Πώς ο «κορονοϊός» απειλεί τα πνευματικά δικαιώματα: Η περίπτωση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Όταν η κοινωνική προσφορά γίνεται αντεργατικό πρόσχημα
Υπάρχουν δύο φράσεις στην ελληνική γλώσσα που η κάθε μία χωριστά και οι δύο μαζί ταυτόχρονα περιγράφουν με εξαιρετικά συνοπτικό και ευφυή τρόπο την επέλαση στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, η οποία προετοιμάζεται με πρόσχημα την επιδημία: «Ενός κακού μύρια έπονται», η οποία πέρασε στην λαϊκή κουλτούρα από τον Σοφοκλή και «τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πεντ’ έξι», αποκλειστικό προϊόν της λαϊκής σοφίας.
Η διοίκηση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και, κατ’ επέκταση, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, φαίνεται ότι λατρεύουν, τόσο τον Σοφοκλή, όσο και την λαϊκή προφορική παράδοση. Έτσι εξηγείται η «σπουδή» τους να επιδείξουν «κοινωνικό πρόσωπο» στις πλάτες, ως είθισται, των εργαζομένων στον πολιτισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, το κάνουν με τρόπο που αφορά ευθέως έναν παλιό στόχο του «πολιτιστικού κεφαλαίου»: Την εξαφάνιση του πνευματικού δικαιώματος.
«Κοινωνική προσφορά» στις πλάτες των εργαζομένων
Όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, δηλαδή, όταν η επίθεση σε ένα δικαίωμα δεν πρέπει να εμφανιστεί ως τέτοια, όλα ξεκίνησαν «αθώα». Στις 16 Μαρτίου, το υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε την «ανάληψη πρωτοβουλιών για την παραγωγή πολιτισμού, κατά τη διάρκεια των έκτακτων μέτρων» για την επιδιμία.
Μεταξύ άλλων στο σχετικό δελτίο Τύπου αναφερόταν, ότι η υπουργός Πολιτισμού, με επιστολή της προς τους επικεφαλής των εποπτευόμενων πολιτιστικών οργανισμών, «ζητά να συστηματοποιήσουν και να αναπτύξουν εναλλακτικούς τρόπους παραγωγής Πολιτισμού, έτσι ώστε οι πολίτες να μην αποκοπούν από τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία».
«Η εξεύρεση τρόπων πρόσβασης των πολιτών στο Πολιτισμό είναι σήμερα απολύτως αναγκαία, δεδομένων των έκτακτων μέτρων προφύλαξης, που έχουν επιβληθεί», γράφει στην εν λόγω επιστολή η υπουργός, σύμφωνα πάντα με το δελτίο Τύπου.
«Στο πλαίσιο αυτό η κ. Λίνα Μενδώνη, ζήτησε από τους εποπτευόμενους φορείς να αποτιμήσουν τον αντίκτυπο στον προγραμματισμό τους από τα μέτρα που έχουν ληφθεί και ταυτόχρονα να καταθέσουν τις προτάσεις τους για την ανάπτυξη πολιτιστικών δράσεων, οι οποίες θα είναι διαθέσιμες στο κοινό ψηφιακά. (…) “Η ύπαρξη του αρχειακού πολιτιστικού υλικού (παραστάσεις θεατρικών έργων, συναυλίες, όπερες, αναγνώσεις, διαλέξεις, παρουσίαση και ανάλυση έργων τέχνης, video art κ.λ.π.) μπορεί εύκολα να είναι προσβάσιμο στο κοινό ψηφιακά (με ή χωρίς χρέωση)”, σημειώνει η κ. Μενδώνη και ζητά την προετοιμασία του πολιτιστικού υλικού ώστε να ανεβεί στις ιστοσελίδες των οργανισμών».
Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί, ότι ο, κατά τα άλλα, ευγενής και θεμιτός στόχος να μην αποκοπούν οι πολίτες από την σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, υπονομεύεται – για να είμαστε ευγενικοί – από την δυνατότητα που αφήνει η υπουργός, η ψηφιακή πρόσβαση του κοινού σε αυτήν την δημιουργία να γίνεται… «με ή χωρίς χρέωση».
Αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του Περιοδικού, μόλις ένα 24ωρο μετά την παραπάνω ανακοίνωση, η διοίκηση της Λυρικής κάλεσε τα σωματεία των εργαζομένων της για να τα ενημερώσει, πως το υπουργείο θέλει να προβάλει παραγωγές της ΕΛΣ της τελευταίας τριετίας (σσ. ας το κρατήσουμε αυτό, έχει σημασία), μέσω μιας διαδικτυακής πλατφόρμας που θα έχει σύνδεση με τις ιστοσελίδες της ΕΛΣ και του Εθνικού Θεάτρου.
