), αλλά και τη Μάνινγκ, για την οποία είχε πει στη «Huffington Post»: «Οι άνθρωποι στο στρατό δεν πρέπει να υπακούν οποιαδήποτε μη σύννομη διαταγή. Μερικές φορές δίνουν στην κυβέρνηση το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, αλλά κάποιες άλλες πρόκειται για εξόφθαλμη παραβίαση του Δικαίου».

Υπενθυμίζεται ότι η πρώτη δουλειά των «υδραυλικών» του Λευκού Οίκου του Νίξον  -της ομάδας ειδικών που ανασυγκρότησε εφόσον ξέσπασε το σκάνδαλο των Εγγράφων του Πενταγώνου- ήταν να διαρρήξουν το γραφείο του ψυχιάτρου του Έλσμπεργκ, ενώ, στη δίκη της Μάνινγκ, τουλάχιστον ένας μάρτυρας κατηγορίας, η Τζιρλέ Σόουμαν, κατέθεσε ότι η στρατιώτης είχε «σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα».  

Όσον αφορά στον Ασάντζ, τώρα, φέρεται να υπήρχε ήδη από το 2008 σχέδιο καταστροφής του ίδιου και των Wikileaks, σύμφωνα με απόρρητο έγγραφο του Πενταγώνου που επικαλείται ο Τζον Πίλτζερ, με ημερομηνία 8 Μαρτίου 2008 και συντάκτη το Τμήμα Αξιολογήσεων Κυβερνοαντικατασκοπίας του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας. Σε αυτό φέρεται να περιγράφεται πόσο σημαντικό είναι να καταστραφεί το «αίσθημα εμπιστοσύνης», που είναι το «κέντρο βάρους» των Wikileaks και σημειώνεται ότι μπορεί να επιτευχθεί με απειλές «αποκαλύψεων [και] ποινικών διώξεων», καθώς και με αδυσώπητη δυσφήμιση…

Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, αν είναι συμπτωματικό που υπήρξαν πηχυαίοι τίτλοι, τόσο πριν, όσο και μετά τη σύλληψη του Ασάντζ, που ανέφεραν ότι οι λόγοι της έξωσής του από την πρεσβεία του Εκουαδόρ περιλάμβαναν ότι «έκανε πατίνι», «προσέβαλλε το προσωπικό» και «γέμιζε με περιττώματα τους τοίχους», ενώ διατυπώνονταν και «υποψίες για κατασκοπία».

Στρέφοντας (κυριολεκτικά) την κάννη στους δημοσιογράφους: Ο μακρύς κατάλογος των δολοφονημένων

Είναι πασίγνωστα τα βιβλία του Τζορτζ Όργουελ «1984» και «Η Φάρμα των Ζώων», στα οποία ο συγγραφέας αναφέρεται στη δύναμη του «Μεγάλου Αδελφού» και των τεχνασμάτων της εξουσίας. Λίγοι είναι, όμως, εκείνοι που γνωρίζουν ότι ο Όργουελ έγραψε τα βιβλία αυτά προς το τέλος της ζωής του και εφόσον, έχοντας εργαστεί σε εφημερίδες ως κριτικός λογοτεχνίας, αλλά και ως παραγωγός στο BBC, φαίνεται να οδηγήθηκε στη διαπίστωση πως αυτό που αποκαλούνταν «δημοσιογραφία» ήταν μια καλοφτιαγμένη προπαγάνδα για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από το BBC τελικά παραιτήθηκε για να εργαστεί σε μια σοσιαλιστική εφημερίδα.

Τα πράγματα από την εποχή του Όργουελ έχουν αλλάξει προς τη δυστοπία που είχε προβλέψει. Εκείνο, όμως, που δεν έχει αλλάξει είναι το πόσο δύσκολο και, τελικά, επικίνδυνο είναι να κάνει κάποιος πραγματική δημοσιογραφία, δηλαδή να βρίσκεται απέναντι στην (όποια) εξουσία και, ελέγχοντάς τη, να προστατεύει τους πολίτες από την κατάχρησή της.

Είναι αποκαλυπτικό ότι, πριν μία δεκαετία (4 Οκτωβρίου 2009), το υπουργείο Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου συνέταξε ένα απόρρητο έγγραφο, στο οποίο, στις σημαντικότερες απειλές για τη δημόσια τάξη, ενέτασσε τρομοκράτες, κατασκόπους και… ερευνητές δημοσιογράφους! Το σχετικό έγγραφο δημοσιεύτηκε από τα Wikileaks.

https://wikileaks.org/wiki/UK_MoD_Manual_of_Security_Volumes_1,_2_and_3_Issue_2,_JSP-440,_RESTRICTED,_2389_pages,_2001

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από το να τα βάζεις με την εξουσία – από τη σημερινή εποχή του Ασάντζ μέχρι την πιο μακρινή του Κώστα Βιδάλη, του δημοσιογράφου που βασανίστηκε φρικτά και δολοφονήθηκε στη Λάρισα το 1946 από τους παρακρατικούς του τοπικού αρχιΧίτη Σούρλα, επειδή, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις ακόμα και από την ίδια του την εφημερίδα, τον «Ριζοσπάστη», είχε πάει στη Θεσσαλία για να κάνει ρεπορτάζ για τα εγκλήματα των παρακρατικών στην περιοχή.

Η επικινδυνότητα του επαγγέλματος αναγνωρίστηκε από το περιοδικό «Time», που το 2018 απένειμε τον τίτλο του «Προσώπου της Χρονιάς» στον Σαουδάραβα δημοσιογράφο Τζαμάλ Κασόγκι, ο οποίος -σύμφωνα με όσα δημοσιεύτηκαν- δολοφονήθηκε και τεμαχίστηκε μέσα στην πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και σε άλλους δολοφονημένους και φυλακισμένους δημοσιογράφους: τους δημοσιογράφους που δολοφονήθηκαν κατά την επίθεση στην εφημερίδα «Capital Gazette» στο Μέριλαντ των ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2018, τους δύο ρεπόρτερ του Reuters που φυλακίστηκαν στη Μιανμάρ μετά την έρευνά τους για τη σφαγή των μουσουλμάνων Ροχίνγκια και τη Φιλιππινέζα δημοσιογράφο Μαρία Ρέσα, που αντιμετώπιζε κατηγορίες για φοροδιαφυγή, τις οποίες χαρακτήριζε τρόπο πολιτικής πίεσης.

Και η «πολιτισμένη» Ευρώπη, όμως, δεν πάει πίσω. Την τελευταία διετία έχασαν τη ζωή τους οι δημοσιογράφοι Δάφνη Καρουάνα Γκαλίζια, Γιαν Κούτσιακ και Βικτόρια Μαρίνοβα – όλοι της ερευνητικής δημοσιογραφίας…

Δάφνη Καρουάνα Γκαλίζια: Η «γυναίκα-Wikileaks»

Ήταν 3 η ώρα το μεσημέρι της 16ης Οκτωβρίου 2017, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε η κορυφαία Μαλτέζα δημοσιογράφος Δάφνη Καρουάνα Γκαλίζια ανατινάχθηκε από βόμβα που είχε τοποθετηθεί σε αυτό. Η Γκαλίζια έκανε εκτεταμένη έρευνα για τη διαφθορά στην κυβέρνηση, την έλλειψη αξιοκρατίας, το ξέπλυμα χρήματος, διασυνδέσεις μεταξύ της βιομηχανίας τζόγου μέσω ίντερνετ και του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ το 2016 και το 2017 προέβη σε σημαντικές αποκαλύψεις για κορυφαίους πολιτικούς της Μάλτας.