Η διοίκηση ενημέρωσε επίσης τα σωματεία για την πρόθεσή της να είναι δωρεάν η πρόσβαση του κοινού σε αυτήν την πλατφόρμα, ώστε να απολαμβάνει χωρίς κόστος τις παραγωγές της Λυρικής, όσο κρατάει η καραντίνα. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι μετά την λήξη του συναγερμού, θα «επανεξεταστεί» το καθεστώς της πρόσβασης. Ας το κρατήσουμε και αυτό και ας έρθουμε στο «ζουμί»: Σε εκείνη τη συνάντηση, η διοίκηση ζήτησε από τα σωματεία, να αποποιηθούν οι εργαζόμενοι των πνευματικών δικαιωμάτων τους, αφού στο διάστημα των δωρεάν προβολών η ΕΛΣ δεν θα έχει έσοδα. Ζήτησε επίσης να δεσμευθούν γραπτώς οι εργαζόμενοι, ότι δεν θα απευθυνθούν, σε αυτό το διάστημα που θα συμφωνηθεί, σε κάποιον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, τα σωματεία επιφυλάχθηκαν να απαντήσουν πριν δουν την τελική, γραπτή πρόταση της διοίκησης. Οχι γιατί δεν θέλουν οι εργαζόμενοι της Λυρικής να προσφέρουν στην κοινωνία δωρεάν το καλλιτεχνικό έργο τους, αλλά διότι πρέπει να εξασφαλιστεί ότι:
1) Όντως δεν θα υπάρχει η παραμικρή εμπορευματική διαμεσολάβηση σε αυτήν την πλατφόρμα.
2) Ότι δεν θα βρουν την ευκαιρία να διαφημιστούν εμμέσως και τζάμπα, μέσω των προβολών και της πλατφόρμας, διάφορα «πολιτιστικά ιδρύματα» των αφεντικών.
και, το σημαντικότερο:
3) Οτι η διοίκηση της ΕΛΣ και, κατ’ επέκταση, το υπουργείο, δεν θα χρησιμοποιήσουν αυτήν την κοινωνική προσφορά των εργαζομένων ως πρόσχημα και πρόφαση για αμφισβήτηση του πνευματικού δικαιώματος εν γένει.
Μια ενδιαφέρουσα «προϊστορία»
Οι εργαζόμενοι της Λυρικής δικαίως είναι καχύποπτοι. Διότι ακόμη και τώρα, το πνευματικό δικαίωμα είναι δραματικά απαξιωμένο. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στη σύμβαση των καλλιτεχνών της ΕΛΣ, προβλέπται εφάπαξ πνευματικό δικαίωμα… μόλις 100 ευρώ. Αυτό το «συγκλονιστικό» ποσό, ακριβώς διότι είναι εφάπαξ, δίνεται ανεξάρτήτως των πιθανών εσόδων που θα προκύψουν από την εμπορευματική εκμετάλλευση μιας παραγωγής.
Κι όμως, αυτό το ποσό βρίσκεται στο στόχαστρο όλων των διοικήσεων της ΕΛΣ, δηλαδή, κατ’ επέκταση, όλων των κυβερνήσεων. Διότι δεν είναι η πρώτη φορά που οι διοικήσεις της ΕΛΣ ζητούν από τους εργαζόμενους να αποποιηθούν των πνευμαιτκών δικαιωμάτων τους. Είχε συμβεί και το Καλοκαίρι του 2011, με πρόσχημα την κρίση, όταν στο πλαίσιο της καταστρατήγησης των συμβάσεων εργασίας, υπήρξε, όπως έγραφε σχετική έρευνα του «Ριζοσπάστη», «συνεχής προσπάθεια προκειμένου οι καλλιτέχνες ν’ αποποιηθούν τα πνευματικά τους δικαιώματα για τις παραστάσεις του Ηρωδείου, προκειμένου η ΕΛΣ να διαφημιστεί μέσω της ΕΡΤ ΑΕ. Το ίδιο είχε ειπωθεί και για τις παραστάσεις της ΕΛΣ πέρσι το καλοκαίρι».
Τότε το πρόσχημα ήταν η κρίση. Τώρα ο κορονοϊός.
Προκύπτει, όμως, μια εύλογη απορία: Πραγματικά είναι βάρος λίγες δεκάδες χιλιάδες ευρώ για πνευματικά δικαιώματα, μπροστά σε παραγωγές εκατοντάδων χιλιάδων ή ακόμη και εκατομμυρίων, οι οποίες μπορούν να πωληθούν επίσης για υπεροπολλαπλάσια χρήματα για οπτικοακουστικές προβολές;
Όντως, δεν είναι. Διότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο ποσό. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι υπάρχει το πνευματικό δικαίωμα στη σύμβαση.
‘Αρα, είναι αντικείμενο προς διαπραγμάτευση, όπως κάθε άλλο μέρος της σύμβασης.
Άρα, δυνητικά, μπορεί να αποτελέσει μεγάλο κόστος.
Διότι το πνευματικό δικαίωμα, ενώ είναι δικαίωμα για τον δημιουργό, είναι βάρος για τον καπιταλισμό.