Φέρεται να ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έμαθε για τις υπεράκτιες εταιρείες στον Παναμά, τον Απρίλιο του 2016, πριν καν δημοσιευτούν τα Panama Papers, δηλαδή τα 11,5 εκατ. έγγραφα που διέρρευσαν και αποκάλυπταν πώς ισχυροί του πλανήτη φυγαδεύουν τα χρήματά τους σε υπεράκτιες εταιρείες. Πρώτη η Γκαλίζια είχε συνδέσει κυβερνητικούς της Μάλτας με εταιρείες στον Παναμά, και γι’ αυτό τον λόγο χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό «Politico» το 2016 ως ένα από τα 28 πρόσωπα που «διαμορφώνουν, συγκλονίζουν και ταρακουνάν την Ευρώπη» και ως «η γυναίκα-Wikileaks, που κάνει σταυροφορία εναντίον της έλλειψης διαφάνειας και της διαφθοράς στη Μάλτα».

Η Γκαλίζια δεχόταν αμέτρητες απειλές, το σπίτι της είχε υποστεί εμπρησμό και κάποιοι είχαν σκοτώσει τα κατοικίδιά της, χωρίς να έχει διωχθεί κάποιος γι’ αυτά. Όταν πέθανε, δεν είχε πρόσβαση στον λογαριασμό της στην τράπεζα -της τον είχαν παγώσει εξαιτίας μίας υπόθεσης που ερευνούσε- ενώ εκκρεμούσαν 43 διώξεις εναντίον της για συκοφαντία, μερικές από επιφανείς πολιτικούς. Το μνημείο που δημιουργήθηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη απόδοση δικαιοσύνης στην περίπτωσή της φέρεται να έχει κατεδαφιστεί πολλάκις από δημοσίους υπαλλήλους.

Οι τελευταίες λέξεις που είχε γράψει η Γκαλίζια ήταν: «Υπάρχουν ρωγμές παντού, η κατάσταση είναι απελπιστική».

Γιαν Κούτσιακ: Δολοφονία με συνοπτικές διαδικασίες

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2018, η μητέρα τής Μαρτίνα Κουσνίροβα είχε αρχίσει να ανησυχεί: είχαν περάσει τρεις ημέρες και δεν έβρισκε την κόρη της στο τηλέφωνο, ενώ συνήθως μιλούσαν καθημερινά. Όταν η αστυνομία πήγε στο σπίτι, βρήκε την Κουσνίροβα και τον αρραβωνιαστικό της, ερευνητή δημοσιογράφο Γιαν Κούτσιακ, νεκρούς, πυροβολημένους από κοντινή απόσταση, χωρίς να υπάρχουν ίχνη πάλης ή ενδείξης κλοπής.

Ο Κούτσιακ εργαζόταν για την ιστοσελίδα actuality.sk και ασχολούνταν κυρίως με υποθέσεις φορολογικής απάτης  επιχειρηματιών που διατηρούσαν διασυνδέσεις με επιφανείς πολιτικούς της χώρας.  Επίσης, φέρεται να ερευνούσε υποθέσεις διαφθοράς πολιτικών που συνδέονταν με ένα παρακλάδι της ιταλικής μαφίας.

Βικτόρια Μαρίνοβα: Βιασμένη και νεκρή στο πάρκο

Η Βουλγάρα δημοσιογράφος και παρουσιάστρια Βικτόρια Μαρίνοβα βρέθηκε νεκρή τον Οκτώβριο του 2018, αφού είχε προηγουμένως χτυπηθεί και βιαστεί, σε ένα πάρκο. Πριν δολοφονηθεί, ερευνούσε μια υπόθεση διαφθοράς που περιλάμβανε ευρωπαϊκά κονδύλια. Οι αρχές συνέλαβαν τον φερόμενο ως δράστη Σεβέριν Κρασιμίροφ, ο οποίος είπε ότι δεν είχε πρόθεση να δολοφονήσει μια δημοσιογράφο.

Ωστόσο, ακόμα και το BBC ανέφερε πως δημοσιογράφοι εξακολουθούσαν να διατηρούν σημαντικές υποψίες, εξαιτίας μιας δυσμενούς ατμόσφαιρας που επικρατεί στη χώρα, με τους δημοσιογράφους να δέχονται συχνά πιέσεις και απειλές.  

 

 

Ένα κατηγορητήριο για όλους τους δημοσιογράφους…

 

Με τη σύλληψη του Ασάντζ, βουλιάξαμε ακόμα πιο βαθιά στην οργουελιανή μας –και δημοσιογραφική- δυστοπία. «Θεωρώ πως η δίωξη του Ασάντζ θα αποτελέσει ένα πολύ πολύ κακό προηγούμενο για τους εκδότες… Από όσα γνωρίζω, πρόκειται για μια κλασική θέση στην οποία βρίσκεται ένας εκδότης και ο νόμος θα δυσκολευτεί πολύ να διακρίνει μεταξύ των “New York Times” κι εκείνου», φέρεται να έλεγε ο επικεφαλής δικηγόρος των «New York Times» Ντέιβιντ ΜακΚρόου.

Στο κατηγορητήριο που έδωσαν πρόσφατα στη δημοσιότητα οι ΗΠΑ εναντίον του Ασάντζ αναφέρονται σε συνωμοσία για υποκλοπή απόρρητων κυβερνητικών εγγράφων, η οποία περιλαμβάνει κωδικοποιημένα μηνύματα, ανεύρεση πηγών και ενθάρρυνση των πηγών να παρέχουν περισσότερες πληροφορίες. Παραθέτει ως ενδεικτική την εξής συνομιλία μέσω μηνυμάτων Μάνινγκ-Ασάντζ: «Μετά από το υλικό που φορτώνω τώρα, αυτό είναι μόνο που μου μένει». Και ο Ασάντζ απαντά: «Τα περίεργα μάτια δεν στερεύουν ποτέ, σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία».

Αν, όμως, ο Ασάντζ διωχθεί ποινικά γι’ αυτά, τότε μάλλον πρέπει να οδηγηθούν μαζικά στα δικαστήρια όλοι οι δημοσιογράφοι.

Για την ιστορία, να υπενθυμίσουμε ότι το Γουοτεργκέιτ, ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία των ΗΠΑ, δεν θα είχε αποκαλυφθεί αν δεν επιδείκνυαν τόλμη οι δημοσιογράφοι Μπομπ Γούντογουορντ και Καρλ Μπερνστάιν και αν δεν καλλιεργούσαν τη σχέση με τη βασική πηγή τους, το «Βαθύ Λαρύγγι», ο οποίος αποκαλύφθηκε μόλις το 2005 ότι ήταν ο πρώην αναπληρωτής διευθυντής του FBI Μαρκ Φελτ.

Φυσικά και ο Τζούλιαν Ασάντζ δεν είναι αλάνθαστος. Μπορεί, για παράδειγμα, να υπήρχαν φορές που ο ίδιος και τα Wikileaks δεν διαχειρίστηκαν σωστά τον τεράστιο όγκο των πληροφοριών που είχαν στη διάθεσή τους. Ενδεικτικά, όπως αναφέρει στο «New Yorker» ο Ράφι Κατσαντουριάν, από τα έγγραφα του «Ημερολόγιου του Πολέμου στο Αφγανιστάν», ο Ασάντζ πείστηκε «τελευταία στιγμή» από τους συνεργάτες του «να μη δημοσιεύσει 15.000 αναφορές που πιθανότατα περιείχαν λεπτομέρειες για Αφγανούς πληροφοριοδότες», μέχρι να μελετηθούν προσεκτικά. «Αλλά εκατοντάδες Αφγανοί, πολλοί από τους οποίους ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές, μπορούσαν ακόμα να αναγνωριστούν». Επιπλέον, το 2011 ο οργανισμός δημοσίευσε αυτούσια διπλωματικά τηλεγραφήματα που φέρονται να έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή του Αιθίοπα δημοσιογράφου Αργκάου Ασίν, γιατί αναφερόταν σε αυτά ότι ο δημοσιογράφος είχε μιλήσει με πηγή της αιθιοπικής κυβέρνησης, η οποία του είπε ότι σχεδιάζουν να συλλάβουν τους εκδότες του εβδομαδιαίου περιοδικού «Addis Neger» που ασκούσε έντονη κριτική.