Τα πνευματικά δικαιώματα στο στόχαστρο
Γι’ αυτό και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βάλει στο στόχαστρο τα πνευματικά δικαιώματα εδώ και χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στα επίσημα κείμενά της, ο όρος «πνευματικό δικαίωμα» υποκαθίσταται συχνά από τον όρο «πνευματική ιδιοκτησία». Ο λόγος είναι προφανής: Το δίκαιωμα είναι αναπαλλοτρίωτο. Η ιδιοκτησία, όχι.
Για παράδειγμα, το 2008, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε έκθεση για την ακόμη μεγαλύτερη πρόσδεση του πολιτιστικού τομέα στην ανάγκη αύξησης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης. Σε εκείνη την έκθεση συοψίζεται η αντίληψη της ΕΕ για τους δημιουργούς, τους οποίους χαρακτηρίζει ως «δημιουργικούς επιχειρηματίες» (creative entrepreneurs), «κατά κύριο λόγο αυτοαπασχολούμενους, στους τομείς του πολιτισμού και της δημιουργικής οικονομίας, τομείς οι οποίοι μέχρι σήμερα παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά μερικής απασχόλησης και ασταθείς όρους εργασίας».
Πώς «λύνει» αυτό το πρόβλημα η ΕΕ ; «Εκτιμώντας» ότι «μια συλλογική διαμεθοριακή διαχείριση, καλά οργανωμένη, των δικαιωμάτων πνευματικής δημιουργίας και των συγγενικών δικαιωμάτων είναι ουσιαστική για τη βέλτιστη εκμετάλλευση του δημιουργικού δυναμικού»!
Τα πνευματικά δικαιώματα λοιπόν «φιλτράρονται» μέσα από την εκμετάλλευση των δημιουργών. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «λαμβάνοντας υπόψη τις ταχείες εξελίξεις των τεχνολογιών και των αγορών, και προκειμένου να διασφαλιστεί στις πολιτιστικές βιομηχανίες ότι θα αποκομίσουν όφελος από την ανάπτυξη των ψηφιακών πλατφορμών, να επανεξετάσει το κρίσιμο ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας από πολιτιστική και οικονομική άποψη και να καλέσει όλους τους φορείς του τομέα, ιδίως τους φορείς των τηλεπικοινωνιών και τους παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο, να εξεύρουν από κοινού δίκαιες λύσεις για τους φορείς μικρού ή μεγάλου μεγέθους, με σκοπό την επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ των δυνατοτήτων πρόσβασης στις πολιτιστικές δραστηριότητες και στα περιεχόμενα και της πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά τρόπο που θα διασφαλίζεται μια πραγματική αμοιβή στους δικαιούχους των δικαιωμάτων και μια πραγματική επιλογή στους καταναλωτές».
Η λέξη «δημιουργός» είναι εντελώς εξαφανισμένη από την παραπάνω παράγραφο. Η δε «ισορροπία» που υποτίθεται ότι πρέπει να «βρουν» τα μονοπώλια του οπτικοακουστικού και των επικοινωνιών με τους «φορείς μικρού ή μεγάλου μεγέθους» πάντα στο όνομα της «ελευθερίας επιλογής» των «καταναλωτών» του «πολιτιστικού προϊόντος» παραπέμπει σε απευθείας υπονόμευση κάθε δικαιώματος των καλλιτεχνών που κερδήθηκε με αγώνες.
Είναι φανερό, ότι, από τη στιγμή που το δικαίωμα γίνεται ιδιοκτησία, άρα εμπόρευμα, γίνεται αυτομάτως αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Και όταν η ΕΕ θέλει να «επανεξετάσει το κρίσιμο ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας από πολιτιστική και οικονομική άποψη», είναι φανερό ότι οι καλλιτέχνες, όπως κάθε άνθρωπος που δεν έχει άλλη ιδιοκτησία να πουλήσει εκτός από την εργατική δύναμή του, θα πάνε σε αυτήν την διαπραγμάτευση όπως κάθε άλλος εργαζόμενος που δεν έχει τίποτε άλλο να πουλήσει για να ζήσει, εκτός από την εργατική δύναμή του.
Ορθώς και δικαίως λοιπόν τα σωματεία της Λυρικής επιφυλάσσονται. Πολύ περισσότερο που η πρόταση της διοίκησης «προαναγγέλει» ουσιαστικά ότι το καθεστώς των πνευματικών δικαιωμάτων στην Λυρική είναι θέμα που θα «επανεξεταστεί» και μετά την επιδημία. Αλλά χαρακτηρίζεται από κυνισμό και σε ένα ακόμη σημείο που σημειώθηκε πιο πάνω: Η προβολή από την πλατφόρμα παραγωγών της Λυρικής μόνο από τα τρία τελευταία χρόνια, συνιστά διαφήμιση του Ιδρύματος Νιάρχου. Αλλά η Λυρική υπήρχε και πριν. Και οι εργαζόμενοί της δεν πρέπει να επιτρέψουν να απαξιωθεί η ιστορία και η προσφορά της. Διότι είναι μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του ελληνικού λαού. Του μοναδικού και πραγματικού ιδιοκτήτη της