Ωστόσο, το πρόσφατο κατηγορητήριο εναντίον του Ασάντζ δεν σχετίζεται με την όποια λανθασμένη διαχείριση των πληροφοριών από αυτόν – που, έτσι κι αλλιώς, δεν συνιστά αδίκημα. Δεν σχετίζεται καν με τις αποκαλύψεις που έκαναν το 2016 τα Wikileaks για τη Χίλαρι Κλίντον, δημοσιεύοντας χιλιάδες email του Δημοκρατικού Κόμματος πριν τις εκλογές, τα οποία ο οργανισμός κατηγορήθηκε ότι υπέκλεψε συνωμοτώντας με τη Ρωσία (σσ: Η Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή κατέθεσε μήνυση για συνωμοσία εναντίον των Wikileaks, της Ρωσίας και της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ). Το κατηγορητήριο σχετίζεται αποκλειστικά με τις δοσοληψίες του Ασάντζ με τη Μάνινγκ το 2010: Αναφέρει ότι ο Ασάντζ προσφέρθηκε να σπάσει έναν κωδικό πρόσβασης για λογαριασμό της Μάνινγκ. Τον εμπλέκει, δηλαδή, σε «συνωμοσία χάκινγκ», ίσως σε μια προσπάθεια να «ξεχωρίσει» τα Wikileaks από τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς• μια προσπάθεια που, ωστόσο, φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη.

Επιπλέον, πώς μπορεί να συρθούν στα δικαστήρια τα Wikileaks, αλλά όχι τα ΜΜΕ που συνεργάστηκαν κατά καιρούς με αυτά για να δημοσιεύσουν τα έγγραφα που έρχονταν στο φως με τις διαρροές, όπως, για παράδειγμα, οι «New York Times», ο «Guardian», το γερμανικό «Spiegel» και χιλιάδες άλλα ΜΜΕ ανά τον κόσμο που τα αναπαρήγαγαν;

Υπενθυμίζεται ότι, όταν το BBC και ο Guardian είχαν μηνυθεί, στα τέλη του 2017, από τη νομική εταιρεία Appleby για τη δημοσίευση μιας άλλης μεγάλης διαρροής, των Panama Papers, είχαν αντιδράσει σφοδρά, λέγοντας ότι θα υπερασπιστούν δυναμικά τις αποκαλύψεις τους, γιατί αυτές υπηρετούσαν το υψηλότερο δημόσιο συμφέρον.

Ούτε, πάντως, το BBC ούτε ο Guardian ούτε, στην πλειοψηφία του ο δημοσιογραφικός κόσμος φαίνεται τώρα να υποστηρίζουν σθεναρά τον Ασάντζ, που διώκεται για παρόμοιο λόγο. Είναι εκκωφαντική η σιωπή της πλειοψηφίας των δημοσιογράφων σχετικά με τη σύλληψη του ιδρυτή των Wikileaks – και εγείρει εύλογα ερωτήματα.

Για παράδειγμα, αν ο Ασάντζ είχε συλληφθεί όταν τα μεγάλα αυτά μέσα δημοσίευαν τα διπλωματικά τηλεγραφήματα σε συνεργασία με τα Wikileaks, θα τηρούσαν την ίδια στάση; Θα έγραφαν οι Times τότε σε editorial τους «η κυβέρνηση ξεκίνησε σωστά, αποδίδοντας στον κ. Ασάντζ κατηγορίες για ένα αναμφίβολο αδίκημα»; Θα δημοσίευε η «Washington Post» editorial με τίτλο «Ο Τζούλιαν Ασάντζ δεν είναι ήρωας της ελευθερίας του Τύπου. Και έχει ήδη καθυστερήσει να λογοδοτήσει σε προσωπικό επίπεδο»; Όλα αυτά γράφτηκαν μετά τη σύλληψη του ιδρυτή των Wikileaks.

Η κυβέρνηση Τραμπ σίγουρα δεν πρόκειται να είναι επιεικής με τον Ασάντζ. Γιατί μπορεί ο Τραμπ να αναφωνούσε σε μια συγκέντρωσή του το 2016, εν μέσω των αποκαλύψεων για την Κλίντον, «Αγαπώ τα Wikileaks», αλλά προφανώς άλλαξε γνώμη μετά τη δημοσίευση από την πλατφόρμα, υπό τον τίτλο «Vault 7», των εργαλείων χάκινγκ που χρησιμοποιεί η CIA. Ακόμα και αυτό, όμως, να μην είχε γίνει, είναι γνωστό ότι ο Αμερικανός πρόεδρος συχνά αναφέρεται στα ΜΜΕ σαν να είναι ο εχθρός του. Δεν αποτέλεσε έκπληξη, λοιπόν, όταν, μετά τη σύλληψη Ασάντζ, ο Τραμπ δήλωνε: «Δεν γνωρίζω τίποτε για τα Wikileaks»…

Το αμερικανικό κράτος φοβάται. Φοβάται γιατί γνωρίζει ότι η ελευθερία του λόγου και του Τύπου προστατεύεται από το άρθρο 1 του αμερικανικού Συντάγματος• και αντηχούν ακόμα δυνατά τα λόγια του δικαστή Μάρεϊ Γκαρφάιν όταν απέρριπτε το αίτημα της κυβέρνησης Νίξον να απαγορεύσει στους «Times» να δημοσιεύσουν τα «Έγγραφα του Πενταγώνου» το 1971: «Ένας δύστροπος Τύπος, ένας πεισματάρης Τύπος, ένας πανταχού  παρών Τύπος πρέπει να γίνεται ανεκτός από εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία, προκειμένου να διατηρούνται οι ακόμα μεγαλύτερες αξίες της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος του λαού να γνωρίζει».

Το αμερικανικό κράτος φοβάται, γιατί γνωρίζει ότι ακόμα και ένας από τους πατέρες του αμερικανικού έθνους, ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν, χρησιμοποίησε την εφημερίδα του «The Pennsylvania Gazette», για να διαδοθούν οι ιδέες που οδήγησαν σε μια επανάσταση – την Αμερικανική Επανάσταση.

Και, τώρα, φοβάται, γιατί οι πολίτες πια δεν έχουν άγνοια, η οποία είναι –όπως έλεγε ο Πίντερ- η απαραίτητη προϋπόθεση για να κρατιούνται οι πολιτικοί στην εξουσία. Γιατί ο Ασάντζ, χωρίς ουδέποτε να διαψευστεί για τα όσα δημοσιεύει, πρόσφερε, σαν σύγχρονος Μακιαβέλι, στους πολίτες όλου του κόσμου άπλετη θέα στους υπόγειους μηχανισμούς και τα σαθρά θεμέλια ενός αδίστακτου συστήματος που λαδώνει τα γρανάζια του με ψέμα κι ανθρώπινο αίμα. Μας έδωσε, δηλαδή, θέα σε ζητήματα που αφορούν άμεσα τις ζωές μας. Κι αυτό από μόνο του ισοδυναμεί με ενεργοποιημένη βόμβα στα θεμέλια της εξουσίας. Κι αυτό είναι κάτι που δεν θα το συγχωρέσουν ποτέ, μα ποτέ, στον περίεργο αυτόν τύπο με τα ασημένια μαλλιά που άλλαξε την ιστορία.